Ἡ Περιστερὰ
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Δημήτριος Κορομηλάς
Κεφάλαιον τρίτον
Τίτλος πρωτοτύπου στα γερμανικά: «Das Täubchen.»


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ.
ΚΛΕΟΝΙΚΗ ἔζη ἥσυχος καὶ εὐχαριστημένη μετὰ τῆς θυγατρός της εἰς τὸν παλαιόν της πύργον κείμενον εἰς τὴν πλευρὰν τῶν βουνῶν τοῦ Γυθείου.

Μίαν ἑσπέραν, πολὺ ἀργὰ, δύο ξένοι ἔκρουσαν τὴν πύλην τοῦ πύργου ζητοῦντες φιλοξενίαν· τὰ φορέματά των ἦσαν μαῦρα καθὼς εἶναι τὰ τῶν καλογήρων, εἰς τὰς χεῖρας των ἐκράτουν ράβδους μεγάλας καὶ εἰς τὴν μέσην των εἶχον κρεμασμένα διάφορα κομβολόγια.

Ὁ θυρωρὸς τοὺς ἀνήγγειλε καὶ ἡ οἰκοδέσποινα ἐπρόσταξε νὰ τοὺς ὁδηγήσωσιν εἰς τὸ κατώγειον, νὰ τοὺς δώσωσι τίποτε νὰ δειπνήσωσι καὶ νὰ κεράσωσιν ἀπὸ ἕνα ποτῆρι κρασὶ εἰς τὸν καθένα.

Ἀφοῦ ἐδείπνησαν κατέβη μετά τῆς Εὐφροσύνης διὰ νὰ τοὺς ἴδωσιν.

Οἱ καλόγηροι ἤρχισαν νὰ διηγῶνται πολλὰ περίεργα πράγματα περὶ τοῦ ἁγίου τάφου καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ πύργου ἤκουον μετὰ πολλῆς προσοχῆς· ἰδίως δὲ ἡ Εὐφροσύνη εὕρισκε μεγάλην εὐχαρίστησιν ἀκούουσα τὰ θαυμάσια ταῦτα διηγήματα καὶ δάκρυα μάλιστα ἔβρεξαν τὰς παρειάς της, διότι ἡ παιδική της καρδία ᾐσθάνετο τὴν εὐσεβῆ ἐπιθυμίαν νὰ ἴδῃ τὸν ἀπομεμακρυσμένον αὐτὸν τόπον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἡ πατρὶς τοῦ Σωτῆρος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐλυπεῖτο κατάκαρδα ὅτι δὲν θὰ ἦτο ποτὲ δυνατὸν εἰς αὐτὴν νὰ πληρωθῇ ἡ ἐπιθυμία της αὕτη.

— Φιλτάτη μου Εὐφροσύνη, εἶπεν ἡ μήτηρ της, μὴ λυπῆσαι, διότι ἀνὰ πᾶσαν ὥραν δυνάμεθα νὰ μεταβῶμεν εἰς τοὺς τόπους αὐτούς. Δυνάμεθα νὰ ἐπισκεφθῶμεν τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Ἅγιον Τάφον, φθάνει νὰ ἀναγινώσκωμεν τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Τότε ἀκολουθοῦμεν κατὰ βῆμα τὸν Σωτῆρα ἡμῶν εἰς τὸ στάδιον τῶν εὐεργεσιῶν του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀκούομεν τοὺς ἰδίους του λόγους, βλέπομεν τὰ πάθη του, τὸν θάνατον, καὶ τὴν ἔνδοξον του ἀνάστασιν. Ἐὰν δὲ φυλάττωμεν εἰς τὴν καρδίαν μας τὴν ἐνθύμησιν τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν παθῶν του, καὶ ἀκολουθῶμεν πάντοτε τὸ παράδειγμα του, τότε ζῶμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Ἁγίαν Γῆν· τοιουτοτρόπως λοιπὸν ἠμπορεῖ νὰ ᾖναι ὅλη ἡ γῆ δι’ ἡμᾶς ἡγιασμένη.

Οἱ λεγόμενοι προσκυνηταὶ ἔλαβον πληροφορίας περὶ τοῦ πύργου τοῦ Λιμενίου καὶ ἐπῃνεσαν τὸν ἄρχοντα Χριστόδουλον.

—Ἂν ὁ πύργος του δὲν ἦτο τόσον μακρὰν, εἶπεν ὁ γεροντότερος, καὶ ἂν εἶχον ἐλπίδα νὰ ἀνταμώσω τὸν καλὸν αὐτὸν ἄρχοντα εὐχαρίστως θὰ ἔκαμνα τὸν ὁλόγυρον διὰ νὰ τὸν ἰδῶ.

Ἡ Κλεονίκη τὸν ἐβεβαίωσεν ὅτι ὁ δρόμος, τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσουν διέβαινε πολὺ πλησίον ἀπὸ τὸ Λιμένι.

Οἱ προσκυνηταὶ ἐχάρησαν ὑπερβολικὰ καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἀναχωρήσωσιν εὐθὺς τὴν ἐπαύριον διὰ νὰ ὑπάγωσιν ἐκεῖ.

Ἡ Εὐφροσύνη καὶ ἡ μήτηρ της τοὺς παρεκάλεσαν νὰ εἴπουν πολλοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὸν Χριστόδουλον, τὴν Μαρίαν καὶ τὴν Ἑλένην· ἡ Εὐφροσύνη μάλιστα ἐχάρισεν εἰς ἕνα ἕκαστον ἐξ αὐτῶν ἀργυροῦν νόμισμα, δῶρον τῆς μητρός της, καὶ τοὺς παρεκᾶλεσε νὰ εἴπωσιν εἰς τὴν Ἑλένην ὅτι ἡ περιστερὰ ἦτο πολὺ καλά.

Ἡ Κλεονίκη διέταξεν ἕνα τῶν ἀνθρώπων της νὰ δείξῃ εἰς τοὺς καλογήρους τὸν συντομώτερον δρόμον, ὁ ὁποῖος διέσχιζε τὰ βουνὰ, καὶ μόλις ἐχάραξεν ἀπῇλθον συνωδευόμενοι ὑπὸ τοῦ ὁδηγοῦ των.

Ὁ νεανίσκος τοὺς ἠκολούθει μετ’ εὐχαριστήσεως καὶ διὰ νὰ τοὺς κάμῃ χάριν ἀπήλλαξεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς ράβδους των, ἀλλ’ αὐτοὶ οὐδὲ κἂν ἐπρόσεχον εἰς αὐτὸν καὶ ἐπὶ πολὺν ὥραν ἔβαινον σιωπηλοί. Ἀφοῦ διέβησαν ἀπόκρημνον βράχον ὁ δρόμος ἐξετείνετο ὁμαλώτερος καὶ ἤρχισαν νὰ ὁμιλῶσιν ἀρβανίτικα.

Ὁ μικρὸς αὐτῶν ὁδηγὸς κατήγετο ἀπὸ ἀρβανίτας καὶ ὠνομάζετο Ἀνδρέας· ἦτο ὀρφανὸς ἐκ μικρᾶς ἡλικίας καὶ ὁ Γρηγόριος ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν κινούμενος παρέλαβεν αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀναθρέψῃ· ἔκτοτε δὲ ἔμεινεν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ὡς μικρὸς ὑπηρέτης, ἀλλὰ δὲν εἶχε λησμονήσει τὴν πάτριον αὐτοῦ γλῶσσαν καὶ τοιουτοτρόπως ἤκουσε μετὰ προσοχῆς τὴν συνομιλίαν τῶν προσκυνητῶν· μάλιστα δὲ ἤθελε νὰ δείξῃ τὴν χαρὰν του ὅτι ἐνθυμεῖτο ἀκόμη τὴν μητρικήν του γλῶσσαν, ὅταν ἔξαφνα ἡ συνομιλία των τοῦ ἐπροξένησε φρίκην καὶ τρόμον.

Ἀνεκάλυψεν ὅτι δὲν ἦσαν καλόγηροι, ἀλλ’ ὅτι ἐπροσποιοῦντο οἱ ἄθλιοι τοὺς προσκυνητὰς, ὅτι ἐγνώριζον τὸν τόπον, ὅσον καὶ οἱ κάτοικοι αὐτοῦ, ὅτι ἦσαν ἐκ τῆς συμμορίας τῶν λῃστῶν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους κατεδίωξε καὶ διεσκόρπισεν ὁ Χριστόδουλος, ὅτι ἔτρεφον σχέδια ἐκδικήσεως κατ’ αὐτοῦ καὶ δι’ αὐτὸ ἤθελον ὑπὸ τὸ ἱερὸν ἔνδυμα νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὸν πύργον του, νὰ τοῦ ζητήσωσι κατάλυμα, καὶ τὴν νύκτα νὰ σηκωθῶσι νὰ δολοφονήσωσι τὸν ἄρχοντα, τὴν γυναῖκα του, τὴν κόρην του καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους του· ἔπειτα νὰ γυμνώσωσι τὸν πύργον καὶ νὰ τὸν κατακαύσωσιν.

Ὅτε εἶδον ἀπὸ μακρὰν τὸν πύργον τοῦ Λιμενίου μεταξὺ δύο βουνῶν, εἶπεν ὁ πρεσβύτερος τῶν δύο κακούργων ὀνομαζόμενος Λυκογιάννης:

— Ἰδοὺ ἡ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τόσους συντρόφους μας· πρέπει νὰ ἀποθάνῃ βασανιζόμενος· νὰ τοῦ δέσωμεν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, καὶ νὰ τὸν ρίψωμεν ζωντανὸν εἰς τὰς φλόγας τοῦ πύργου του.

— Τὸ πρᾶγμα εἶναι τολμηρὸν, εἶπεν ὁ σύντροφός του Ἀρκουδομανόλης· ἂν ἀποτύχωμεν; τίς οἶδε τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν, ἀλλὰ οἱ θησαυροί του ἀξίζουν τὸν κόπον νὰ δοκιμάσωμεν.

— Θὰ τὸν φονεύσω, ἀνέκραξεν ὁ Λυκογιάννης, πνέων ἐκδίκησιν κατὰ τοῦ ἄρχοντος· ὁ θάνατός του θὰ μὲ εὐχαριστήσῃ πολὺ περισσότερον παρὰ οἱ θησαυροί του, τοὺς ὁποίους ὅμως δὲν καταφρονῶ. Ἔχεις δίκαιον, ἂν ἐπιτύχωμεν θὰ γίνωμεν πλούσιοι καὶ τότε ἀφίνομεν τὴν τέχνην μας διὰ νὰ ἐκλέξωμεν ἡσυχώτερον βίον.

— Ὅλα αὐτὰ εἶναι καλὰ, ἀπεκρίθη ὁ Ἀρκουδομανόλης, ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως ἀποτύχωμεν.

— Πῶς φοβεῖσαι; εἶπεν ὁ Λυκογιάννης, μήπως τὰ πάντα δὲν εἶναι καλῶς ὠργανισμένα; μὴ δὲν ἔχωμεν ἀνθρώπους τῆς ἐμπιστοσύνης μας εἰς τὸν τόπον; Καθὼς ἀνάψωμεν τὰ τρία φῶτα εἰς τὸ παράθυρον τοῦ κοιτῶνος τῶν ξένων θὰ τρέξωσιν εἰς βοήθειάν μας ἑπτὰ σύντροφοι ρωμαλέοι καὶ ἀποφασισμένοι, οἱ ὁποῖοι πρὸ πολλοῦ περιμένουσι αὐτὸ τὸ σημεῖον. Θὰ τοὺς εἰσάξωμεν εἰς τὸν Πύργον ἀπὸ τὴν μικρὰν θύραν τοῦ περιβολίου, ἡ ὁποία ἀνοίγει εὐκόλως ἔσωθεν καὶ ὅπως ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν γνωρίζει μάλιστα ὅλα τὰ κατατόπια τοῦ πύργου, ὅταν γίνωμεν ἐννέα εὐκόλως θὰ καταβάλωμεν τοὺς ὀλίγους ἐν τῷ πύργῳ κοιμωμένους ἄνδρας· μεῖνε ἥσυχος καὶ θὰ ἐπιτύχωμεν.

Ὁ καλὸς Ἀνδρέας κατελήφθη ὑπὸ φρίκης καὶ τρόμου ἀκούσας τὰς λεπτομερείας τῆς τρομερᾶς αὐτῆς συνωμοσίας, ἀλλὰ δὲν ἔδειξεν ὅτι κατελάμβανε τοὺς λόγους των· τοὺς ἠκολούθει μάλιστα σφυρίζων καὶ συνάζων ἄνθη, ἐνῷ παρεκάλει καθ’ ἑαυτὸν τὸν Θεὸν νὰ ἀνατρέψῃ τὸ αἰσχρὸν σχέδιον τῶν κακούργων αὐτῶν. Ἀπεφάσισε δὲ νὰ τοὺς συνοδεύσῃ ἕως εἰς τὸ Λιμένι καὶ ἐκεῖ νὰ φανερώσῃ τὰ πάντα εἰς τὸν ἄρχοντα Χριστόδουλον.

Ἐνῷ τοιαῦτα διενοοῦντο βαδίζοντες οἱ λῃσταὶ ὁ πρεσβύτερος ἐσκόνταψεν καὶ ἂν δὲν ἐκρατεῖτο ἀπὸ τοὺς θάμνους θὰ ἔπιπτεν εἰς βαθύτατον βάραθρον.

Κατὰ τὴν πτῶσιν τὰ φορέματά του ἐξεσχίσθησαν ἀπὸ τὰς ἀκάνθας καὶ ὁ Ἀνδρέας παρετήρησεν ὅτι ὑπὸ τὸν μαῦρον καὶ μακρὺν χιτῶνα ἐφόρει πανοπλίαν χρυσῆν. Παρετήρησεν ὡσαύτως ὅτι τοῦ ἔπεσε καὶ τὸ ἐγχειρίδιόν του ἀλλὰ προσεποιήθη ὅτι δὲν εἶδε τίποτε. Ὁ γέρων κακοῦργος ἔκρυψεν ὅσον ἠδυνήθη τὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα τὸν ἐπρόδιδον, καὶ κομβόνων τὰ φορέματά του παρετήρει πολλάκις μὲ ἄγριον βλέμμα τὸν ἔντρομον Ἀνδρέαν.

Μετ’ ὀλίγον ἔφθασαν οἱ ὁδοιπόροι πλησίον βαθυτάτου χάνδακος ὅπου κατεκρημνίζετο χείμαρρος αὐξημένος ἀπὸ τὰς βροχάς.

Δύο βράχοι σκεπασμένοι ἀπὸ θάμνους ἐσχημάτιζαν τὰ χείλη τοῦ χάνδακος καὶ μακρὰ ἐλάτη λεπτοτάτη, κομμένη μόνον ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, ἦτο ἐρριμμένη ἐπὶ τῶν βράχων καὶ ἐχρησίμευεν ὡς γέφυρα εἰς τοὺς διαβάτας.

— Ὁ νεανίσκος οὗτος, εἶπεν ἀρβανίτικα ὁ γέρων λῃστὴς εἰς τὸν σύντροφόν του, ἴσως εἶδε τὰ ὅπλα μου καὶ φοβοῦμαι ὅτι συνέλαβεν ὑποψίας. Ὅταν θὰ περνῶμεν τὸν ρίπτω εἰς τὸ βάθος τοῦ βαράθρου καὶ τοιουτοτρόπως εἴμεθα ἥσυχοι.

Ὁ πτωχὸς Ἀνδρέας ἤρχιζε νὰ φοβῆται τὸ ἐπικείμενον κακὸν, καὶ σταθεὶς ὀλίγα βήματα μακρὰν τῆς γεφύρας ἐφώνησεν ἔντρομος:

— Δὲν θὰ δυνηθῶ ποτὲ νὰ περάσω, ἀπὸ τώρα αἰσθάνομαι ζάλην.

Ἀλλ’ ὁ γέρων λῃστὴς ἀπεκρίθη:

— Μὴ φοβῆσαι, παιδί μου, καὶ σὲ βοηθῶ ἐγὼ, ἔλα, μὴ φοβῆσαι.

Καὶ ταῦτα λέγων ἐπλησίασε μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας διὰ νὰ συλλάβῃ τὸν Ἀνδρέαν, ὁ ὁποῖος προσεπάθει νὰ φύγῃ, καὶ ἐπειδὴ ὁ λῃστὴς ἐπέμενεν εἶπεν εἰς αὐτὸν ἱκετευτικῶς.

— Ἄφες με σὲ παρακαλῶ ἄφες με, διότι ἠμποροῦμεν νὰ πέσωμεν καὶ οἱ δύο. Ἀλλὰ καὶ ἂν περάσω χωρὶς νὰ πάθω τίποτε, πῶς θὰ ἐπιστρέψω ὕστερον; ἄφες με νὰ φύγω, ἀνάγκην ἀπὸ ἐμὲ δὲν ἔχετε τώρα πλέον, ἰδοὺ ὁ δρόμος σας, εἶσθε πλησίον εἰς τὸ Λιμένι.

Ὁ νεώτερος τῶν δύο λῃστῶν ἀπέδωκε τὸν τρόμον τοῦ Ἀνδρέου εἰς τὸν ὑπὸ τῆς θέας τοῦ βαράθρου ἐμπνεόμενον φόβον, ἡ ὁποία καὶ αὐτὸν ἀκόμα ἐφόβιζε, διὸ εἶπεν ἀρβανίτικα εἰς τὸν σύντροφον του:

— Δὲν πιστεύω νὰ παρετήρησε τίποτε ὁ ἀνόητος αὐτὸς, καὶ ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι εἶδε τὴν πανοπλίαν σου, οὔτε τὴν γλῶσσάν μας ἠξεύρει, ἀλλ’ οὔτε καὶ τοὺς σκοπούς μας γνωρίζει· ἔπειτα ποῖος θὰ πιστεύσῃ τοὺς λόγους του· ἄφες τον νὰ φύγῃ.

—Καλὰ, ἂς ᾖναι, ἀπεκρίθη ὁ ἄλλος, ἂς ρίψωμεν ὅμως πρὸς περισσοτέραν ἀσφάλειαν τὴν ἐλάτην, καὶ τότε καὶ ἂν ἐμάντευσε τοὺς σκοπούς μας δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ μᾶς φέρῃ ἐμπόδια. Ἰδοὺ τὸ Λιμένι, γέφυρα καμμία δὲν ὑπάρχει οὔτε πλησίον οὔτε μακρὰν διὰ νὰ διαβῇ τις τὸν χείμαρρον, εἶναι λοιπὸν ἀδύνατον νὰ δώσῃ τις εἴδησιν εἰς τὸν Χριστόδουλον πρὶν ἢ ἐκτελέσωμεν τοὺς σκοπούς μας.

Οἱ δύο λῃσταὶ ἔλαβον τὰς ράβδους των καὶ ἀφῆκαν τὸν νεανίσκον νὰ ἀναχωρήσῃ, χωρὶς κἂν νὰ τὸν εὐχαριστήσωσι διὰ τὸν κόπον του.

Ὅτε εὑρέθησαν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ χάνδακος ὁ Λυκογιάννης εἶπεν εἰς τὸν φεύγοντα Ἀνδρέαν.

— Ἔχεις δίκαιον, φίλε μου, τὸ πέρασμα εἶναι ἐπικίνδυνον καὶ τὸ δένδρον αὐτὸ εἶναι κατασαπημένον, ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ κρημνισθῇ εὐκόλως ἐνῷ διαβαίνει, καὶ διὰ νὰ μὴ συμβῇ κανὲν δυστύχημα καλλίτερα νὰ κρημνίσωμεν τὴν ἐπικίνδυνον αὐτὴν γέφυραν· ἂς φροντίσωσιν οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου νὰ τὴν ἀντικαταστήσωσιν.

Οἱ λῃσταὶ ἀπέσπασαν τὸ δένδρον, καὶ ἔρριψαν αὐτὸ εἰς τὸ βάραθρον, ὅπου τὸ ρεῦμα τὸ παρέσυρε βιαίως.

Ὅταν οἱ ψευδεῖς προσκυνηταὶ ἔγιναν ἄφαντοι ὄπισθεν τοῦ βράχου πλησίον τοῦ ὁποίου ἔστρεφεν ὁ δρόμος, ὁ Ἀνδρέας ἤρχισε νὰ τρέχῃ μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις διὰ νὰ φέρῃ τὴν τρομερὰν εἴδησιν τῆς ἀνακαλυφθείσης συνωμοσίας εἰς τὴν κυρίαν του.