Ἡ Περιστερὰ
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Δημήτριος Κορομηλάς
Κεφάλαιον δεύτερον
Τίτλος πρωτοτύπου στα γερμανικά: «Das Täubchen.»


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ.
ΟΤΕ μεγάλη συμμορία λῃστῶν κατετάραξε τὸν τόπον καὶ διέσπειρε τὸν τρόμον εἰς τοὺς κατοίκους. Ἀλλ’ ὁ ἄρχων Χριστόδουλος ἀκολουθούμενος ὑπὸ τῶν ὀπαδῶν του, ἀνθρώπων γενναιοτάτων, κατεδίωξεν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἠνάγκασε νὰ καταφύγωσιν εἰς τὰ ὄρη.

Ἔπειτα ἐπέστρεψεν εἰς τὸν πύργον του καὶ εὐχαριστημένος ὅτι ἐτελείωσεν εὐτυχῶς τὴν καταδίωξιν ταύτην ἐκάθισε νὰ ἀναπαυθῇ καὶ ἤρχισε νὰ διηγῆται πῶς ᾐχμαλώτισε πολλοὺς ἐξ αὐτῶν, πῶς διεσκόρπισε τοὺς ἄλλους καὶ πῶς τέλος πάντων ἀποκατέστησε τὴν ἀσφάλειαν εἰς τὰ περίχωρα.

Ἡ Μαρία καὶ ἡ Ἑλένη ἐργαζόμεναι εἰς τὰ ἐργόχειρά των ἤκουον τὴν διήγησιν ταύτην μετὰ πολλῆς προσοχῆς.

Αἴφνης κυρία τις μαυροφορεμένη, χλωμὴ καὶ στυγνὴ εἰσέρχεται κρατοῦσα ἀπὸ τὴν χεῖρα μαυροφορεμένον κοράσιον.

Ὁ Χριστόδουλος, ἡ σύζυγος καὶ ἡ κόρη του ἐσηκώθησαν διὰ νὰ χαιρετίσωσι τὴν ξένην κυρίαν.

Ἡ μαυροφορεμένη κυρία ἐπλησίασε τὸν Χριστόδουλον καὶ τοῦ εἶπε μετὰ δακρύων:

— Ὁ Θεὸς μετὰ σοῦ, γενναιότατε! ἂν καὶ δὲν σὲ εἶδον ποτὲ ἔρχομαι νὰ ζητήσω τὴν προστασίαν σου. Ὀνομάζομαι Κλεονίκη καὶ εἶμαι σύζυγος τοῦ Γρηγορίου ἀπὸ τὸ Γύθειον· τὸ δὲ κοράσιον τοῦτο εἶναι ἡ θυγάτηρ μου Εὐφροσύνη. Ἴσως γνωρίζετε τὸ αἴτιον τῆς λύπης μου· ὁ σύζυγος μου Γρηγόριος ἀπέθανεν ἐκ τῶν πληγῶν, τὰς ὁποίας ἔλαβεν εἰς τὸν πόλεμον. Σεῖς ἐγνωρίσατε τὸν καλὸν αὐτὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔκαμνε τόσα καλὰ εἰς τοὺς δυστυχεῖς. Τὴν περιουσίαν τὴν ὁποίαν ἐκληρονομήσαμεν ζητοῦσι τώρα νὰ μᾶς ἁρπάσωσι δύο ἀχόρταγοι ἄρχοντες. Ὁ μὲν πολλὰ καὶ διάφορα προφασιζόμενος ζητεῖ νὰ μοῦ ἁρπάσῃ τὰ καρποφόρα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἐκτείνονται ὑπὸ τὰ τείχη τοῦ πύργου, ὁ δὲ ἄλλος θέλει νὰ οἰκειοποιηθῇ τὰ δάση, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀνήκουσι. Καὶ οἱ δύο οὗτοι δυνατοὶ καὶ ἄδικοι γείτονες ἔκαμαν συνωμοσίαν ἐναντίον μου καὶ ἐνῷ ἄλλοτε ἦσαν φίλοι τοῦ ἀνδρός μου, ἔγειναν τώρα οἱ ἀσπονδότεροί μου ἐχθροί. Ὁ Γρηγόριος προέβλεπε τοῦτο καὶ ὅταν ἔπνεε τὰ λοίσθια ἐπρόφερε τὸ ὄνομά σας. «Ἔλπιζε εἰς τὸν Θεὸν, μοῦ εἶπε, καὶ ἐμπιστεύσου εἰς τὸν ἄρχοντα Χριστόδουλον· τότε κανεὶς δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ σὲ βλάψῃ». Δικαίωσε λοιπὸν τώρα, γενναιότατε, τοὺς λόγους τοῦ Γρηγορίου. Ἀλλοίμονον! τί θὰ κάμω ἂν μοῦ ἁρπάσωσι τὰ κτήματά μου; Ἂν δὲν μοῦ μείνῃ τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ τείχη τοῦ πύργου, πῶς νὰ ζήσω μὲ τὴν Εὐφροσύνην μου; Ἂν ποτὲ δυστυχήσετε καὶ σεῖς ὁ ἴδιος, ἂν ὁ θάνατος σᾶς ἁρπάσῃ ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς οἰκογενείας σας, θὰ εὑρεθῇ ὅμως καὶ δι’ αὐτὴν προστάτις χεὶρ διὰ νὰ τὴν σώσῃ.

Ἡ μικρὰ Εὐφροσύνη, ἡ ὁποία εἶχε σχεδὸν τὴν ἡλικίαν τῆς Ἑλένης, ἐπλησίασεν ὡσαύτως τὸν εὐγενῆ Χριστόδουλον καὶ εἶπε κλαίουσα:

— Γενναιότατε, γίνου πατήρ μου καὶ μὴ μὲ ἀποβάλῃς.

Ὁ Χριστόδουλος ἐστέκετο σοβαρὸς καὶ σιωπηλὸς τὴν χεῖρα ὑπὸ τὸν πώγωνα ἔχων καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἰς τὴν γῆν. Τότε ἡ Ἑλένη τοῦ εἶπε δακρυρροοῦσα:

— Ἀγαπητέ μου πάτερ, εὐσπλαγχνίσου, σὲ παρακαλῶ, τὰς δυστυχεῖς ξένας, συλλογίσου ὅτι, ὅταν ἡ περιστερά μου διωκομένη ἀπὸ τὸ σαρκοφάγον ὄρνεον κατέφυγεν εἰς ἐμὲ, ἡ μήτηρ μοῦ εἶπεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀποβάλωμεν τοὺς δυστυχεῖς ὅσοι καταφεύγουσι πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐχάρη ὅτι εὐσπλαγχνίσθην τὸ μικρὸν καὶ δυστυχισμένον ἐκεῖνο ζῶον. Αἱ δυστυχεῖς αὐταὶ εἶναι ἄξιαι οἴκτου καὶ συμπαθείας καὶ μάλιστα περισσότερον ἀπὸ μίαν περιστεράν.

Ὁ Χριστόδουλος συγκινηθεὶς εἶπε:

— Μεῖνε ἥσυχος, Ἑλένη μου, καὶ θὰ τὰς προστατεύσω μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἐσιώπων, ἔκαμνα τοῦτο, διότι ἐσυλλογιζόμην πῶς νὰ εὕρω καλλίτερον τρόπον διὰ νὰ συντρέξω τὴν καλὴν αὐτὴν μητέρα καὶ τὸ παιδί της.

Καὶ ταῦτα λέγων ἔδωκε κάθισμα εἰς τὴν Κλεονίκην διὰ νὰ καθίσῃ, ἐνῷ ἡ Εὐφροσύνη ἐκάθισε πλησίον τῆς Ἑλένης καὶ ἡ Μαρία ἐξῆλθε διὰ νὰ ἑτοιμάσῃ τὰ τοῦ δείπνου.

Ἀφοῦ ἐπληροφορήθη περὶ τῶν αἰτίων, τὰ ὁποῖα ὤθησαν τοὺς ἐχθροὺς τῆς Κλεονίκης νὰ τὴν μεταχειρισθῶσι τόσον ἀδίκως, τῆς ὑπεσχέθη ὅτι ἀπὸ τῆς ἑπομένης ἡμέρας θὰ ἤρχιζε νὰ μεριμνᾷ περὶ τῶν συμφερόντων της καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ περιμείνῃ τὴν ἐπιστροφήν του εἰς τὸν πύργον.

Ἡ Κλεονίκη μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸν εὐχαρίστησε διὰ τὴν γενναίαν αὐτοῦ φιλοξενίαν, ὁ δὲ Χριστόδουλος παραλαβὼν τοὺς ἀνθρώπους αὑτοῦ ἀπῆλθεν ἀμέσως τὴν ἐπαύριον.

Ἡ Ἑλένη ἔχαιρε διότι ἡ Εὐφροσύνη ἔμελλε νὰ μείνῃ μετ’ αὐτῆς ὀλίγας ἡμέρας. Τὴν ὡδήγησεν εἰς τὸν θάλαμόν της, εἰς τὸ περιβόλι, τῆς ἔδειξε τὸ ἁρμάριόν της, τὰ ἄνθη της καὶ τὴν περιστεράν της. Τοιουτοτρόπως τὰ δύο ἀξιαγάπητα κοράσια ἐφιλιώθησαν ἐντὸς ὀλίγου, διότι καὶ τὰ δύο εἶχον ἐκ γενετῆς αἰσθήματα καλὰ, ἡ δὲ ἀνατροφὴ τὴν ὁποίαν εἶχον λάβει ἀνέπτυξε περισσότερον ἀκόμη τὰς διαθέσεις τῶν καρδιῶν των.

Μετὰ τεσσάρων ἡμερῶν ἀπουσίαν ἐπανήλθε καὶ ὁ Χριστόδουλος:

—Καλὰ νέα! εἶπε πλησιάσας τὴν Κλεονίκην, οἱ ἐχθροί σας παρῃτήθησαν ἀπὸ τὰς ἀδίκους ἀξιώσεις των καὶ ἡ μεταξύ σας ἔρις ἐτελείωσεν. Οἱ ἄδικοι αὐτοὶ ἄρχοντες δὲν θὰ ἔδιδον βεβαίως ἀκρόασιν εἰς τοὺς λόγους μου ἐὰν δὲν κατέφευγον εἰς ἀπειλάς· καθὼς δὲ τοὺς εἶπα ὅτι ἐγὼ θὰ ἀναλάβω τὸν ἀγῶνα αὐτὸν καὶ ὅτι θὰ ἐξακολουθῶ νὰ σᾶς προστατεύω συγκατένευσαν νὰ σᾶς ἀφήσωσιν ἡσύχους· παρηγορήσου λοιπὸν, ἀγαθὴ κυρία, ἐπειδὴ οἱ συνομώσαντες τὸν ἀφανισμόν σου δὲν θὰ θερίσωσι τὰ χωράφια σου, καὶ ὄχι μόνον δὲν θὰ κυνηγήσουν ξένοι εἰς τὰ δάση σου, ἀλλὰ καὶ οὐδὲ θὰ τολμήσῃ νὰ βάλῃ κανεὶς ἀξίνην.

Ἡ Κλεονίκη εὐγνωμονοῦσα διὰ τὴν τοιαύτην διαγωγὴν δὲν ἤξευρε πῶς νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν λυτρωτήν της.

— Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀνταμείψῃ, εἶπεν εἰς αὐτὸν, ἀφοῦ προστατεύῃς τὴν χήραν καὶ τὸ ταλαίπωρον ὀρφανόν! ἡ εὐλογία τοῦ Ὑψίστου νὰ μὴ ἐγκαταλείψῃ τὸν οἶκον σου.

Ἡ συγκίνησις δὲν τὴν ἀφῆκεν νὰ ἐξακολουθήσῃ, ἀλλ’ ὁ Χριστόδουλος ἐνόησεν ὅσα ἤθελε νὰ τοῦ ἐκφράσῃ.

Τέλος ἔφθασε καὶ ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως καὶ ἡ ξένη κυρία ἡτοιμάσθη νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ Γύθειον. Τὰ δύο κοράσια ἦσαν καταλυπημένα καὶ τὴν στιγμὴν τοῦ χωρισμοῦ ἔκλαιον ἀπαρηγόρητα. Ἡ Ἑλένη ἠθέλησε νὰ δώσῃ τι πρὸς ἐνθύμησιν εἰς τὴν νέαν φίλην της καὶ ἐπειδὴ αὕτη πολλάκις ἔδειξε τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἔχῃ περιστερὰν ἥμερην ὡς τὴν περιστερὰν τῆς φίλης της, ἡ Ἑλένη ἀφοῦ ἔσφιγξεν εἰς τὰς βρεγμένας ἀπὸ τὰ δάκρυα παρειάς της τὸ καλὸν πτηνὸν ἐχάρισεν αὐτὸ εἰς τὴν Εὐφροσύνην.

Ἡ Εὐφροσύνη ὅμως δὲν ἤθελε νὰ τὸ δεχθῇ μὲ κανένα τρόπον καὶ ἠγέρθη μεταξύ των μικρὰ καὶ παιδαριώδης φιλονεικία, ἐπὶ τέλους ὅμως ἠναγκάσθη νὰ ἐνδώσῃ, καὶ ἡ Ἑλένη τῆς ἔδωκεν ἀκόμη καὶ τὸ ὡραῖον κλωβὶ, τῆς ἐσύστησε δὲ τὴν περιστερὰν ὅπως συσταίνει ἡ μήτηρ τὸ τέκνον της ὅταν τὸ ἐμπιστεύηται εἰς ξένους.

Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῆς Εὐφροσύνης μετενόησεν ἡ Ἑλένη διότι ἔδωκε τὴν περιστερὰν καὶ ἐλυπεῖτο πολὺ ὅτι δὲν τὴν εἶχε πλησίον της.

— Καλλίτερα θὰ ἦτο, εἶπεν εἰς τὴν μητέρα της, νὰ τῆς ἐχάριζα τὰ ἐνώτιά μου.

— Ἐὰν τὸ θέλῃς, ἠμπορεῖς νὰ τὸ κάμῃς ἄλλοτε, ὅταν ἡ Εὐφροσύνη ἔλθῃ νὰ μᾶς ἴδῃ· τώρα ὅμως δὲν ἠδύνασο νὰ κάμῃς καλλίτερον δῶρον εἰς τὴν φίλην σου. Δῶρον πρὸς ἐνθύμησιν πολυτιμώτερον ἤθελε τὴν ταπεινώσει καὶ δὲν θὰ τῆς ἐπροξένει τόσην χαρὰν· αὐτὸ τὸ ὁποῖον σοῦ ἦτο τόσον προσφιλὲς ἂν καὶ μικρᾶς ἀξίας τῆς ἀποδεικνύει πόσον τὴν ἀγαπᾷς· μὴ μετανοῇς λοιπὸν δι’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔκαμες. Εἶδες ὅτι ὁ πατήρ σου ἦτο ἕτοιμος νὰ ριψοκινδυνεύσῃ τὴν ζωήν του διὰ νὰ συντρέξῃ τὴν τυραννουμένην χήραν, καλὰ λοιπὸν ἔκαμες καὶ σὺ, ἡ ὁποία ἔδωκες τὸ ἀγαπητότερόν σου πρᾶγμα διὰ νὰ χαροποιήσῃς τὸ τεθλιμμένον ὀρφανόν. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν συνειθίσει ἐγκαίρως νὰ θυσιάζῃ ὅ,τι ἔχει ὑπὲρ τῶν ἄλλων δὲν τοὺς ἀγαπᾷ εἰλικρινῶς· τοιαῦται θυσίαι εἶναι εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεὸν, ὁ ὁποῖος θὰ σὲ ἀνταμείψῃ βεβαίως δι’ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔκαμες.