Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Δύο Ασμάτια
←Ἡ Ἑλληνική Γλῶσσα | Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886 Δύο Ἀσμάτια |
Ὁ φόρος τοῦ αἵματος→ |
ΔΥΟ ΑΣΜΑΤΙΑ
Α΄.
Σὺ φταίεις, κι’ ὅπου κι’ ἂν σταθῶ κι’ ὅπου κι’ ἂν πάω νυστάζω,
κι’ ἀπ’ τὸ πρωῒ τὸν οὐρανὸ ἂν βράδυασε κυττάζω....
Σἂν δὲν σὲ βλέπω πουθενὰ σὲ βλέπω στ' ὄνειρό μου,
καὶ ὑπναρᾶς κατήντησα γιὰ νᾆσαι στὸ πλευρό μου!
Μὰ τί κατάρα εἶν’ αὐτή, καὶ τί κακὸ σ’ ἐμένα,
νὰ σὲ κυττάζω πάντοτε μὲ ’μάτια.... σφαλισμένα.
Β΄.
Ἂν εἶμ’ ἐγὼ ἁμαρτωλός, σὺ εἶσαι ἡ αἰτία...
Σὺ μ’ ἔκαμες καὶ ἄφησα τὴν πρώτη μου θρησκεία·
κι’ ἀφοῦ πρῶτα μ’ ἀνάγκασες καὶ σ’ ἔκαμα θεό μου
μὲ ἐμποδίζεις ὕστερα νὰ κάμω τὸν Σταυρό μου...
καὶ δὲν μ’ ἀφίνεις, εἴδωλο, νὰ γονατίσω ’μπρός σου,
καὶ σἂν πιστὸς ν’ ἁνασπασθῶ τὸν κάτασπρο λαιμὸ σου.
Ἁμαρτωλος