Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Ο φόρος του αίματος
←Δύο Ἀσμάτια | Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886 Συγγραφέας: Ὁ φόρος τοῦ αἵματος |
Τηνιάς→ |
Ὅταν ἐκλήθην ν' ἀποτίσω κ' ἐγὼ τὸν φόρον τοῦ αἵματος τόσον ἐμέθυσα ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν — διότι ᾐσθανόμην ὅτι ἡ πατρὶς ὅλη ἐκυκλοφόρει ὡς καμπανίτης εἰς τὰς φλέβας μου — ὥστε καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ φυσιογνωμία τοῦ χωροφύλακος καὶ τοῦ ἐνωμοτάρχου μοὶ ἐφάνη συμπαθὴς καὶ ἀξιέραστος.
Θὰ μὲ χλευάσετε ἴσως· ἀλλὰ τί νὰ γίνῃ! Ἡμεῖς οἱ ἐπαρχιῶται ἔχομεν, βλέπετε, τὴν ἀνοησίαν ἐνίοτε νὰ ἠλεκτριζώμεθα εἰς τὴν λέξιν: πατρίς.
Ὁ δήμαρχός μας — καλή του ὥρα! — πρακτικὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος, ἐπρότεινεν εἰς τὴν μητέρα μου νὰ μ' ἐξαιρέσῃ, διότι — ὡς ἰσχυρίζετο — εἶχε τὰ μέσα μὲ τὴν κυβέρνησιν, ἡ ὁποία τοῦ ἐχρεώστει δύω βουλευτὰς ἰδικούς του. Ἀλλ' ἐγὼ ἐθεώρησα ὡς ὕβριν τὴν καλοκάγαθον προσφοράν του.
Ἐξάπαντος θὰ μὲ ἐξέλαβεν ὡς τρελλὸν ἢ ἠλίθιον.
Ἀφῆκα τὴν μελέτην μου, ἐζήτησα τὴν εὐλογίαν τῆς μητρός μου, κατεφίλησα τὰ μικρά μου ἀδέλφια, καὶ μὲ τὸ πρῶτον ἀτμόπλοιον ἀνεχώρησα πετῶν εἰς Ἀθήνας.
— Μπρέ! πῶς 'βρέθηκες ἐδώ; μοῦ λέγει ὁ βουλευτὴς τῆς ἐπαρχίας συναντήσας με εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Φρουραρχείου.
Ὑπερήφανος καὶ δακρύων ἀπὸ συγκίνησιν τῷ ἀπήντησα ὅτι ἦλθον νὰ χύσω τὸ αἷμά μου διὰ τὴν πατρίδα!
Μὲ ἠτένισε μειδιῶν καὶ μὲ ἔσυρεν εἰς τινα γωνίαν τῆς αὐλῆς:
— Θέλεις νὰ σ' ἐξαιρέσω καὶ σένα; Ἡ ἐπιτροπὴ εἷνε 'δική μας. Ναὶ μὲν εἶσαι ὁλοστρόγγυλος ἀπὸ ὑγεία, ἀλλ' ἔννοια σου! 'Πὲς πῶς πάσχεις ἀπὸ ἰσχίασιν· εἶνε νόσημα ποῦ δὲν φαίνεται.
— Καλὲ τί λέγεις; ἀστεΐζεσαι; ἐγὼ ἀνίκανος ποῦ αἰσθάνομαι τόση φλόγα καὶ ζωὴ στὰ στήθη μου;
— Ἄμε νά χαθῇς, βλᾶκα! μοῦ εἶπε καὶ μοῦ ἔστρεψε τὰ νῶτα....
Ἐνεγράφην εἰς τὸ πεζικόν.
Ὁ ἐπιλοχίας μὲ παρέλαβε μετ' ἄλλων εἰς τὴν ἀποθήκην τοῦ τάγματος διὰ νὰ μᾶς ἐνδύσῃ τὴν στολὴν τοῦ στρατιώτου.
Μὲ ἔχωσαν ἐντὸς πολυπτύχων σάκκων, μοῦ ἐφόρτωσαν ἓν ζεῦγος ἀρβυλῶν εἰς τοὺς πόδας, ζυγίζον ὑπὲρ τὴν ὀκᾶν, καὶ ἐπέθηκαν μετέωρον ἓν πιλίκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου.
— Ἰδοὺ ἡ στολή σου! μοὶ εἶπον.
Στολή, ἐπὶ τῇ θέᾳ τῆς ὁποίας θὰ ηὐτοκτόνει βεβαίως ὃ κ. Λαμπίκης.
— Κύριε λοχία.... — ἀπεπειράθην νὰ παρατηρήσω.
— Σούτ! τσιμουδιά! αὐτὸ θὰ 'πῇ στρατιώτης! νὰ δὰ ἡ ὥρα νὰ σοῦ πάρωμε καὶ μέτρο! Καλὸ-κακὸ, σὺ δὲν ἔχεις δικαίωμα, νὰ ἐξετάσῃς!
Εἶχε δίκαιον.
Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἐδιδασκόμην ὅτι ὃ πολίτης ἅμα σαβανωθῇ ἐντὸς τῆς στρατιωτικῆς στολῆς, παύει νὰ ἧνε πρόσωπον καὶ γίνεται ἔπιπλο, διὰ νὰ μὴ εἴπω κολοκῦθι!
Ἐγὼ τοὐλάχιστον ἤμην — ἂν ὄχι μηδενικὸν — ὁ ἀριθμὸς 47 τοῦ λόχου.
— Ἀριθμὸς 47!
— Παρών! — ἔπρεπε νὰ φωνάξω.
Ὁ κύριος λοχίας εἶχε τὸν στρογγύλον καὶ εὐώδη ἀριθμὸν 100, πολύ δικαίως, διότι — πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσω — ποτὲ δὲν μᾶς ἔδερνε κατὰ τὸ μάθημα τῆς θεωρίας.
Εἰς τὸν στρατῶνα, ὅπου τὸ ἑσπέρας ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, φαίνεται ὅτι δὲν ἐστρατωνίζετο μόνον τὸ τάγμα μου, ἀλλὰ καὶ ἄπειρα ἄλλα τάγματα καὶ συντάγματα... κορέων αἱμοδιψῶν.
Ἓν σύνταγμα τοὐλάχιστον κατηυλίσθη ὅλην τὴν νύκτα ἐπὶ τοῦ σώματός μου.
— Κύριε ἐπιλοχία, αὐτοὶ οἱ κοργιοί....
— Σκασμός! Δὲν ἦλθες διὰ νὰ χύσῃς τὸ αἷμά σου γιὰ τὴν πατρίδα; πρέπει νὰ συνειθίσῃς ἀπὸ τώρα!
Εἶχε δίκαιον. Δὲν ἐπρόκειτο περὶ τοῦ φόρου τοῦ αἵματος;
Εὐτυχῶς τὰ γυμνάσια τοῦ λόχου εἶχον τελειώσει πρὶν μᾶς ἀποτελειώσῃ ὁ λοχίας στὸ τρέξιμο ὑπὸ τὸν ζέοντα ἥλιον, ὅστις μᾶς ἐρρευστοποίει τόσον, ὥστε ὁ φόρος τοῦ αἵματος ἐκινδύνευε νὰ προεξοφληθῆ διὰ τοῦ φόρου τοῦ... ἱδρῶτος.
Αἴ! τώρα πλέον θὰ μὲ χρησιμοποιήσῃ διὰ τὰς ἀνάγκας της ἡ Πατρίς! ἐσκέφθην ἐν ἐμοί.
Ἀλλὰ πρὸ τούτου ἔσχον τὴν τιμὴν νὰ χρησιμοποιηθῶ ὑπὸ τοῦ κυρίου λοχίου, ὅστις μοὶ ἐνεπιστεύετο τὸ λουστράρισμα τῶν ὑποδημάτων του καὶ τὴν μεταφορὰν τῆς κουραμάνας εἰς τῆς ἐξαδέλφης του, τέως παχυσάρκου παραμάνας ἐκ τῆς πολυγύναικος Ἄνδρου.
Πρωΐαν τινὰ ἀνακαλύπτω ὅτι ὁ ὑπολοχαγὸς τοῦ λόχου μου ἦτον ὁ παλαιὸς ἐπιστάτης τῶν κτημάτων τοῦ πατρός μου, ὁ Στρατῆς!
Ὅταν ἤμην μικρὸ τρελλούτσικο, μ' ἔπερνε στὰ γόνατά του καὶ μὲ διεσκέδαζε. Ἐνθυμοῦμαι μίαν φορὰν ὅτι μὲ εἶχε παρακαλέσει νὰ μεσιτεύσω εἰς τὸν πατέρα μου νὰ μὴ τὸν διώξῃ.
— Καλὲ τί κάμνεις, κύριε Στρατῆ, ἔπειτα ἀπὸ τόσα χρόνια!
— Βρέ, ποιὸς, σοὔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ μιλῇς ἔτσι στοὺς ἀξιωματικούς; Αἴ! Δέκα 'μέραις κράτησι! νὰ σοῦ δείξω ἐγὼ κούτσουρο!
Εἶχε δίκαιον. Ἔπρεπε νὰ γνωρίζω ὅτι ἡ στρατιωτικὴ ἐπιστήμη ἔχει ὑπερφυσικήν δύναμιν, μεταβάλλουσα τὰ κούτσουρα εἰς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἰς κούτσουρα!
Παρῃτήθην τῆς κουραμάνας μου. Ἀλλ' ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι εἰς ἁποζημίωσιν εἶχον ἐνίοτε ἄδειαν διανυκτερεύσεως....
Ὁ καιρὸς ἐν τούτοις παρήρχετο κ' ἐγὼ δὲν ἔβλεπα πότε ν' ἀνάψῃ τὸ τουφέκι στὴ Θεσσαλία, νὰ χαθῶ εἰς τὰς. φλόγας τοῦ πολέμου, καὶ νὰ ὑπηρετήσω τὰς ἀνάγκας τῆς πατρίδος.
Ἀλλ' εἶχα κάμει τὸν λογαριασμὸν χωρὶς τὸν ξενοδόχον, χωρίς δηλαδὴ νὰ ὑποπτευθῶ ὅτι, ἂν εἶχεν ἡ πατρὶς ἀνάγκην τῶν βραχιόνων μου, ἐπίσης ὅμως εἶχεν ἀνάγκην τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν μου καὶ ἡ... κυρία λοχαγοῦ, ἡ ὁποία μοῦ εἶχεν ἀναθέσει τὰ
καθήκοντα τῆς ἐσωτερικῆς ὑπηρεσίας, εἰς τὸν νεροχύτην, εἰς τὴν μπουγάδαν, εἰς τὰ ψώνια τῆς ἀγορᾶς καὶ εἰς τὴν παιδαγώγησιν τῶν δύο χαριεστάτων μικρῶν... διαβόλων της, τὰ ὁποῖα ἔβγαινα 'στὸν περίπατον καὶ μοῦ ἔβγαινον ἀμοιβαίως τὴν πίστι!
Ὁ κύριος λοχαγὸς εἶχε πράγματι στρατιωτικὴν εὐπείθειαν εἰς τὴν κυρίαν λοχαγοῦ, πρὸ τῆς ὁποίας ἔτρεμεν ἀπὸ... σέβας.
Αὐτὴ ἔδιδε τὰ προστάγματα εἰς τὸ σπῆτι. Μίαν ἡμέραν διολιθήσας ἔθραυσα ἓν πινάκιον. Ἡ κυρία ἐθεώρησε καλὸν εἰς ἐξόφλησιν νὰ μοῦ θραύσῃ τὴν κεφαλὴν διὰ τῆς σιδηρᾶς ἐσχάρας ἣν ἐκράτει τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καὶ ἰδοὺ, μετὰ τοὺς αἱμοχαρεῖς κοργιοὺς, ἀπέτινον ἤδη δευτέραν φορὰν τὸν φόρον τοῦ αἵματος.
Ἐν τῷ μεταξὺ φθάνει καὶ ὁ ὑφιστάμενος τῆς κυρίας, εἰς ὅν διατάσσει ἔφοδον κατ' ἐμοῦ.
Ὁ κύριος λοχαγὸς μετὰ προθυμίας ὴκόνισε τὸ ξίφος του ἐπὶ τῆς ῥάχεώς μου μὲ κἄμποσες διπλαριαῖς.
— Ἆ! μὰ κύριε λοχαγέ! αὐτὸ πλέον εἷνε ἀπάνθρωπον! Ἐγὼ ἦλθα νὰ προσφέρω τὴν ζωήν μου εἰς τὸ ἔθνος καὶ ὄχι νὰ μὲ σκοτώσετε στὸ ξύλο!
— Τώρα σοῦ δείχνω ἐγώ, κοπρόσκυλο!
Καὶ μεταβαίνει εἰς τὸν διοικητὴν τοῦ τάγματος ἐπιδίδων κατ' ἐμοῦ μήνυσιν ἐπὶ ἐξυβρίσει καὶ βιοπραγίᾳ κατ' ἀνωτέρου ἐν καιρῷ ὑπηρεσίας.
Εἶνε ἀνάγκη ἆρά γε νὰ σᾶς εἴπω ὅτι ἐρρίφθην εἰς τὰς φυλακάς τοῦ φρουραρχείου;
Ἔμεινα ἑπτὰ μῆνας ἕως οὗ περαιωθῇ ἡ ἀνάκρισις καὶ εἰσαχθῶ εἰς δίκην.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ μήτηρ μου ἀφίνει τὰ δύο μικρὰ κλαίοντα μὲ τὴν ἀδελφήν μου, δανείζεται ὀλίγα χρήματα, καταφθάνει ἀσθμαίνουσα, εἰς Ἀθήνας, καὶ πίπτει εἰς τὰ γόνατα τοῦ βουλευτοῦ μας!
— Γιὰ τὸ θεὸ, κύριε βουλευτὴ, ἀπὸ τὸ θεό καὶ στὰ χέρια σου!
— Τὸ παληόπαιδο! καλὰ τὰ παθαίνει! Μήπως δὲν τοῦ εἶπα ἐγὼ νὰ τὸν ἐξαιρέσω ἀπὸ τὴν ἀρχή; Ἔννοιά σου ὅμως· θὰ προσπαθήσω νὰ ἀθωωθῇ.
Καὶ πράγματι ἐνήργησε μετὰ ζέσεως. Τὸ δὲ Στρατοδικεῖον σκεφθὲν κατὰ τὸν νόμον, ἰδὸν τὰ ἄρθρα—δὲν ἐνθυμοῦμαι ποῖα, — ὤ! ἐὰν ἔβλεπε καὶ τὴν αἱματηρὰν σκηνὴν τῆς ἐσχάρας—ἀκοῦσαν... διεξελθὸν τὴν δικογραφίαν, ἀπεφάσισε μετὰ ἑπτὰ μηνῶν πολυστένακτον προφυλάκισιν νὰ μὲ κηρύξῃ αθῶον! 'Σ πολλά 'τη! Κι' αὐτὸ μεγάλη του καλωσύνη!
Καὶ ὁ πόλεμος; ὁ φόρος τοῦ αἵματος;
Εἶχον ἀναβληθῆ ἐπ' ἀόριστον.
Ἔκτοτε ἐπέρασαν πέντε περίπου ἔτη, χωρὶς ὅμως νὰ μου περάσουν καὶ οἱ ῥευματισμοί, παρέμειναν δὲ μόνον αἱ ἀναμνήσεις καὶ τὰ ἴχνη τῶν ἐπὶ τοῦ κρανίου μου οὐλῶν τῆς ἐσχάρας.
Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν μὲ ἐκάλεσε πάλιν ἡ πατρὶς εἰς τὰ ὅπλα διὰ τὸν φόρον τοῦ αἵματος.
Εὑρίσκω τὸν βουλευτήν μας:
— Σὲ παρακαλῶ νὰ ἐνεργήσῃς νὰ ἐξαιρεθῶ· τώρα ὑπάρχει πραγματικὸς λόγος ἐξαιρέσεως. Μὲ καλοῦν διὰ τὸν φόρον τοῦ αἵματος ἐνῷ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπιστρατεία μὲ κατήντησαν ὅλως διόλου ἀναιμικὸν!...
- Ἀθῆναι, τῇ 29 Σεπτεμβρίου, 1885
Ὀδυσσεὺς Θερμοκέφαλος.