Λόγος ΟΓ'
Περιέχων συμβουλάς πεπληρωμένας ωφελείας, ας εν τη αγάπη ελάλησε τοις εν ταπεινώσει ακούουσιν αυτού.

Συγγραφέας:


Ουκ έστιν έννοια αγαθή, μη ούσα εκ της χάριτος της θείας, εμπίπτουσα εν τη καρδία, και ουκ εστί λογισμός πονηρός προσεγγίζων τη ψυχή, ει μη προς πειρασμόν και πείραν.

Άνθρωπος φθάσας γνώναι το μέτρον της ασθενείας αυτού, ούτος έφθασε το τέλειον της ταπεινώσεως.

Ο οδηγών τα χαρίσματα του Θεού προς τον άνθρωπον, καρδία εστί κινουμένη προς ευχαριστίαν αδιάλειπτον. Ο οδηγών τον πειρασμόν προς την ψυχήν, η έννοια εστί του γογγυσμού, η κινουμένη αεί εν τη καρδία. Πάσας τάς ασθενείας των ανθρώπων βαστάζει ο Θεός, άνθρωπον δε αεί γογγύζοντα ουχ υπομένει, εάν μη παίδευση αυτόν. Ψυχή η απέχουσα εκ πάσης ελλάμψεως της γνώσεως, εν ταίς τοιαύταις εννοίαις ευρίσκεται.

Στόμα διαπαντός ευχαριστούν, ευλογίαν δέχεται παρά του Θεού, και καρδία διαμένουσα εν ευχαριστία, εμπίπτει εν αυτή η χάρις.

Πρό της χάριτος τρέχει η ταπείνωσις και προ της παιδείας τρέχει η οίησις.

Ο εν τη γνώσει υπερηφανευόμενος παραχωρείται πεσείν εις βλασφημίαν, και ο εν τη αρετή της πράξεως επαιρόμενος, εν τη πορνεία παραχωρείται πεσείν, και ο εν τη σοφία αυτού επαιρόμενος, εν ταίς σκοτειναίς παγίσι της αγνοίας εμπεσείν παραχωρείται.

Άνθρωπος απέχων εκ πάσης μνήμης του Θεού, ούτος εστίν ο βαστάζων εν τη καρδία αυτού κατά του πλησίον μέριμναν εν τη μνήμη τη πονηρά. Ο τιμών πάντα άνθρωπον εν τη μνήμη του Θεού, ούτος ευρίσκει βοήθειαν παρά παντός ανθρώπου εν τω νεύματι του Θεού, εν τω κρυπτώ.

Ο απολογούμενος υπέρ του αδικουμένου, ευρίσκει τον Θεόν υπέρμαχον αυτού.

Ο παρέχων τον βραχίονα εαυτού εις βοήθειαν του πλησίον αυτού, λαμβάνει τον βραχίονα του Θεού εις βοήθειαν εαυτού.

Ο κατηγορών τον αδελφόν αυτού εν τη κακία αυτού, ευρίσκει τον Θεόν κατήγορον εαυτού.

Ο διορθούμενος τον αδελφόν αυτού εν τω ταμείω αυτού, την ιδίαν κακίαν ιάται, και ο κατηγορών τίνα εν συναθροίσματι, ενισχύει τα ίδια τραύματα. Ο θεραπεύων τον αδελφόν αυτού κρυπτώς, την ισχύν της αγάπης αυτού έκδηλον ποιεί και ο καταισχύνων αυτόν εν οφθαλμοίς των εταίρων αυτού, την ισχύν του εν αυτώ φθόνου αποδεικνύει.

Φίλος εν κρυπτω ελέγχων, ιατρός σοφός εστίν, ό δε εν οφθαλμοίς πολλών ιατρεύων, ονειδίζων εστίν εν αληθεία.

Σημείον της συμπαθείας εστί συγχώρησις παντός οφλήματος, και σημείον του πονηρού φρονήματος αντιλογία προς τον πταίσαντα.

Ο προς υγείαν προσφέρων την παιδείαν, εν τη αγάπη παιδεύει, ο δε εκζητών εκδίκησιν, κενός εστίν εκ της αγάπης.

Ο Θεός παιδεύει εν τη αγάπη ουκ αμυνόμενος, μη γένοιτο, άλλ’ ίνα ιαθή η εικών αυτού ζητεί και ου φυλάττει την οργήν εις καιρόν. Ούτος ο τρόπος της αγάπης εκ της ευθύτητας εστί και εμπαθώς εις άμυναν ουκ εκκλίνει.

Δίκαιος σοφός, τω Θεώ εστίν όμοιος* ου γαρ παιδεύει παντελώς άνθρωπον, αμυνόμενος αυτόν εις την κακίαν αυτού, αλλ’ η ίνα διορθωθή ο άνθρωπος ή άλλοι φοβηθώσιν η δε μη ομοιούσα ταύτη ουκ εστί παιδεία.

Ο δι’ ανταπόδοσιν ποιών το αγαθόν, ταχέως τρέπεται, ο δε τη δυνάμει της γνώσεως εαυτού θαυμάζων εν τη θεωρία την γνώσιν την ούσαν εν τω Θεώ, ούτος, ει και κατακόπτεται σαρκί, ουδέ εν τη διανοία εαυτού επαίρεται, ουδέ εκ της αρετής εκκλίνει ποτέ.

0 φωτίζων την διάνοιαν εαυτού προς την επάξιον του Θεού αμοιβήν, ούτος προς το βάθος της ταπεινοφροσυνης κατήντησε ψυχή τε και σώματι.

Πρό του γαρ εγγίσαι τις τη γνώσει, ανέρχεται και κατέρχεται εν τη πολιτεία αυτού, ότε δε προσεγγίσει τη γνώσει,όλος επάρσει επαίρεται, και όσον υψωθή, ου τελειούται η ανάβασις της γνώσεως αυτού, έως αν έλθη εκείνος ο αιών της δόξης και λάβη τον πλούτον αυτού πάμπαν.

Όσον γαρ τελειούται άνθρωπος προς τον Θεόν, τοσούτον οπίσω αυτού πορεύεται, εν δε τω αληθινώ αιώνι, το πρόσωπον εαυτού δεικνύει αυτώ, ουχ ό,τι εστι.

Όσον γαρ οι δίκαιοι εισέλθωσιν εν τη θεωρία αυτού, την εικόνα ως εν εσόπτρω θεωρούσιν, εκείσε δε την φανέρωσιν της αληθείας θεωρούσιν.

Τό πυρ το εν ξηροίς ξυλοις αναφθέν δυσχερώς σβεσθήσεται, και η θέρμη του Θεού η γινομένη και εμπίπτουσα εν τη καρδία του αποταξαμένου τω κόσμω, η πυρπόλησις αυτής ου σβεσθήσεται και εστί του πυρός δριμυτέρα.

Ο οίνος, όταν η δύναμις αυτού εισέλθη εις τα μέλη, επιλανθάνεται ο νους την ακρίβειαν των πάντων, και η μνήμη του Θεού, ότε κρατήσει νομήν εις την ψυχήν, απόλλυσι πάσαν μνήμης οράσεως εκ της καρδίας.

Διάνοια ευρούσα την σοφίαν του πνεύματος, ως άνθρωπος ευρίσκων πλοίον εν τη θαλάσση, και όταν καθήση εν αυτώ, διαβιβάζει εαυτόν εκ της θαλάσσης του κόσμου τούτου και φθάσαι ποιεί την νήσον του μέλλοντος αιώνος. Ουτως εστίν η αίσθησις του μέλλοντος αιώνος εν τω κόσμω τούτω, ως νήσος μικρά εν τη θαλασσή, και ο προσεγγίζων αυτή ουκέτι κοπιά εν τοις κύμασι της φαντασίας του αιώνος τούτου.

Ο έμπορος, όταν τελειωθή ο κλήρος αυτού, σπουδάζει απελθείν εις τον οίκον αυτού’ και ο μοναχός, όσον ακμήν υπολείπεται ο καιρός της πράξεως αυτού, λυπείται χωρισθήναι εκ του σώματος τούτου, και όταν αισθηθή εν τη ψυχή αυτού, ότι εξηγόρασε τον καιρόν και έλαβε τον αρραβώνα αυτού, επιθυμεί τον μέλλοντα αιώνα.

Ο έμπορος όσον εστίν εν τη θαλάσση, ο φόβος εν τοίς μέλεσιν αυτού εστί, μήπως επαναστώσιν αυτώ τα κύματα και βυθισθή η ελπίς της εργασίας αυτού’ και ο μοναχός όσον εστίν εν τω κόσμω, ο φόβος κατακρατεί της πολιτείας αυτού, μήπως εξυπνισθή κατ’ αυτού ο χειμών και απολεσθή το έργον αυτού το εκ της νεότητος αυτού έως γήρως αυτού. Ο έμπορος την χέρσον θεωρεί, και ο μοναχός την ώραν του θανάτου.

Ο ναύτης τους αστέρας βλέπει, όταν διαβαίνη εν μέσω της θαλάσσης, και προς τους αστέρας κατευθύνει το πλοίον αυτού, έως αν φθάση τον λιμένα- και ο μοναχός εις την ευχήν βλέπει, διότι διορθοί αυτόν και κατευθύνει αυτού την πορείαν προς οποίον λιμένα ευθύνει η πολιτεία αυτού εν τη ευχή τη καθ’ ώραν.

Ο ναύτης ορά την νήσον, εν η δήσει το πλοίον αυτού, και εκείθεν εφοδιάζεται και ευθύνεται πάλιν εις άλλην νήσον. Ουτως εστίν η πορεία του μονάχου όσον εστίν εν τη ζωή ταύτη’ από νήσου εις νήσον διαβαίνει, ήτοι από γνώσεως εις γνώσιν, και εν τη αλλαγή των νήσων, ήτοι των γνώσεων, προκύπτει, έως αν ανέλθη εκ της θαλάσσης και προς την πόλιν την αληθινήν εκείνην καταφθάση η πορεία αυτού, εν η οι οικούντες εν αυτή ουκ εμπορεύονται πάλιν, αλλ’ έκαστος εν τω πλούτω αυτού επαναπαύεται.

Μακάριος όστις η εμπορία αυτού ου συνεχύθη εν τω κόσμω τούτω τω ματαίω, έσωθεν της μεγάλης θαλάσσης ταύτης. Μακάριος όστις το πλοίον αυτού ουκ εκλάσθη, και φθάσει εν χαρά προς τον λιμένα.

Ο νηχόμενος, γυμνός καταδύνει εν τη θαλάσση, έως αν εύρη τον μαργαρίτην και ο σοφός μοναχός γυμνός διαπορεύεται εν τω βίω, έως αν εύρη εν εαυτώ τον μαργαρίτην Ιησούν Χριστόν, και όταν εύρη αυτόν, ουκ έτι κτάται συν αυτώ τι των όντων.

Ο μαργαρίτης εν τοις ταμείοις φυλάττεται και η τρυφή του μοναχού έσωθεν της ησυχίας συντηρείται.

Η παρθένος εν ταίς συναγωγαίς και εν τοις πλήθεσι των λαών καταβλάπτεται και η διάνοια του μοναχού εν ταίς των πολλών συντυχίαις.

Το όρνεον εκ παντός τόπου προς την καλλιάν αυτού τρέχει του ποιήσαι τέκνα* και ο μοναχός ο έχων διάκρισιν ταχύνει εις το σκήνωμα εαυτού, του ποιήσαι εν αυτώ καρπόν ζωής.

Ο όφις όταν θλασθή όλν το σώμα αυτού, την κεφαλήν αυτού τηρεί. και ο σοφός μοναχός παραφυλάττεται εν παντί καιρώ την πίστιν αυτού, ήτις εστί αρχή της ζωής αυτού.

Νεφέλη καλύπτει ήλιον, και λόγοι πολλοί την ψυχήν την αρξαμένην φωτίζεσθαι εν τη θεωρία της ευχής καλύπτουσι.

Τό όρνεον το καλούμενον Ερωδιός, εν εκείνω τω καιρώ ευφραίνεται και αγαλλιάται κατά τον λόγον των σοφών, όταν αφορίση εαυτόν εκ της οικουμένης και πορευθή εις έρημον τόπον και οικήση εν αυτώ* ούτω και η ψυχή του μονάζοντος εν εκείνω τω καιρώ δέχεται την ουράνιον χαράν, όταν μακρυνθη εκ των ανθρώπων και απέλθη και οικήση εις την χώραν της ησυχίας και προσδοκήση τον καιρόν της εξόδου αυτού.

Ερρέθη περί του ορνέου του λεγομένου σειρήνας, ότι έκαστος ακούων του μέλους της φωνής αυτού, ούτως αιχμα­λωτίζεται οπίσω αυτού εν τη οδοιπορία της ερήμου, ως επιλανθάνεσθαι εν τη ηδύτητι του μέλους και αυτής της ζωής και πίπτειν και αποθνήσκειν. Τούτω απεικάζεται το πράγμα της ψυχής. Όταν γαρ εμπέση η γλυκύτης η ουράνιος εν αυτή, έκ του μέλους της ηδύτητος των λογίων του Θεού των εμπιπτόν­των εν αισθήσει εν τω νοΐ, ούτως όλη απέρχεται οπίσω αυτής, ως επιλανθάνεσθαι της ζωής ταύτης της σωματικής και στερείσθαι το σώμα των ορέξεων αυτού και υψούσθαι αυτήν προς τον Θεόν έκ της ζωής ταύτης.

Δένδρον εάν μη αποβάλη εαυτού τα πρότερον φύλλα πρώτον, ουκ εκφέρει τους νεαρούς κλάδους· και μοναχός, έως αν μη απορρίψειεν από της καρδίας αυτού την μνήμην των προτέρων εαυτού, ουκ εκφέρει νεαρούς καρπούς και κλάδους εν Ιησού Χριστώ.

Ο άνεμος λιπαίνει τους καρπους, και η μέριμνα του Θεού τους καρπούς της ψυχής.

Μύαξ, εν ω ο μαργαρίτης τίκτεται, κτίζεται εν αυτώ είδος τι σπινθήρος έκ της αστραπής και έκ του αέρος δέχεται την ύλην, καθώς εστί λόγος, και έως τότε σάρξ εστί ψιλή· και η καρδία του μονάχου έως αν δέξηται την ύλην την ουράνιον εν συνέσει, το έργον αυτής ψιλόν εστί και ουκ έχει έσωθεν των μυάκων τον καρπόν της παρακλήσεως.

Ο κύων ο λείχων το ρινίον, έκ του αίματος εαυτού πίνει, και ουκ οίδε την βλάβην αυτού έκ της γλυκύτητας του ιδίου αίματος* και ο μοναχός ο κλίνων πιείν κενοδοξίαν, εκ της ζωής αυτού συμπίνει, και ουκ αισθάνεται της βλάβης αυτού έκ της γλυκύτητος της προς ώραν γινομένης.

Η δόξα η κοσμική πέτρα εστίν εν τη θαλάσση σκεπαζομένη υπό των υδάτων, και ου γινώσκεται τω ναύτη, έως αν επιστή εν αυτή το πλοίον κάτωθεν και πληρωθή ύδατος* ούτως η κενοδοξία ποιεί εις τον άνθρωπον, έως αν βυθίση και απολέση αυτόν. Ερρέθη περί αυτής τοις πατράσιν, ότι εν τη κενοδόξω ψυχή στρέφονται πάλιν τα πάθη τα άπαξ ηττηθέντα και εξελθόντα εξ αυτής.

Νεφέλη μικρά σκεπάζει τον κύκλον του ηλίου, και ο ήλιος μετά την νεφέλην λίαν εστί θερμός- και ακηδία μικρά σκεπάζει την ψυχήν, και η χαρά η μετ’αυτήν μεγάλη εστί. Τοις λόγοις των μυστηρίων των εν τη θεία Γραφή, χωρίς ευχής και αιτήσεως βοηθείας παρά του Θεού, μη προσέγγισης, αλλά λέγε Κυριε, δός μοι λαβείν αίσθησιν της δυνάμε­ως της εν αυταίς’. Κλείδας των νοημάτων των αληθινών των εν ταίς θείαις Γραφαίς την ευχήν λογίζου είναι.

Όταν θελήσης προσεγγίσαι τω Θεώ τη καρδία σου, πρώτον εν τοις σωματικοίς κόποις δείξον αυτώ τον πόθον σου. Εκ τούτων εστίν η αρχή της πολιτείας- μεγάλως γαρ προσεγγίζει η καρδία τω Θεώ εν τη ενδεία της χρείας εν τη ασκήσει του ενός είδους της τροφής, και ακολουθεί τοις έργοις. Και γαρ και ο Κύριος εκ τούτου εποίησε τον θεμέλιον της τελειώσεως.

Λόγισαι δε την αργίαν αρχήν σκοτώσεως της ψυχής, σκότωσιν δε επί σκοτώσει τάς συντυχίας των λόγων. Αφορμή δε του προτέρου, το δευτερον. Εάν γαρ οι λόγοι της ώφελείας οι αμέτρως γινόμενοι σκότωσιν εμποιούσι, πόσω μάλλον τα μάταια; Ευτελίζεται γαρ ή ψυχή εν τω πλήθει της ομιλίας της πολλής, καν η παρασκευή αυτής εις τον φόβον του Θεού η. Λοιπόν η σκότωσις της ψυχής εκ της αταξίας της πολιτείας γίνεται.

Το μέτρον και ο όρος εν τη πολιτεία φωτίζουσι την διάνοιαν και την σύγχυσιν αποδιώκουσι. Η σύγχυσις της διανοίας ή από της αταξίας σκότωσιν εμποιεί τη ψυχή, και η σκότωσις θόλωσιν. Η ειρήνη εκ της καλής τάξεως γίνεται και το φως εκ της ειρήνης γεννάται εν τη ψυχή, και εκ της ειρήνης ο καθαρός αήρ εν τη διανοία αυγάζει.

Και προς το μέτρον του πελασμού της καρδίας προς την σοφίαν του πνεύματος εκ της του κόσμου αποξενώσεως, τοσούτον δέχεται την χαράν παρά του Θεού και διάκρισιν της σοφίας του πνεύματος εκ της του κόσμου αισθάνεται εν τη ψυχή εαυτού* ότι εν τη σοφία του πνεύματος η σιωπή κατακρατεί εν τη ψυχή, εν δε τη κοσμική σοφία η πηγή του μετεωρισμού.

Και μετά την εύρεσιν της πρώτης σοφίας πληρούσαι ταπεινοφροσύνης πολλής και επιεικείας και ειρήνης της βασιλευούσης πάντων των λογισμών σου. Εντεύθεν και τα μέλη σου παύσονται και ησυχάσουσιν εκ της ταραχής και του στρηνιασμού. Μετά δε την εύρεσιν της δευτέρας σοφίας κτάσαι την υπερηφανίαν εν τω φρονήματί σου και λογισμούς παρηλλαγμένους αρρήτους και ταραχήν του νοός και αναίδειαν των αισθήσεων και γαυρίασιν.

Μή νομίσης, ότι παρρησιασθήσεται εν προσευχή ενώπιον του Θεού άνθρωπος δεδεμένος εν τοις σωματικοίς. Ψυχή σκνιπευομένη στερείται της σοφίας, η δε ελεήμων σοφισθήσεται παρά του Πνεύματος. Ώσπερ έλαιον εις φαύσιν της λαμπάδος, ούτως η ελεημοσύνη τρέφει την γνώσιν εν τη ψυχή.

Η κλεις της καρδίας των θείων χαρισμάτων εν τη αγάπη του πλησίον δίδοται, και κατά το μέτρον της λύσεως της καρδίας εκ του δεσμού του σώματος κατά τοσουτον ανοίγεται έμπροσθεν αυτού η θύρα της γνώσεως. Διάβασις της ψυχής από κόσμου εις κόσμον η υποδοχή της συνέσεως εστί. Τι ωραία και επαινετή εστίν η αγάπη του πλησίον, εάν μη η μέρι­μνα αυτής περισπάση ημάς εκ της αγάπης του Θεού; Τι ηδεία εστίν η συντυχία των πνευματικών ημών αδελφών, εάν δυνηθώ μεν φυλάξαι μετ ‘ αυτής και την μετά του Θεού;

Λοιπόν, καλόν εστί φροντίσαι και περί τούτων, έως αν επιτρέπη το αρμόζον τούτο δε εστί το μη πεσείν, προφάσει τούτου, της κρυπτής εργασίας και πολιτείας και αδιαλείπτου ομιλίας της προς τον Θεόν. Η γαρ σύγχυσις του δευτέρου, εκ της του πρώτου συστάσεως. Ουχ ικανοί δε ο νους προς δυο ομιλίας.

Η θεωρία των κοσμικών σύγχυσιν τη αποταξαμένη αυτούς ψυχή ποιεί δια το έργον του Θεού. Και των μεν πνευματικών αδελφών η αδιάλειπτος ομιλία βλάπτει, των δε κοσμικών η θεωρία η εξώτερα και μόνη.

Την πράξιν την σωματικήν ου κωλυει η απάντησις των αισθήσεων, ο δε θέλων εκ της ειρήνης της διανοίας τρυγήσαι την χαράν εν τη εργασία τών κρυπτών και εκ των φωνών, χωρίς θεωρίας, ταράσσεται εις την ανάπαυσιν της καρδίας αυτού.

Η νέκρωσις η εσωτέρα χωρίς της αργίας των αισθήσεων ουχ ίσταται, και η σωματική πολιτεία εξυπνισμόν των αισθήσεων θέλει, η δε ψυχική πολιτεία τον εξυπνισμόν της καρδίας.

Ώσπερ εν τη φύσει κρείττων εστίν η ψυχή του σώματος, ούτω κρείσσόν εστί το έργον της ψυχής του σώματος. Και ώσπερ εν πρώτοις προηγήσατο η πλάσις του σώματος του εμφυσήματος, ούτω και τα σωματικά έργα προηγείται του έργου της ψυχής.

Μεγάλη δύναμις η μικρά πολιτεία η αεί διαμένουσα, και σταγών απαλή διαμένουσα την πέτραν την σκληράν κοιλαίνει.

Όταν προσεγγίση αναστήναι εν σοι ο πνευματικός άνθρωπος, η νέκρωσις η εκ πάντων εξυπνίζεται εν σοι και θερμαίνεται η χαρά εν τη ψυχή σου τη ανομοίω της κτίσεως και συγκλείονται οι λογισμοί σου εντός σου εν τη ηδύτητι τη εν τη καρδία σου.

Καί όταν μέλλη ο κόσμος αναστήναι εν σοι, ο μετεωρισμός της διανοίας πληθύνεται εν σοι και το φρόνημα το μικρόν τε και άστατον. Κόσμον δε καλώ τα πάθη, άπερ κυίσκει ο μετεωρισμός, και όταν τεχθώσι και τελειωθώσι, γίνονται αμαρτίαι και αποκτείνουσι τον άνθρωπον. Ώσπερ ου γεννώνται τέκνα χωρίς μητρός, ούτως ου γεννώνται τα πάθη χωρίς του μετεωρισμού της διανοίας, και ουδέ τελείωσις της αμαρτίας χωρίς της ομιλίας των παθών.

Όταν πληθυνθή η υπομονή εν ταίς ψυχαίς ημών, σημείον εστίν, ότι ελάβομεν εν τω κρυπτώ την χάριν της παρακλήσεως. Η ισχύς της υπομονής ισχυρότερα εστί των εννοιών της χαράς των εμπιπτουσών εν τη καρδία.

Η ζωή εν Θεώ, η κατάπτωσις των αισθήσεων εστίν. Ότε δε ζήσει η καρδία, καταπίπτουσιν αι αισθήσεις. Η ανάστασις των αισθήσεων εστίν η νέκρωσις της καρδίας. Και όταν αύται αναστώσι, σημείον εστί της νεκρώσεως της καρδίας από του Θεού.

Εκ των αρετών των μεταξύ των ανθρώπων πραττομένων ου λαμβάνει η συνείδησις την ευθύτητα.

Αρετή, ην δι’ άλλων πράττει τις, ου δύναται καθάραι την ψυχήν, προς γαρ μισθόν έργων λογίζεται ενώπιον του Θεού. Ην δε εν εαυτώ ποιήσει άνθρωπος, προς τελείαν λογίζεται αρετήν και τελειοί τα αμφότερα και προς ανταπόδοσιν λογίζεται και καθαρότητα εμποιεί. Διά τουτο χωρίσθητι του πρώτου και ακολούθησον τω δευτέρω. Εκτός γαρ μερίμνης της εν τούτω, το καταλείψαι το άλλο, έκπτωσις φανερά εκ του Θεού. Το δευτερον δε, και τον τόπον του πρώτου αναπληροί χωρίς ενεργείας αυτού.

Η ανάπαυσις και η αργία, απώλεια ψυχής εστί και πλείω των δαιμόνων δύνανται βλάψαι αύται. Το σώμα το ασθενές, όταν καταναγκάσης εις έργα περισσότερα της δυνάμεως αυτού, σκότωσιν επί σκοτώσει εντίθης τη ση ψυχή και σύγχυσιν αυτή μάλλον επιφέρεις. Το δε σώμα το ισχυρόν, εάν τη αναπαύσει και τη αργία εκδός, πάσα κακία τελειούται εν τη ψυχή τη οικούση εν αυτώ, και εάν τις μεγάλως επιθυμή το αγαθόν, αλλά μετά μικρόν και αυτήν την έννοιαν του αγαθού, ην είχεν, αίρει απ’ αυτού.

Όταν η ψυχή μεθυσθή εν τη χαρά της ελπίδος αυτής και εν τη ευφροσύνη του Θεού, αναισθητεί το σώμα των θλίψεων, καν ασθενές η βαστάζει γαρ διπλούν βάρος και ουκ ατονεί, αλλά συναπολαύει και συνεργεί το σώμα εν τη τρυφή της ψυχής, και εάν ή ασθενές, όταν εισέλθη η ψυχή εις εκείνην την χαράν του Πνεύματος.

Εαν φυλάξης την γλώσσαν σου, ώ αδελφέ, δίδοταί σοι παρά Θεού η χάρις της κατανύξεως της καρδίας, του θεάσασθαι εν αυτή την ψυχήν σου, και εν ταύτη εισέρχη εις την χαράν του πνεύματος. Εάν δε η γλώσσα σου νικήση σε, πίστευσόν μοι εις όπερ λέγω σοι, ότι ουδέποτε δυνήση εξειλήσαι εκ της σκοτώσεως.

Εαν μη έχης καρδίαν καθαράν, έχε καν στόμα καθαρόν, ως ο μακάριος Ιωάννης είπεν. Όταν θελήσης νουθετήσαι τίνα εις το αγαθόν, πρώτον ανάπαυσον αυτόν σωματικώς, και τίμησον αυτόν εν λόγω αγάπης. Ουδέν γαρ ούτως αιδείσθαι πείθει τον άνθρωπον και μεταλλαγήναι ποιεί από της κακίας αυτού επί τα βελτίονα, ει μη τα σωματικά αγαθά και η τιμή ήνπερ θεωρεί από σου.

Όσον γαρ εις τον αγώνα τον υπέρ του Θεού εισέλθη τις, τοσούτον παρρησιάζεται η καρδία αυτού εν τη ευχή αυτού. Και όσον εκ πολλών ελκυσθή ο άνθρωπος, στερείται της βοηθείας του Θεού.

Μή λυπού εις τάς πηρώσεις του σώματος διότι ο Θεός αναλαμβάνει αυτάς από σου τελείως. Μη φοβού θάνατον διότι ο Θεός ητοίμασε του ποιήσαί επάνωθεν αυτού.

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.