Λόγος ΟΒ'
Περιέχων υποθέσεις ωφελίμους πεληρωμένας της σοφίας του πνεύματος.

Συγγραφέας:


Η πίστις η θυρα εστί των μυστηρίων. Καθάπερ γαρ οι σωματικοί οφθαλμοί τοις αισθητοίς πράγμασιν, ούτω και η πίστις τοις οφθαλμοίς τοις κρυπτοίς. Εν τοις νοεροίς οφθαλμοίς οφθαλμούς μεν δυο ψυχικούς κεκτήμεθα, καθώς λέγουσιν οι πατέρες, καθάπερ τους δυο οφθαλμούς του σώματος, και ουχ η αυτή χρεία της θεωρίας εν εκάστω. Εν ενί μεν γαρ οφθαλμώ ορώμεν τα κρυπτά της δόξης του Θεού τα κεκρυμμένα εν ταίς φύσεσιν, ήγουν την δύναμιν αυτού και την σοφίαν και την πρόνοιαν την συναΐδιον την περί ημάς, την καταλαμβανομένην εκ της μεγαλειότητος της κυβερνήσεως αυτού είς ημάς. Ομοίως δε και τα τάγματα τα ουράνια εν τουτω τω οφθαλμώ θεωρούμεν τα σύνδουλα ημών.

Εν δε τω ετέρω οφθαλμώ θεωρούμεν την δόξαν της φύσεως αυτού της αγίας, ότε ευδοκήσει ο Θεός εισάξαι ημάς είς τα μυστήρια τα πνευματικά και την θάλασσαν της πίστεως ανοίξει εν τη διανοία ημών.

Χάρις μετά χάριν μετά το βάπτισμα η μετάνοια εδόθη τοις ανθρώποις. Μετάνοια γαρ εστίν αναγέννησις δευτέρα εκ του Θεού. Και όνπερ εκ της πίστεως αρραβώνα εδεξάμεθα, δια της μετανοίας το χάρισμα αυτού εκδεχόμεθα. Μετάνοια εστίν η θύρα του ελέους, η ανεωγμένη τοις διώκουσιν αυτήν. Διά της θύρας ταύτης εισερχόμεθα προς το θείον έλεος, και εκτός ταύ­της της εισόδου ουχ ευρήσομεν έλεος. Διότι «πάντες ήμαρτον», κατά την θείαν Γραφήν, «δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι». Η μετάνοια εστίν η χάρις η δευτέρα και τίκτεται εν τη καρδία εκ της πίστεως και του φόβου, ο φόβος δε εστί ράβδος πατρική η κυβερνώσα ημάς, έως αν φθάσωμεν εις τον παράδεισον των αγαθών, τον πνευματικόν, και όταν εκεί φθάσωμεν, αφίησιν ημάς και στρέφεται.

Παράδεισος εστίν η αγάπη του Θεού, εν η η τρυφή πάντων των μακαρισμών, όπου ο μακάριος Παύλος ετράφη τροφήν παρά την φύσιν, και αφ’ ου εγεύσατο του ξύλου της ζωής εκείσε, έκραξε λέγων «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν». Εκ του ξύλου τούτου εκωλύθη ο Αδάμ δια της συμβουλής του διαβόλου.

Τό ξύλον της ζωής εστίν η αγάπη του Θεού, αφ’ ης εξέπεσεν ο Αδάμ και ουκ έτι απήντησεν αυτόν η χαρά, αλλ’ εν τη γη των ακανθών εργάζετο και εκοπία. Οι της αγάπης του Θεού στερηθέντες, άρτον ιδρώτος εσθίουσιν εν τοις έργοις αυτών, καν ευθύτητι πορεύωνται, όν ο πρωτόπλαστος επετράπη φαγείν μετά την έκπτωσιν. Έως αν εύρωμεν την αγάπην, εν τη γη των ακανθών εστίν η εργασία ημών και εν μέσω των ακανθών σπείρομεν και θερίζομεν, καν και ο σπόρος ημών γένηται σπόρος δικαιοσυνης, και εν πάση ώρα κεντούμεθα εξ αυτών, και οπόσον αν δικαιωθώμεν, εν ιδρώτι του προσώπου ημών ζώμεν.

Και όταν εύρωμεν την αγάπην, άρτον ουράνιον τρεφόμεθα και ενδυναμούμεθα άνευ έργου και κόπου. Ο ουράνιος άρτος εστίν ο Χριστός, ο κατελθών εκ του ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω. Και αύτη εστίν η τροφή των Αγγέλων.

Ο ευρών την αγάπην, τον Χριστόν εσθίει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και αθάνατος γίνεται εκ τούτου. «Ο τρώγων», φησίν, «εκ του άρτου, όν εγώ δώσω αυτώ, θάνατον ουκ όψεται εις τον αιώνα». Μακάριος εστίν ο εσθίων εκ του άρτου της αγάπης, ός εστίν Ιησούς. Ότι δε ο εσθίων εκ της αγάπης τον Χριστόν εσθίει τον επί πάντων Θεόν, μαρτυρεί Ιωάννης λέγων, «ο Θεός αγάπη εστί».

Λοιπόν ζωήν εκ του Θεού καρπούται ο εν τη αγάπη ζών, και εν τω κόσμω τούτω του αέρος εκείνου της αναστάσεως οσφραίνεται εκ των ώδε. Εν τούτω τω αέρι τρυφώσιν οι δίκαιοι εν τη αναστάσει. Η αγάπη εστίν η βασιλεία, ην επηγγείλατο ο Κύριος μυστικώς τοις Αποστόλοις φαγείν εν τη βασιλεία αυτού. Το γαρ εσθίετε και πίνετε εν τη τραπέζη της βασιλείας μου τι εστίν, ει μη αγάπη; Ικανή γαρ θρέψαι τον άνθρωπον η αγάπη αντί βρώσεως και πόσεως.

Ούτος εστίν ο οίνος, ο ευφραίνων καρδίαν ανθρώπου. Μακάριος ο πιών εκ του οίνου τούτου. Εκ τούτου έπιον οι ακόλαστοι και ηδέσθησαν, και οι αμαρτωλοί και επελάθοντο τάς οδους των προσκομμάτων, και οι μέθυσοι και εγένοντο νηστευταί, και οι πλούσιοι και επεθύμησαν την πτωχείαν, και οι πένητες και επλούτησαν τη ελπίδι, και οι άρρωστοι και εγένοντο δυνατοί, και οι ιδιώται και εσοφίσθησαν.

Ώσπερ ου δυνατόν εστί περάσαι την θάλασσαν την μεγάλην χωρίς πλοίου και καράβου, ούτως ου δύναται τις περάσαι χωρίς φόβου προς την αγάπην. Την θάλασσαν την οζομένην, την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού παραδείσου, δια καράβου της μετανοίας παρελθείν δυνάμεθα της εχούσης τους κωπηλάτας του φόβου. Εάν δε οι κωπηλάται ούτοι του φόβου ου κυβερνώσι το πλοίον τούτο της μετανοίας, δι’ ης διερχόμεθα την θάλασσαν του κόσμου τούτου προς τον Θεόν, καταποντιζόμεθα εν τη οζομένη θαλάσση. Η μετάνοια εστί το πλοίον, ο φόβος δε ο κυβερνήτης αυτού, η αγάπη ο λιμήν ο θεϊκός.

Καθίζει ουν ημάς ο φόβος εν τω πλοίω της μετανοίας και διαβιβάζει ημάς την θάλασσαν του βίου την οζομένην και προς τον λιμένα τον θείον, ός εστίν η αγάπη, οδηγεί ημάς εις όν πειρώσι πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι εν τη μετανοία. Και ότε φθάσομεν την αγάπην, εφθάσαμεν εις τον Θεόν, και η οδός ημών ετελειώθη, και διέβημεν προς την νήσον, την εκείθεν του κόσμου ούσαν, όπου ο Πατήρ και ο Υιός και το άγιον Πνεύμα. Αυτώ η δόξα και το κράτος, και ημάς αξίους ποιήσοι της δόξης αυτού και της αγάπης της δια του φόβου αυτού. Αμήν.