Λόγος ΙΣΤ'
Περί των τρόπων των αρετών.

Συγγραφέας:


Η άσκησις μήτηρ του αγιασμού εστίν, εξ ου γεννάται η πρώτη γευσις της αίσθήσεως των μυστηρίων του Χριστού, ήτις καλείται πρώτη τάξις της επιγνώσεως του Πνεύματος. Μηδείς πλανήση εαυτόν και φαντασθή μαντείας.Ψυχή γαρ η μεμιασμένη ουκ ανέρχεται εις καθαράν βασιλείαν, ουδέ συνάπτεται τοις πνεύμασι των αγίων. Ξέσον το κάλλος της σωφροσύνης σου εν δάκρυσι και νηστείαις και τη καθ’ εαυ­τόν ησυχία. Θλίψις μικρά δια τον Θεόν γινομένη κρείσσων εστί μεγάλου έργου του αθλίπτως τελουμένου. Διότι η εκούσιος θλίψις το δοκίμιον της πίστεως τη αγάπη ανατέλλει, το δε έργον της αναπαύσεως εκ του κάρου της συνειδήσεως γίνεται.

Δία τούτο εν θλίψεσιν εδοκιμάσθησαν οι άγιοι περί της αγάπης του Χριστού, και ουχί εν ανέσει. Διότι το χωρίς κόπου γινόμενον έργον η δικαιοσύνη εστί των κοσμικών, οίτινες εκ των έξωθεν ποιούσιν ελεημοσύνην και ουκ εν εαυτοίς κερδαίνουσι. Σύ δε, ώ αγωνιστά και μιμητά του πάθους του Χριστού, εν σεαυτώ αγώνισαι, ίνα αξιωθής γεύσασθαι της δό­ξης αυτόν. «Είπερ γαρ συμπάσχομεν, και συνδοξαζόμεθα». Ου συνδοξάζεται ο νους μετά του Ιησού, εάν μη συμπάσχη το σώμα όπερ του Χριστού. Λοιπόν ο καταφρονών της ανθρωπίνης δόξης, ούτος εστίν ο της δόξης του Θεού αξιούμενος και δοξάζεται το σώμα αυτόν μετά της ψνχής. Η γαρ δόξα τον σώματος υποταγή εστί σωφροσύνης μετά τον Θεον, η δόξα δε τον νου η θεωρία εστίν η αληθινή περί τον Θεον, Η αληθινή υποταγή διπλή εστίν, εν έργοις και ονειδίσεσι. Όταν ούν πάσχη το σώμα, και η καρδία συμπάσχη αυτώ. Εάν ου γινώσκης τον Θεόν, ου δυνατόν κινηθήναι εν σοι την αγάπην αυ­τόν, και ου δύνασαι αγαπήσαι τον Θεον, εάν μη ίδης αυτόν. Η όρασις δε τον Θεόν εκ τον γινώσκειν αυτόν εστίν. Ου προηγείται γαρ η θεωρία αυτόν της γνώσεως αυτόν.

Ευχή

Αξίωσόν με, Κύριε, γινώσκειν σε και αγαπάν, ουκ εν τη γνώσει, τη εν τω σκορπισμώ του νου, τη εκ της γυμνασίας γινομένη, αλλ’ αξίωσόν με εκείνης της γνώσεως, εν η ο νους, θεωρών σε, δοξάζει την φύσιν σου εν τη θεωρία τη κλεπτούση την αίσθησιν τον κόσμου από της διανοίας. Αξίωσόν με υψωθήναι εκ της θέας του θελήματος της γεννώσης τάς φαντασίας, και ιδείν σε εν τη βία τον δεσμόν του σταυρού, εν τω μέρει τω δεντέρω της του νου σταυρώσεως, τον εν ελευθερία αποπανομένον από της ενεργείας των νοημάτων εν τη διηνεκεί σου θεωρία, τη υπέρ φύσιν. Θες εν εμοί αύξησιν της αγά­πης σου, ίνα οπίσω του έρωτός σου έλθω εκ του κόσμου τούτου. Κίνησον εν εμοί την κατανόησιν της ταπεινώσεως σου, εν η εν τω κόσμω ανεστράφης, εν τω καταλύματι, ω εφόρεσας εκ των μελών ημών, μεσιτεία της αγίας Παρθένου, ίνα, εν τη αδιαλείπτω και ανεπιλήστω μνήμη ταύτη, δέξωμαι μετά ηδο­νής την ταπείνωσιν της φύσεως μου.

Δύο τρόποι είσι του ανελθείν εν τω σταυρώ ο είς η σταύρωσις του σώματος, και ο δεύτερος το ανελθείν είς θεωρίαν. Και ο μεν πρώτος εκ της ελευθερίας των παθών, ο δε δεύτερος εκ της ενεργείας των έργων γίνεται του πνεύματος. Ούχ υποτάσσεται ο νους, εάν μη το σώμα υποταγή αυτώ. Η βασιλεία του νου η σταύρωσις εστί του σώματος, και ούχ υποτάσσεται ο νους τω Θεώ, εάν μη υποταγή το αυτεξούσιον τω λογικώ.

Δύσκολον εστίν εκδούναι τίνα υψηλά τω έτι αρχαρίω όντι και νηπίω τη ηλικία. «Ουαί σοι πόλις, ης ο βασιλεύς σου νεώτερος εστίν». Ός τις υποτάξει εαυτόν τω Θεώ, εγγύς εστί του υποταγήναι αυτώ τα πάντα. Τω γνόντι εαυτόν, η γνώσις των πάντων δίδοται αυτώ. Το γαρ γινώσκειν εαυτόν, πλήρωμα της γνώσεως των απάντων εστί. Και εν τη υποταγή της ψυχής σου υποταγήσεται σοι τα πάντα. Εν τω καιρώ, εν ω η ταπείνωσις βασιλεύει εν τη διαγωγή σου, υποτάσσεται σοι η ψυχή σου και μετ’ αυτής υποταγήσεται σοι τα πάντα διότι γεννάται εν τη καρδία σου ειρήνη εκ του Θεού. Όσον δ’ εί έξω ταύτης, ου μόνον εκ των παθών, αλλά και εκ των συμβάσεων συνεχώς μέλλεις καταδιωχθήναι.

Αληθώς, Κύριε, εάν μη ταπεινωθώμεν, ου παύη ταπεινών ημάς. Η αληθής ταπείνωσις γέννημα εστί της γνώσεως, και η γνώσις η αληθινή γέννημα των πειρασμών.