Λόγος ΙΕ'
Περί των ησυχαζόντων πότε άρχονται νοείν, που έφθασαν εν τοις έργοις αυτών εν τη απεράντω θαλάσση, ήτοι τη διαγωγή της ησυχίας, και πότε δύνανται ελπίσαι μικρόν, ότι ήρξαντο διδόναι αυτοίς οι κόποι αυτών καρπούς.

Συγγραφέας:


Λέγω σοι πράγμα, και μη διστάσης τούτον, μηδέ τοις λοιποίς μου λόγοις καταφρόνησης, ως ελαχίστου, διότι αληθείς οι παραδεδωκότες μοί είσιν. Ότι αλήθειαν λέγω σοι και εν τούτοις τοις λόγοις μου και εν άπασιν. Εάν κρέμασης σαυτόν από των βλεφάρων των οφθαλμών σου, έως αν φθάσης τα δάκρυα, μη νομίσης, ότι έφθασάς τι εν τη διαγωγή της πολιτείας σου. Μέχρι γαρ της άρτι τω κοσμώ υπηρετούσι τα κρυπτά σου, τουτέστιν εν τη διαγωγή των κοσμικών ίστασαι και δια του έξω ανθρώπου εργάζη το έργον του Θεού, ο δε έσω άνθρωπος άκμην άκαρπος εστίν ο γαρ καρπός αυτού εκ των δακρύων άρχεται. Όταν γαρ εις την χωράν αυτών φθάσης, τότε γίνωσκε, ότι εξήλθεν η διάνοια σου εκ της φυλακής του κόσμου τούτου και τέθεικε τον πόδα αυτής είς την πορείαν του καινού αιώνος και ήρξατο οσφραίνεσθαι του καινού αέρος εκείνου του θαυμαστού.

Και τότε άρχεται καταφέρειν τα δάκρυα. Ήγγικε γαρ η κύησις του πνευματικού νηπίου, διότι η χάρις, η κοινή πάν­των μήτηρ, κατεπείγεται τεκείν τη ψυχή θείον τύπον μυστικώς προς το φως του μέλλοντος αιώνος. Όταν δε φθάση ο καιρός του τοκετού, τηνικαύτα ο νους άρχεται κινείσθαι εν ενίοις των εκείσε, ώσπερ η αναπνοή, ην ανιμάται το βρέφος έσωθεν των μελών, εν οίς διατρέφεσθαι πέφυκε. Και δια το μη υπομένειν όπερ ουκ εστίν αυτώ σύνηθες, εξαίφνης άρχεται κινείν το σώμα είς κλαυθμόν, μεμιγμένον τη του μέλιτος γλυκύτητι. Και καθ’ όσον τρέφεται το ένδοθεν βρέφος, κατά τοσούτον και η προσ­θήκη των δακρύων γίνεται. Και αύτη η τάξις των δακρύων, ην έφην, ουκ εστίν εκείνη, η εκ διαλειμμάτων επισυμβαίνουσα τοις ησυχάζουσι διότι αύτη η παράκλησις η γινομένη από και­ρού είς καιρόν, παντί εστί γινομένω εν ησυχία μετά Θεού, και ποτέ μεν όντι εν τη θεωρία της διανοίας, ποτέ δε εν τοις λόγοις των Γραφών, ποτέ δε εν τη ομιλία της δεήσεως. Αλλά περί ταύτης λέγω, της ούσης τω αδιαλείπτως δακρύοντι νυκτός και ημέρας.

Όστις δε εν αληθεία και ακριβεία εύρε την αλήθειαν των τρόπων τούτων, εν τη ησυχία ταύτην εύρε. Γίνονται γαρ οί οφθαλμοί αυτού δίκην πηγής ύδατος μέχρι διετούς χρόνου ή και πλείω. Μετά δε ταύτα εισέρχεται είς την ειρήνην των λογισμών, από δε της ειρήνης των λογισμών εισέρχεται εις εκείνην την κατάπαυσιν, περί ης είπεν ο άγιος Παύλος, καθώς χωρεί η φύσις μερικώς, από δε της ειρηνικής καταπαύσεως άρχεται ο νους θεωρείν τα μυστήρια. Και τότε το άγιον Πνεύμα άρχεται αποκαλύπτειν αυτώ τα ουράνια, και ο Θεός οικεί εν αυτώ, και τον καρπόν του Πνεύματος διεγείρει εν αυτώ. Και εκ τούτου αι­σθάνεται της αλλοιώσεως της μελλούσης υποδέξασθαι την φύσιν την εσωτέραν εν τη ανακαινίσει των όλων, αμυδρώς πως και ως εν αινίγματι.

Ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν και παντός εντυγχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των Γραφών και των αληθινών στομάτων, και μικρόν άπ’ αυτής της πείρας, ίνα μοι γένηται βοήθεια, δια των προσευχών των ωφελουμένων εξ αυτών. Διότι ουκ ολίγον μόχθον κατεβαλόμην εις αυτά.

Άκουε δε πάλιν και ο μέλλω σοι λέγειν νυν, ο μεμάθηκα παρά αψευδούς στόματος. Όταν εισέλθης εις την χωράν της ειρήνης των λογισμών, τότε το πλήθος των δακρύων αφαι­ρείται από σου, και μετά ταύτα έρχονται σοι τα δάκρυα εν μέτρω και καιρώ τω προσήκοντι.

Αυτή εστίν εν αληθεία η ακρίβεια, ως εν συντόμω ειπείν και παρά πάσης της Εκκλησίας πιστεύεται.