Λόγος ΙΖ'
Περί ερμηνείας των τρόπων της αρετής, και τις η ισχύς εκάστου αυτών και τις η διαφορά εκάστου αυτών.

Συγγραφέας:


Η αρετή η σωματική εν τη ησυχία το σώμα καθαίρει εκ της ύλης της εν αύτω, η δε αρετή της διανοίας ταπεινοί την ψυχήν και διυλίζει αυτήν εκ των διανοημάτων των χονδρών, των απολλυμένων, ίνα μη διαλογίζηται εν τούτοις εμπαθώς, αλλά μάλλον κινήται εν τη θεωρία αυτής. Αύτη δε η θεωρία προσεγγίζει αυτήν είς την γύμνωσιν του νου, όπερ καλείται θεωρία άϋλος, και αύτη εστίν η πνευματική αρετή. Αύτη γαρ επαίρει την διάνοιαν εκ των επιγείων και προσεγγίζει αυτήν τη πρώτη θεωρία του Πνεύματος και προς τον Θεόν συνιστά την διάνοιαν και την θεωρίαν της δόξης της ανεκλαλήτου, ήτις εστί κίνησις νοημάτων της μεγαλωσύνης της φύσεως αυτού και χωρίζει αυτήν, εκ του κόσμου τούτου και της αισθήσεως αυτού. Και εκ τούτου προς την ελπίδα ημών εκείνην την αποκειμένην διαβεβαιούμεθα, και εν πληροφορία της τάξεως αυτής γινόμεθα. Και τούτο εστίν η πεισμονή, περί ης ο Απόστολος είπε, τουτέστιν η πληροφορία, εν η ευφραίνεται ο νους νοητώς, ήτοι τη ελπίδι τη επαγγελθείση ημίν. Τι δε εστί ταύτα και πώς έκαστον τούτων εστίν άκουσον.

Πολιτεία η σωματική η κατά Θεόν. Σωματικά δε έργα καλείται τα γινόμενα είς την κάθαρσιν της σαρκός εν τη πράξει της αρετής δι’ έργων φανερών, εν οίς διϋλίζηται τις εκ της ακαθαρσίας της σαρκός. Η δε πολιτεία της διανοίας εστί το έργον της καρδίας, το γινόμενον απαύστως εν τη φροντίδι της κρίσεως, ήτοι της δικαιοσύνης του Θεού και των κριμάτων αυ­τού, και η αδιάλειπτος ευχή της καρδίας και η έννοια της προ­νοίας και της επιμελείας του Θεού, της εν τούτω τω κόσμω ομού γινομένης ειδικώς και ολικώς και το φυλάξαι τα πάθη τα κρυπτά, ίνα μη απαντήση τι εξ αυτών εν τη χώρα τη κρυπτή και πνευματική. Τούτο το έργον της καρδίας, όπερ καλείται πο­λιτεία της διανοίας.

Εν τούτω τω έργω της πολιτείας, όπερ καλείται πράξις ψυχική, λεπτύνεται η καρδία και χωρίζεται από της κοι­νωνίας της ηφανισμένης ζωής, της παρά φύσιν ούσης. Εξ ων άρχεται κινείσθαί ποτέ συνιέναι και διανοείσθαι εν τη θεωρία των αισθητών, των κτισθέντων είς την χρείαν και αύξησιν του σώματος, και πώς εν τη διανοία αυτών δίδοται δύναμις τοις τέσσαρσι στοιχείοις τοις εν τω σώματι.

Η δε πολιτεία η πνευματική εστί πράξις χωρίς αισθήσεων,και αύτη εστίν η υπό των Πατέρων γραφείσα, ην ότε οινόες των αγίων δέξονται, η τε υποστατική θεωρία και η παχύτης του σώματος εκ μέσου παραλαμβάνεται, και έκτοτε η θεωρία γίνεται νοητή θεωρίαν γαρ υποστατικήν καλών την κτίσιν της πρώτης φύσεως. Και εκ ταύτης της θεωρίας της υποστατι­κής ευκόλως ανάγεται εις την επίγνωσιν της μοναδικής πολι­τείας, ήτις εστίν, εν τη εξηγήσει τη φανερά, το θαυμάσαι τον Θεόν. Αύτη εστίν η κατάστασις η μεγάλη των μελλόντων αγαθών, η διδομένη εν τη ελευθερία της αθανάτου ζωής, εν τη δια­γωγή τη μετά την ανάστασιν. Διότι ου παύεται η φύσις η ανθρωπίνη εκείσε αεί θαυμάζειν τον Θεόν και μη εννοούσα τι όλως περί των κτισμάτων. Εί ην γαρ τι όμοιον τω Θεώ, είχεν αν κινηθήναι προς αυτό ο νους, ποτέ μεν εν τω Θεώ, ποτέ δε εν τούτω. Επεί δε πάσα η ωραιότης των γινομένων εν τη καινότητι τη μελλούση κατωτέρα της ωραιότητας αυτού εστί, πώς δύναται η διάνοια εξελθείν τη θεωρία αυτής έξωθεν της του Θεού ωραιότητος; Τί ούν; το αποθανείν λυπεί αυτόν; Αλλά η βάρησις της σαρκός; άλλ’ η μνήμη των ιδίων αυτού; άλλ’ η χρεία της φύσεως; αλλ΄ αι συμφοραί; αλλ’ αι εναντιώσεις, η με­τεωρισμός άγνωστος, ή ατελειότης της φύσεως, η εν τοις στοιχείοις περικύκλωσις, ή συντυχία τινός μετά τίνος, ή ακηδία, ή κατάκοπος μόχθος του σώματος; Ουδαμώς.

Αλλά ταύτα πάντα, εί και εν τω κοσμώ γίνονται, όμως εν τω καιρώ εκείνω, ότε εξαρθή το κάλυμμα των παθών εκ των οφθαλμών της διανοίας και κατόπτευση εκείνην την δόξαν, ευθύς υψούται η διάνοια εν εκπλήξει. Και εί μη, ότι ο Θεός όρον τέθεικεν εν τη ζωή ταύτη τοις τοιούτοις πράγμασι πόσον δει βραδύνειν εν αυτοίς, και όμως, εί συνεχωρήθη εν πάση τη ζωή του ανθρώπου, ουκ είχον εξελθείν εκείθεν εκ της θεωρίας αυτών, πόσον μάλλον εκεί οπού ταύτα όλα ουκ είσιν (η αρετή γαρ εκείνη αόριστος εστί), και εν αυτοίς τοις πράγμασιν οποίο στατικώς εσόμεθα ένδοθεν βασιλικών αυλών, εί αξιωθώμεν δια της πολιτείας ημών;

Πως ούν δύναται πάλιν η διάνοια εξελθείν και μακρυνθήναι εκ της θαυμαστής και θεϊκής θεωρίας εκείνης και πεσείν εν άλλω πράγματι; Ουαί ημίν, ότι ου γνωρίζομεν τάς ψυχάς ημών, ουδέ είς ποίαν πολιτείαν εκλήθημεν, και την ζωήν ταύτην της ασθενείας και την κατάστασιν των ζώντων και τάς θλίψεις του κόσμου και αυτόν τον κόσμον και τάς κακίας αυτού και τάς αναπαύσεις αυτού λογιζόμεθα, ότι εισί τι.

Ευχή

Αλλ’, ω Χριστέ, ο μόνος δυνατός, μακάριος ου η αντίληψις αυτού παρά σοι και αναβάσεις εν τη καρδία αυτού διέθετο. Σύ, Κύριε, απόστρεψον τα πρόσωπα ημών εκ του κόσμου εν τη επιθυμία σου, έως αν ίδωμεν αυτόν όπερ εστί, και μη πιστεύσωμεν τη σκιά, ώσπερ τη αληθεία. Καινοποιήσας, εγκαίνισον εν τη διανοία ημών, Κύριε, σπουδήν προ του θανάτου. Όπως εν τη ώρα της εξόδου ημών γνώμεν, πώς ην η είσοδος ημών και η έξοδος είς τον κόσμον τούτον, έως αν τελειώσωμεν το έργον, είς ο εκλήθημεν κατά το θέλημα σου εν τη ζωή ταύτη πρώτον, και μετά ταύτα ελπίσωμεν εν διανοία πεπληρωμένη πεποιθήσεως δέξασθαι τα μεγάλα, κατά την επαγγελίαν των Γραφών, α ητοίμασεν η αγάπη σου εν τη δευτέρα καινουργία, ων η μνήμη αυτών φυλάττεται εν τη πίστει των μυστηρίων.

Περί καθάρσεως τον σώματος και της ψυχής και του νου

Η κάθαρσις του σώματος εστίν οσιότης εκ του μολυσμού της σαρκός. Η κάθαρσις της ψυχής εστίν η ελευθερία των κρυπτών παθών των εν τη διανοία συνισταμένων. Η κά­θαρσις δε του νοός εστίν εν τη των μυστηρίων αποκαλύψει καθαίρεται γαρ εκ πάντων των υποπιπτόντων τη αισθήσει εν τω τρόπω της παχύτητος αυτών. Και τα παιδία τα μικρά αγνά είσι τω σώματι και απαθή τη ψυχή, και ουδείς καλεί αυτά καθαρά τω νώ η καθαρότης γαρ του νου εστίν η τελειότης εν τη αναστροφή της ουρανίου θεωρίας της εκτός των αισθήσεων, κινουμένου εν τη δυνάμει τη πνευματική, των άνω κατακοσμήσεων, των αναριθμήτων θαυμάτων του ουρανίου κόσμου εκείνου, ων η διαγωγή μεμέρισται εξ αλλήλων των λεπτών εν τη αοράτω διακονία αυτών, των εν τη εννοία όντων των θεϊκών αποκαλύψεων, των συνεχών εν τη αλλοιώσει αυτών εν πάση ώρα.

Αυτός ο Θεός ημών αξιώσαι ημάς αεί θεωρείν αυτόν εν γυμνότητι νου, και μετά ταύτα αμέσως είς αιώνας αιώνων. Αυτώ η δόξα, Αμήν.