Λόγος ΙΗ'
Περί του πόσον γίνεται το μέτρον της γνώσεως και τα μέτρα τα περί της πίστεως.

Συγγραφέας:


Έστι γνώσις προηγουμένη της πίστεως, και έστι γνώσις τικτομένη εκ της πίστεως. Η γνώσις η προηγουμένη της πίστεως εστί γνώσις φυσική, η δε τικτομένη εκ της πίστεως γνώσις εστί πνευματική. Εστί δε γνώσις φυσική διακρίνουσα το καλόν εκ του κακού, ήτις και καλείται διάκρισις φυσική, εν η γινώσκομεν το καλόν εκ του κακού φυσικώς άνευ μαθήσεως. Ταύτην έθετο ο Θεός εν τη λογική φύσει, εκ δε της μαθήσεως αύξησιν και προσθήκην λαμβάνει. Ουκ έστι τις ο ταύτην μη έχων.

Και αύτη η δύναμις της γνώσεως της φυσικής της λογικής ψυχής, η διάκρισις εστί του κάλου και του κάκου, η κι­νούμενη εν αυτή απαύστως. Και οι στερηθέντες αυτής κάτωθεν της λογικής φύσεως εστίν, οι δε έχοντες ταύτην ορθώς εν τη ψυχική φύσει ίστανται και ουκ έχουσί τίνα αφανισμόν εν οίς έδωκεν ο Θεός τη φύσει προς τιμήν των λογικών αότού. Τους δε ταύτην την διάγνωσιν απολέσαντας, την διακρίνουσαν το καλόν εκ του κακού, ονειδίζει ο Προφήτης λέγων «άνθρωπος εν τιμή ων, ου συνήκεν».

Η τιμή της λογικής φύσεως η διάκρισις εστίν, η διακρίνουσα το καλόν εκ του κακού. Και δικαίως τους απολέσαντας ταύτην ωμοίωσε τοις ανοήτοις κτήνεσι, τοις μη έχουσι το λογικόν και διακριτικόν. Εν ταύτη δυνατόν εστίν ημίν εύρειν την οδόν του Θεού. Και αύτη εστίν η γνώσις η φυσική και αύτη προηγείται της πίστεως και αύτη οδός εστί προς τον Θεόν. Και εν ταύτη γινώσκομεν το καλόν εκ του κακού διακρίναι και δέξασθαι την πίστιν. Και μαρτυρεί η δύναμις της φύσεως, ότι πρέπει τω ανθρώπω πιστεύσαι τω παραγαγόντι εις την κτίσιν ταύτα πάντα και πιστεύσαι τοις λόγοις των εντολών αυτού και ποιήσαι αυτούς. Και εκ του πιστεύσαι τίκτεται ο φόβος του Θεού, και ότε ακολουθήσει τοις έργοις και προς μικρόν ανέλθη προς εργασίαν, τίκτει την γνώσιν την πνευματικήν, ην είπομεν τίκτεσθαι εκ της πίστεως.

Η φυσική γνώσις ήτις εστίν η διάκρισίς του καλού και του κακού, η υπό του Θεού εντεθείσα τη φύσει ημών, αύτη πείθει ημάς, ότι δει πιστεύειν τω Θεώ, τω παραγαγόντι τα πάντα. Και η πίστις ποιεί εν ημίν τον φόβον, και αναγκάζει ημάς ο φόβος μετανοήσαι και εργάσασθαι. Και ούτω δίδοται η πνευματική γνώσις τω ανθρώπω, ήτις εστίν αίσθησις των μυστηρίων, ήτις γεννά την πίστιν της αληθούς θεωρίας. Ούχ απλώς δε όντως εκ πίστεως μόνης ψιλής γεννάται η γνώσις η πνευμα­τική, άλλ’ η πίστις φόβον Θεού γεννά και εν τω φόβω του Θεού, όταν αρξώμεθα ενεργείν εν αυτώ, εκ της ενεργείας του φόβου του Θεού τίκτεται η γνώσις η πνευματική, καθάπερ είπεν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι, ότε τις κτήσεται θέ­λημα ακόλουθον τω φόβω του Θεού και τη ορθή φρονήσει, τα­χέως λαμβάνει την αποκάλυψιν των κρυπτών. Καλεί δε αποκάλυψιν των κρυπτών, την γνώσιν την πνευματικήν.

Ουχ ο φόβος δε του Θεού τίκτει ταύτην την γνώσιν την πνευματικήν (διότι όπερ ουκ εστίν εν τη φύσει κείμενον, γεννηθήναι ου δύναται), αλλά δόσις δίδοται αυτή η γνώσις τη εργασία του φόβου του Θεού. Ηνίκα ερευνήσεις καλώς το έργον του φόβου του Θεού, ευρίσκεις ότι αύτη εστίν η μετάνοια και η γνώσις η πνευματική ενταύθα. Αύτη εστίν ην είπομεν, ότι, όνπερ εν τω βαπτίσματι εδεξάμεθα τον αρραβώνα αυτού, δια της μετανοίας πάντως δεχόμεθα το χάρισμα αυτού. Και το χάρισμα, όπερ είπομεν, ότι δια της μετανοίας λαμβάνομεν αυτό, αυτή εστίν η γνώσις η πνευματική, η δια της ενεργείας του φό­βου διδομένη δόσις. Η πνευματική δε γνώσις εστίν η αίσθησις των κρυπτών, και όταν αισθηθή τις τούτων των αοράτων και κατά πολύ υπερβαλλόντων, εκ τούτων λαμβάνει όνομα της πνευματικής γνώσεως, και γεννάται εν τη αίσθήσει ταύτη τις πίστις άλλη, ουκ εναντία ούσα εκείνη τη πρώτη, αλλά βεβαιού­σα την πίστιν εκείνην. Και καλούσιν αυτήν πίστιν της θεωρίας. Έως εκεί η ακοή, νυν δε θεωρία, η δε θεωρία της ακοής ασφαλεστέρα υπάρχει.

Ταύτα πάντα εκ της γνώσεως εκείνης, της διακρινούσης το καλόν εκ του κακού, της εν τη φύσει ούσης, τίκτονται. Και αυτή εστίν ο σπόρος ο αγαθός της αρετής, και ήδη ελέχθη. Και ότε ταύτην την φυσικήν γνώσιν καλύψομεν τω θελήματι ημών τω φιληδόνω, εκ πάντων των αγαθών τούτων εκπίπτομεν.

Και ακολουθεί ταύτη τη φυσική γνώσει κέντησις διηνεκής της συνειδήσεως, μνήμη του θανάτου αδιάλειπτος, και φροντίς τις, βάσανος ούσα έως της εξόδου ταύτης. Μετά ταύ­την, η λύπη, η κατήφεια, ο φόβος του Θεού, η αιδώς η εκ της φύσεως, η λύπη η υπέρ των αμαρτιών αυτού των προτέρων, η πρέπουσα σπουδή, η μνήμη της κοινής οδού, και φροντίς περί των εφοδίων αυτής, και αίτησις μετά πένθους παρά του Θεού καλώς εισελθείν είς την πύλην ταύτην, ήτις εστίν η διάβασις πάσης της φύσεως, καταφρόνησις κόσμου και πολύς αγών υπέρ της αρετής.

Ταυτά πάντα εν τη γνώσει τη φυσική ευρίσκεται. Συγκρινέτω ούν τις τα έργα αυτού προς ταύτα. Ότε γαρ ευρέθη άνθρωπος εν τούτοις, εν τη οδώ τη φυσική πορεύεται, και όταν υπεραρθή τούτων και φθάση είς την αγάπην, υπεραίρεται υπέρ την φύσιν και παρέρχεται εξ αυτού ο αγών και ο φόβος και ο κόπος και ο μόχθος εν πάσι ταύτα τα παρεπόμενα τη φυσική γνώσει, και ταύτα ευρίσκομεν εν εαυτοίς, όταν μη καλύψωμεν αυτήν τω θελήματι ημών τω φιληδόνω, και εν τούτοις γινόμεθα, έως αν φθάσωμεν την αγάπην, ήτις ελευθεροί ημάς εκ πάντων τούτων.

Εκ τούτων των ρηθέντων συγκρινέτω τις και εξεταζέτω εαυτόν εν ποίοις πορεύεται, εν τοις παρά φύσιν ούσιν, ή εν τοις κατά φύσιν, ή εν τοις υπέρ φύσιν. Εκ των τρόπων των ρηθέντων φανερώς και ταχέως δύναται τις ευρείν την κυβέρνησιν της όλης ζωής αυτού. Και όταν μη ευρεθή τοις κατά φύσιν ρηθείσιν υφ’ ημών, ως ωρίσαμεν, και εν τοις υπέρ φύσιν ούσιν ούχ υπάρχη, δήλον εστίν, ότι εν τοις παρά φύσιν υπάρχει ερριμμένος.

Τω δε Θεώ ημών δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.