←Τὸ σπήλαιον τοῦ Φιγκάλ | Ἀθηναΐς-Ἔτος Α΄, τεῦχος 4 Καλή μου θεία, ὡραία δὲν εἶμαι, ἀλλὰ καλὴ |
Ἄνθη καὶ φύλλα→ |
Ἡ Ἀδελαῒς ἦτο τὸ τρίτον καὶ προτελευταῖον θυγάτριον εὐγενῶν γονέων ἐκ Πρωσσίας. Ἐπειδὴ ἡ μήτηρ αὐτῆς προώρως ἀπέθανε, ὁ πατὴρ ἐπὶ τῶν ἐν Πομμεράνῃ κτημάτων του ζῶν ἠναγκάσθη νὰ ἀναθέσῃ τὴν ἀνατροφὴν αὐτῆς, ὡς καὶ τῶν ἄλλων αὐτοῦ τέκνων εἰς ξένας χεῖρας. Ὅθεν ἔφερε τὰ τέσσαρα ὀρφανὰ μητρὸς θυγάτρια, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ νεωτάτη ἦτο μόνον δύο ἐτῶν, εἰς Βερολῖνον καὶ ἐνεπιστεύθη τὴν ἐπιμέλειαν καὶ ἀγωγὴν αὐτῶν εἰς εὐγενῆ κυρίαν, ἥτις παρὰ πᾶσαν ἄλλην γυναῖκα, ἦτο ἱκανὴ νὰ ἀναπληρώσῃ εἰς τὰ παιδία, τὴν ἀγαπητὴν καὶ λεπτῶς ἀνατεθραμμένην μητέρα καὶ δώσῃ εἰς αὐτὰ ἀνατροφὴν ἁρμόζουσαν εἰς τὴν τάξιν καὶ εἰς τὸ ὄνομα αὐτῶν.
Ἡ μικρὰ Ἀδελαῒς, ἡ χαριεστάτη ἐκ τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν παρεῖχεν εἰς τὴν ἀγαπητὴν θείαν, ὡς τὰ ὀρφανὰ ὠνόμαζον τὴν παιδαγωγὸν (τροφὸν) αὐτῶν, πλείστας φροντίδος, ὄχι διότι ἐξωτερικὰ ἔχουσα προτερήματα ἐστερεῖτο ἐσωτερικῶν, ἀλλὰ μόνον διότι ὑπερβαίνουσα κατὰ τὴν ὡραιότητα τὰς ἄλλας ἀδελφὰς εἵλκυεν εἰς ἑαυτὴν τὴν προσοχὴν πάντων, ὅσοι ἤρχοντο εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς ἢ τὴν ἀπήντων καθ’ ὁδόν. Τὰς κακὰς συνεπείας τοιαύτης προτιμήσεως προβλέπουσα ἡ καλὴ θεία εἶχε πλείστας μερίμνας τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ παρετήρει ὅτι τὸ τετραετὲς παιδίον δὲν ἔμενεν ἀναίσθητον εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπαίνους, τοὺς ὁποίους ἤκουε πάντοτε. Διὰ ταῦτα δὲν εἶναι θαυμαστὸν, ὅτι ἡ καλὴ θεία ἐπενόησεν ὅλα τὰ μέσα καὶ τοὺς τρόπους ὥστε νὰ καταστήσῃ εἰς τὸ παιδίον καταληπτὸν ὅτι εἶναι προτιμότερον τὸ νὰ ἦναί τις καλὸς, παρὰ ὡραῖος. Διηγεῖτο λοιπὸν εἰς αὐτὴν ἱστορίας εἰς τὰς ὁποίας τὰ καλὰ παιδία προτιμῶνται τῶν ὡραίων καὶ προσεπάθει νὰ πείσῃ τὴν μικρὰν ὅτι ἀληθῶς δὲν ἦτο τόσον ὡραία, ὅπως ἔλεγον οἱ ἄνθρωποι. — Ὅτι οἱ κόποι τῆς καλῆς θείας δὲν ἔμειναν ἄνευ ἀποτελέσματος βλέπομεν ἐκ τοῦ ἑξῆς συμβάντος.
Τὰ τέσσαρα παιδία προσεκλήθησαν ὑπό τινος φιλικῆς οἰκογενείας, ἡ ὁποία κατῴκει εἰς ἓν τῶν προαστείων τοῦ Βερολίνου, διὰ νὰ ἑορτάσωσι τὸ Πάσχα. Νέα κυανᾶ ἐνδύματα ἔχοντα περὶ τὰ ἄκρα στιλπνὰς σισύρας (γούνας) καὶ λευκοὶ ἐκ plusch μικροὶ πῖλοι ὡρίσθησαν διὰ τὴν ἑορτήν.
Ἀφοῦ ἡ καλὴ θεία μόνη ἐνέδυσε τὴν ἀγαπητήν της καὶ κομψοτέραν παρά ποτε, ἀφῆκεν αὐτὴν ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου, ὑπεράνω τοῦ ὁποίου ἐκρέματο μέγα κάτοπτρον. Ἐν ᾧ δὲ ἐνησχολεῖτο περὶ τὸν καλλωπισμόν της ἀκούει τὸ παιδίον, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῶν ἄκρων τῶν ποδῶν ἱστάμενον ἤθελε νὰ φθάσῃ τὸ ὕψος τοῦ κατόπτρου, ἐν τῷ ὁποίῳ τὴν χαριεστάτην μορφήν του μετὰ πολλῆς προσοχῆς παρετήρει, νὰ λέγῃ σοβαρῶς: «Καλή μου θεία, ὡραία δὲν εἶμαι, ἀλλὰ καλή».
Πόσον πλουσίως ἀντημείφθησαν διὰ ταύτης τῆς παιδικῆς ἐξομολογήσεως ὅλοι οἱ κόποι τῆς καλῆς θείας καὶ πῶς ἠδύνατο αὕτη τώρα νὰ ἀποβλέπῃ ἀφόβως εἰς τὸ μέλλον τῆς Ἀδέλαΐδος, ἀφοῦ τὸν κακὸν ἐχθρὸν τῆς ὡραίας αὐτῆς ἀγαπητῆς, δηλαδὴ τὴν ματαιοφροσύνην, ἠδύνατο νὰ νομίζῃ καταβεβλημένον;
Κα Τ.