Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Child Harold


«Eine starke schwarze Barke…» (Ηeine)

Σα φάντασμα στὰ κύματα γλυστρᾷ ἡ βάρκα· ραίνει
μὲ στεῖρο φῶς τὸ δρόμο της πεντάρφανη ἡ Σελήνη
καὶ τοῦ λειψάνου ἡ συνοδιὰ μαῦρες σκεπὲς ντυμένη
βουβὴ μηδ’ ἕνα στεναγμὸ μηδ’ ἕνα δάκρι χύνει.

Νά… ξαπλωμένος ὁ νεκρὸς Τραγουδιστὴς πηγαίνει…
μέτωπο ξέσκεπο… ἀνοιχτὰ τὰ μάτια… σὰ νὰ πίνῃ
τοῦ φεγγαριοῦ τἀπόφεγγα… σὰ νὰ γρικάῃ ποῦ βγαίνει
στερνὴ ἁρμονία ἀπ’ τὴ συρμὴ τῆς πρύμνης κι ἀργοσβύνει.

Μὰ τί βογγάει στὸ ἀλαργινό, ποῦ χάνεται, ἀκρογιάλι;
θὲ νἆναι ἡ Νύφη, ἡ ἄρρωστη Νεράϊδα, ποῦ σπαράζει
ζητόντας μὲ τὸν πόνο της καὶ τὴ ψυχὴ νὰ βγάλῃ…

Ὡς τόσο ἡ βάρκα στὸ κρυφὸ τὸ ἀραξοβόλι ἀράζει,
ἐνῶ τὰ κύματα σκιαχτὰ μιὰ ἔρχουνται, μιὰ πᾶνε
καὶ στὰ πλευρά της σὰ ζεστὸ παράπονο χτυπᾶνε…