Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Τα χελιδόνια


Εκει —τὴν πρώτην ἄνοιξι— στοῦ καραβιοῦ τὴν πλώρη,
στῆς ξύλινης Νεράϊδας τοὺς κόλφους, ἔχουν στήσῃ
δυὸ χελιδόνια μιὰ φωλιά, ἀγάπης παρεκκλήσι
κι ἀπὸ τὸν ἥλιο ἀπόσκεπα κι ἀπὸ τ’ ἀγριοβόρι.

Τοῦ ναύτ’ ἡ ἀγαπητικιά, τοῦ καπετάνιου ἡ κόρη,
μαζὶ μ’ ἐκεῖνον τἄθρεφε, τά εἶχε μαζὶ ἀγαπήσῃ…
μὰ τώρα ἠχάει τὸ βούκινο τὸ πλοῖο νὰ ξεκινήσῃ
καὶ κλαίει, ποῦ φεύγουν τὰ πουλιὰ μὲ τὸ ξανθὸ τὸ ἀγόρι.

Ἠχάει τὸ βούκινο στερνὰ… καὶ ποθοπλανταγμένη
δέρνεται ἡ κόρη, δέρνεται, μὰ λέει καὶ στὰ πουλιά της
νὰ τραγουδοῦν, νὰ τὰ γρικᾷ, στὸ καληνώρισμά της,

Νὰ τραγουδοῦν τοῦ ναύτη της, σὰν μπαίνει καὶ σὰ βγαίνει
―Γουλέττα καλοθάλασση καὶ γοργοταξιδεύτρα,
μὴ μπιστευθῇς στὴ ξενητειὰ κ’ ἡ ξενητειά εἶναι ψεύτρα!