Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ.


Ἐψὲς εἶδα στὸν ὕπνο μου
ἕνα βαθὺ ποτάμι,
—Θεός νὰ μὴν τὸ κάμῃ
νὰ γειν’ ἀληθινό!—
Στὴν ὄχθη του ’στεκόντανε
γνωστό μου παλληκάρι,
χλωμὸ σὰν τὸ φεγγάρι,
σὰν νύχτα σιγανό.

Ἀγέρας τὸ παράσπρωχνε
μὲ δύναμη μεγάλη,
σὰν νἄθε νὰ τὸ ’βγάλῃ,
ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴν μέση.
Καὶ τὸ νερό, π’ ἀχόρταγα
τὰ πόδια του ’φιλοῦσε,
θαρρεῖς τὸ ’προσκαλοῦσε
στ’ ἀγκάλια του νὰ πέσῃ.

—Δεν εἶν’ ἀγέρας, ’σκέφθηκα,
καὶ σένα ποὺ σὲ δέρνει.
Ἡ ἀπελπισιὰ σὲ παίρνει
κ’ ἡ ἀπονιὰ τοῦ κόσμου!—
Κ’ ἐχύθηκ’, ἀπ’ τὸν θάνατο
τὸν δύστυχο ν’ ἁρπάξω...
Ὠιμέ! Πρὶν ἢ προφθάξω
ἐχάθηκ’ ἀπ’ ἐμπρός μου!

Στὰ ρέμματα παράσκυψα,
νὰ τὸν εὑρῶ γυρεύω.
Στὰ ρέμματ’ ἀγναντεύω—
Τὸ λείψανο μ’ ἀχνό!..
Ἐψὲς εἶδα στὸν ὕπνο μου
ἕνα βαθὺ ποτάμι,
—Θεός νὰ μὴν τὸ κάμῃ
νὰ γίν’ ἀληθινό!—