Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΘΛΙΨΙΣ.


Πῶς κρύβω τὴν ὀλίγη μου χαρά,
οἱ φίλοι μου ποτὲ δὲν θὰ μὲ ’ποῦνε:
Τῶν τραγουδιῶν μου τὰ γοργὰ φτερὰ
σταὶς συντροφιαίς μας τὴν σκορποῦνε,
ἀνόθευτη καὶ καθαρή.
Ἀλλὰ τὴν θλίψιν, ὅπου πλημμυρεῖ
εἰς τῆς καρδίας μου τὰ βάθη,
κανείς, κανεὶς δὲν θὰ τὴν μάθῃ.

Δὲν εἶν’ ὁ κόσμος ὅλος ἀπαθής,
Τ’ ὁμολογῶ αὐτὸ πρὸς ἔπαινόν του.
Μά, ἔχει τόσαις θλίψαις ὁ καθείς,
ποῦ μόλις καὶ τὸν ἑαυτόν του
ἀδειάζει νὰ παρηγορῇ.
Γι’ αὐτὸ τὴν θλίψην, ὅπου πλημμυρεῖ
εἰς τῆς καρδίας μου τὰ βάθη,
κανείς, κανεὶς δὲν θὰ τὴν μάθῃ.

Ἐγνώριζ’ ἄλλοτε μιὰ Χριστιανή,
ἀπ’ ὅλους μας πλειότερο θλιμμένη.
Ἂν ἤξευρε τίνος καρδιὰ πονεῖ,
θὰ ἐπετοῦσε νὰ μοῦ γένῃ
παρηγορία γλυκερή.
Αὐτή, τὴν θλίψην, ὅπου πλημμυρεῖ
εἰς τῆς καρδίας μου τὰ βάθη,
αὐτή, ’μποροῦσε νὰ τὴν μάθῃ.

Μά, ’μίσεψε σὲ χώρα μακρυά,
ποῦ εἴδηση δὲν εἰμπορεῖ νὰ φθάσῃ!
Ἄχ! μοῦ ἀπέθαν’ ἡ καλὴ γρῃά,
καὶ μοῦ τὴν ἔχουνε σκεπάσει
μέσα στὴν γῆ τὴν παγερή!
Γι’ αὐτὸ τὴν θλίψην, ὅπου πλημμυρεῖ
εἰς τῆς καρδίας μου τὰ βάθη,
κανείς, κανεὶς δὲν θὰ τὴν μάθῃ!