Ἡ σοβαρὴ καὶ χλωμιασμένη σου θωριά,
ποῦ ἁρμενίζει στ’ ἁψηλά, Σελήνη,
δὲν ’ξεύρεις τί ἀδελφικὴ παρηγοριά,
τί παιδιακοὺς συλλογισμοὺς μὲ δίνει!
Κανένα φίλον ἀπὸ σένα πιὸ παλῃό,
καὶ πιὸ πιστό, δὲν ἔχω νὰ ὀνομάσω.
Σ’ ἐγνώρισα πρὶν πρωτοέμβω στὸ σχολειό,
κι’ ἂν ’μβω στὸν τάφο, δὲν θὰ σὲ ξεχάσω.
’Θυμᾶσ’ ἀκόμα τὸ μικρὸ παιδί, ἐμέ,
μὲ τὸν μεγάλο πόθο στὴν καρδιά μου;
Μὲ τὴν λαχτάρα, νὰ μοῦ ἤρχεσο χαμαί,
νὰ σ’ ἔχω σὰν παιχνίδι στὴν ποδιά μου;
’Θυμᾶσαι πῶς, ἐσὺ στὰ ὕψη, ἐγὼ στὴν γῆ,
ἐτρέχαμε μαζί, ποιὸς νὰ περάσει;—
Σὺ ἔχεις μείνει πάντα νέα καὶ γοργή,
καὶ μόν’ ἐγώ, ἐγὼ ἔχω γεράσει!
’Θυμᾶσαι τὴν Βιζώ μας, τ’ ὄμορφο χωριό;
Τὸ σπίτι μας, τ’ ὡραῖο περιβόλι;
Καὶ μέσα στ’ ἄνθη του, ’θυμᾶσαι τὸ Μαριώ,
π’ ἀγάπησα μὲ τὴν καρδία μ’ ὅλη;
Αὐτὴ τὰ φταίει, ἂν ἀπ’ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ
ἀμέλησα τὰ κάλλη σου, Σελήνη!
Γιατ’ ἀπαιτοῦσε καὶ καλὰ νὰ μὴ θωρῶ,
παρὰ ταὶς ὀμορφιαίς, ποὺ εἶχ’ ἐκείνη.
Αὐτὴ τὰ φταίει, ἂν τώρα πλέον δὲν ’μπορεῖ
ν’ ἀνοίξῃ σὰν καὶ πρῶτα ἡ καρδιά μου,
νὰ παίξῃ, φίλη μου, μαζί σου, νὰ χαρῇ,
καθὼς τὴν ’ξεύρεις ἀπ’ τὰ παιδιακά μου!
Αὐτὴ τὰ φταίει! Καὶ γνωρίζεις διατί;
Διότι, γι’ ἄλλον, ’πρόδωκεν ἐμένα!
Καὶ μ’ ἔκαμε νὰ κλαίω ἀπ’ τὴν ὥρ’ αὐτή,
νὰ καταλυῶ τὴν νιότη μου στὰ ξένα!..
Δὲν εἶδα πιὰ ἀπὸ τότε πρόσχαρη χρονιά!
—Ἔβαλε λὲς φαρμάκι στὴν ζωή μου!
Ὡς καὶ τοὺς φίλους μου τοὺς ηὖρεν ἀπονιά,
καὶ μ’ ἄφηκαν στὴν μέση τῆς ἐρήμου!
Μόνον ἐσὺ ἀκόμη, φίλη παιδιακή,
μόνον ἐσὺ δὲν μ’ ἔχεις λησμονήσει.
Καὶ σπλαχνικὰ τὸ φῶς σου στέλλεις τὸ γλυκύ,
νἀρθῇ νὰ ’βρῇ, νὰ μὲ παρηγορήσῃ.
Σ’ εὐχαριστῶ! Κι’ αὐτὴν ἀπόψε τὴν βραδιὰ
μ’ ἐλάφρυνες τὰ στήθη μου λιγάκι.
Γιατὶ μοῦ ἄδειασ’ ἡ γεμάτη μου καρδιά,
σὰν σ’ ἔχω γράψ’ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι!
|