Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο ΙΓ

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
ΙΓ'. Δυο γνώμες


Εκείνο το ίδιο βράδυ πήγε πάλι ο Μιχαήλ στην καλύβα, με την ελπίδα πως θα έβλεπε τη Βουβή. Από τη στιγμή που βρήκε το κουρελάκι με την ελληνική λέξη, μια υποψία του ήλθε, και δεν του έβγαινε πια από το κεφάλι: μήπως και το χέρι που έγραψε τη λέξη «Ευχαριστώ» στο πανί, ήταν το ίδιο που στην άμμο του Αξιού είχε χαράξει την πληροφορία πως ο Ιβάτζης είχε τραβήξει για το Πετρίσκον. Βρήκε όμως την καλύβα άδεια. Περίμενε ώσπου νύχτωσε, κατέβηκε πάλι στο ποτάμι, γύρισε δω κι εκεί, στο δάσος, στο βουνό, μα τίποτα δε βρήκε. Ξαναπήγε την άλλη μέρα και πάλι την άλλη, μα του κάκου. Η Βουβή δε γύρισε πια.

Οι μέρες περνούσαν κι ο Νικήτας δε γύριζε. Ο Κωνσταντίνος είχε αναλάβει ολότελα. Κάθε μέρα έβγαινε κι έκαμνε μακρινούς περιπάτους στο δάσος, πότε με τον Γρηγόρη, πότε με τον Μιχαήλ που δεν έχανε περίσταση να του λέγει για τον Αυτοκράτορα και το ελληνικό στρατόπεδο. Ο Κωνσταντίνος άκουε με λαχτάρα και, σαν έπαυε ο Μιχαήλ τη διήγηση του, τον έβαζε και ξανάρχιζε. Και όλο ρωτούσε για τον Αυτοκράτορα και όλο καινούριες πληροφορίες ζητούσε. Και τότε θυμούνταν τον πατέρα του και την τυφλή αφοσίωση που είχε για το Βασιλέα του, κι έπεφτε σε συλλογή, και του φαίνουνταν πως έχανε τον καιρό του περιμένοντας τον Νικήτα.

Ένα απόγευμα, οι δυο φίλοι βγήκαν μαζί και πήγαν πάλι στο δάσος. Είτε επίτηδες, είτε χωρίς να το καταλάβει, ο Μιχαήλ πήρε από τα μονοπάτια που πήγαιναν στην καλύβα. Ήταν πρώτη φορά που περνούσε από κει ο Κωνσταντίνος. Το καλυβάκι, χωμένο στην πυκνοδεντριά, και τόσο καλά κρυμμένο που μόνο από το ένα μέρος φαίνουνταν, κίνησε την προσοχή του.

- Όποιος την έφτιασε αυτή την καλύβα, διάλεξε καλά το μέρος, είπε. Πρέπει να είχε λόγους να κρύβεται.

Ο Μιχαήλ γέλασε.

- Ναι, είπε, είχε σοβαρούς λόγους! Την έστησα εγώ για να περάσω τη νύχτα, σα γύρευα από δω το Βλαδισλάβ. Κι εδώ βρήκα το μήνυμα σου.

- Όχι το μήνυμα μου, Μιχαήλ. Πες το μυστικό μήνυμα. Γιατί εγώ δεν το έγραψα.

- Όποιος κι αν το έγραψε, ευλογημένος να είναι, είπε ο Μιχαήλ, γιατί χωρίς αυτό δε θα σε ξανάβλεπα πια.

Όπως στα παλιά χρόνια, σαν ήταν αγόρια κι οι δυο, ο Κωνσταντίνος έριξε το χέρι του γύρω στο λαιμό του φίλου του, κι αγκαλιασμένοι πήραν τον κατήφορο.

- Και δε θα ήξερες πού σαπίζουν τα κόκαλα μου, είπε μισογελώντας, μισοσοβαρά.

Ο Μιχαήλ ανατινάχθηκε.

- Μη χωρατεύεις έτσι, είπε. Δεν το υποφέρω.

- Και όμως, κάθε μέρα μπορεί αυτό να συμβεί, Μιχαήλ, δεν το σκέφθηκες; είπε σοβαρά ο Κωνσταντίνος.

Ο φίλος του δεν αποκρίθηκε, και σιωπηλά εξακολούθησαν το δρόμο τους. Σαν έφθασαν στην άκρη του δάσους, ο ήλιος βασίλευε.

Ο Κωνσταντίνος ξαπλώθηκε στο γρασίδι, και με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα του χέρια, χώθηκε στους στοχασμούς του, ενώ, καθισμένος σιμά, αφηρημένα έκοβε ο Μιχαήλ χούφτες-χούφτες το χορτάρι και το σκορπούσε στο βραδινό αεράκι.

- Μιχαήλ, είπε έξαφνα ο Κωνσταντίνος, θα φύγω. Ο Μιχαήλ ανατρίχιασε.

- Το ήξερα πως θα μου το έλεγες αυτό. Το έβλεπα από τη νευρικάδα σου τώρα τελευταία, είπε, και το περίμενα κάθε μέρα. Μα δε θα περιμένεις τον Νικήτα;

- Ο Νικήτας αργεί, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος. Έπειτα γιατί να τον περιμένω; Όποταν θέλω να μάθω πού βρίσκεται, δεν έχω παρά να πάγω στον πρώτο ελληνικό σταθμό και να δώσω το σύνθημα, κι αν δεν το ξέρουν εκεί, πάγω παρακάτω. Κι επιτέλους, αν δεν τον βρω αμέσως, τι πειράζει;

- Και πού θα πας;

- Πίσω.

- Στους Βουλγάρους;

- Βέβαια. Πέρασε λίγη ώρα.

Ο Κωνσταντίνος συλλογίζουνταν περιφέροντας το βλέμμα του εδώ κι εκεί στον πυκνό πράσινο θόλο πάνω από το κεφάλι του, και ο Μιχαήλ τον κοίταξε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.

- Κωνσταντίνε, είπε με πολλή συγκίνηση, μην πάμε πια πίσω στους Βουλγάρους!

Ο Κωνσταντίνος σήκωσε λίγο το κεφάλι και κοίταξε το φίλο του, και πάλι ξαπλώθηκε στο χόρτο.

- Όχι, Μιχαήλ, είπε ήσυχα, δεν εννοούσα να ξαναρχίσομε τη ζωή της σκλαβιάς που ζήσαμε ως τώρα, ούτε είναι πια χρήσιμο, νομίζω. Λέγω να κάνομε ζωή ελεύθερη, γυρνώντας εδώ κι εκεί πότε με τη μια πρόφαση, πότε με την άλλη. Είναι το καλύτερο μέσον τώρα για να μαζεύομε πληροφορίες και για να μεταφέρνομε γρήγορα τις ειδήσεις. Χρήματα έχω ακόμα μερικά. Εσύ έχεις;

- Κωνσταντίνε, είπε πάλι ο Μιχαήλ, άφησε πια αυτή την τέχνη...

Ο Κωνσταντίνος ανασηκώθηκε.

- Γιατί; ρώτησε σοβαρά.

- Μπορούμε να κάνομε άλλη δουλειά, πολύ πιο όμορφη!... Άκουσε, Κωνσταντίνε! Σου είπα πως πήγα στο στρατόπεδο και πως ο Αυτοκράτορας μου φέρθηκε σα να είχα κάνει κάτι σπουδαίο. Μα δε σου είπα και τα παρακάτω.

- Σαν τι;

- Ο Αυτοκράτορας με διόρισε υπασπιστή του, και μου έδωσε να καταλάβω πως θα με κάνει τουρμάρχη σαν ξαναγυρίσω στο στρατόπεδο. Είχα ζητήσει την άδεια να φύγω με τον Νικήτα, και ο Αύγουστος με φώναξε στη σκηνή του και μου είπε: «Πήγαινε πίσω αφού το θέλεις, μα να ξέρεις πως όποταν γυρίσεις, η θέση σου σε περιμένει». Και πρόσθεσε: «Δεν ξεχνώ ποτέ εκείνους που με υπηρέτησαν με αφοσίωση». Εσύ, Κωνσταντίνε, πρόσφερες περισσότερες υπηρεσίες από μένα. Σε φθάνει πια αυτή η ζωή! Και η αμοιβή σου θα είναι ακόμα μεγαλύτερη από τη δική μου.

- Σου είπε ο Αυτοκράτορας πως η υπηρεσία που κάμνομε είναι περιττή; ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

- Όχι, απεναντίας, ομολόγησε ο Μιχαήλ. Ο Δαφνομήλης μου είπε πως, αυτή την ώρα, ένας πιστός κατάσκοπος είναι χρησιμότερος και από ένα στρατηγό ακόμα.

Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε.

- Και θέλεις από τώρα να ζητήσομε ησυχία; είπε.

- Ποιος μιλά για ησυχία; Να πολεμάς με τον Αυτοκράτορα, τ' ονομάζεις ησυχία; Κοίταξε τον Βοτανειάτη, που ήταν στρατηγός της Θεσσαλονίκης, τι τραγικά που πέθανε! Δες τον Δαφνομήλη που πήρε το Δυρράχιο, τον Νικηφόρο Ξιφία που πήρε την Πρεσθλάβα. Πόσα χρόνια πολεμούν από τότε, σε βουνά και πεδιάδες!... Κι εμείς έτσι θα πολεμήσομε, Κωνσταντίνε, μα με τ' όνομα μας, στ' ανοιχτά πια! Αχ, τι αηδία που μου φέρνει η ζωή που κάναμε ως τώρα, να κρυβόμαστε αδιάκοπα, να δειχνόμαστε άλλο από κείνο που είμαστε...

- Γιατί το βρίσκεις άσχημο, Μιχαήλ; ρώτησε ήσυχα ο Κωνσταντίνος.

- Σου το είπα, γιατί φαινόμαστε άλλο από κείνο που είμαστε, γιατί τρώμε προσβολές και ταπεινώσεις που δεν μπορούμε και δε θέλομε να εκδικήσομε, γιατί φαινόμαστε δούλοι ταπεινωμένοι και δειλοί...

- Και αυτό είναι άσχημο; είπε σκεπτικά ο Κωνσταντίνος.

Με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι, κοίταξε μακριά, μακριά, και το βλέμμα του χάνουνταν πέρα, στ' αντικρινά δάση, χωρίς να τα βλέπει.

- Μιχαήλ, είπε επιτέλους, πρέπει χωρίς άλλο να πας στο Βασιλέα. Το μέλλον σου είναι κει. Όποια υπηρεσία κι αν αναλάβεις εκεί, θα την κάνεις καλύτερα παρά τούτη που δεν την αγαπάς.

- Και συ, Κωνσταντίνε;

- Εγώ θα μείνω εδώ.

- Κωνσταντίνε!

- Εγώ θα μείνω εδώ γιατί δεν ντρέπομαι τη δουλειά μου... Βλέπεις, Μιχαήλ, εγώ νιώθω τα πράματα αλλιώτικα. Δε συλλογίστηκα ποτέ αν είναι όμορφο ή άσχημο να κρύβομαι και να φαίνομαι άλλο από κείνο που είμαι. Είδα ένα έργο μπροστά μου, έργο που έπρεπε να γίνει. Είδα μιαν αποστολή που μέσον του Δαφνομήλη μας εμπιστεύθηκε ο Βασιλέας. Και την είδα χρήσιμη, αναγκαία για τον τόπο μου. Ποτέ δε μου πέρασε από το νου να σκεφθώ αν αυτό που κάνω φαίνεται όμορφο ή άσχημο για το άτομο μου, - γιατί μόνο το άτομο μου μπορεί απ' αυτό να πειραχτεί - ούτε πού μπορεί να με πάγει. Ο Βασιλέας, στη μεγάλη αυτή πάλη, έχει ανάγκη από ανθρώπους που, αψηφώντας κινδύνους και στερήσεις, να μαθαίνουν και να του λέγουν τους σκοπούς του εχθρού, και να τους προλαβαίνει εκείνος. Αυτό έκανα. Αν νόμιζα πως μπορούσα αλλιώτικα να ενεργήσω, χρησιμότερα για το συμφέρον της πατρίδας, θα το έκαμνα. Αλλά δεν το βλέπω.

- Κι εκεί μπορείς να υπηρετήσεις, και να δώσεις ακόμα και τη ζωή σου ηρωικά!

- Ναι, βέβαια! Μα εκεί βρίσκει ο Αυτοκράτορας όσους θέλει. Ένας περισσότερος, ένας λιγότερος, διαφορά δεν κάνει. Εδώ είμαστε λίγοι, η δουλειά μας είναι δύσκολη. Δεν αρκεί να είναι κανείς γενναίος. Την τέχνη αυτή την ξέρομε μεις καλά. Τις υπηρεσίες που μπορώ να προσφέρω εδώ, για τον τόπο μου και το Βασιλέα μου, εκεί δε θα μπορούσα να τις κάνω ποτέ!

- Κωνσταντίνε, ξέσπασε με απελπισία ο Μιχαήλ, είναι άσχημη η διπλοπρόσωπη, η δόλια τέχνη του κατασκόπου! Είναι άτιμη!

Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε όρθιος. Του φάνηκε του Μιχαήλ σαν πιο ψηλός, σαν πιο μεγάλος.

- Καμιά δουλειά δεν είναι άσχημη, όσο δεν την ασχημίζει εκείνος που την κάμνει, είπε. Άνθρωπος που εργάζεται χωρίς καμιάν οπισθοβουλία, που δίνει τη ζωή του χωρίς υπολογισμούς, ξέροντας πως τίποτα δεν έχει να κερδίσει από τη θυσία, απεναντίας μάλιστα, πως, αν ανακαλυφθεί και αν πιαστεί, σε βασανιστήρια θα τελειώσει, και όμως εξακολουθεί το έργο του, ο άνθρωπος αυτός άτιμος δεν μπορεί να είναι... Είτε κατασκοπεία ονομάσεις τη δουλειά μου, είτε τυφλή αφοσίωση στην πατρίδα, η λέξη δε με μέλει, ούτε αλλάζει την πράξη μου... Στέκω ψηλότερα από την πράξη μου, Μιχαήλ, γιατί ο σκοπός της είναι αγνός και πατριωτικός. Την αποστολή μου τη βλέπω όμορφη!... Και γι' αυτό μένω.

- Κωνσταντίνε!...

- Ναι, θα μείνω. Και το έργο μου θα το εξακολουθήσω. Και όλοι οι τίτλοι και οι βαθμοί που μπορείς ακόμα να μου υποσχεθείς στο στρατόπεδο του Αυτοκράτορα, και όλες οι δόξες, δε θα με κάνουν ν' αφήσω την αφανή, την κρυφή μου δουλειά, που την ξέρω αναγκαία και που την αγαπώ για τη μυστική της ομορφιά.

Μια στιγμή ακόμα στάθηκε, κοιτάζοντας το φίλο του. Ύστερα γύρισε να φύγει. Μα το πονεμένο υπερήφανο βλέμμα του είχε πάγει στην καρδιά του Μιχαήλ. Μ' έναν πήδο σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του.

- Κωνσταντίνε, είπε, σε πόνεσα!...

Ο Κωνσταντίνος πήρε τα δυο χέρια του φίλου του που ήταν ακουμπισμένα στους ώμους του και τα έσφιξε με πολλήν αγάπη.

- Ναι, είπε σιγά, πόνεσα βλέποντας πως είμαστε τόσο διαφορετικοί! Δεν το είχα αντιληφθεί ποτέ... Νόμιζα πως μια ψυχή μας ένωνε...

Μαζί πήραν το δρόμο του μοναστηριού, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Έφθασαν από το μέρος της αυλής και χτύπησαν την πόρτα. Ο πάτερ Μεθόδιος με τον Γρηγόρη τους άνοιξε.

- Καλώς τους, είπε ο πάτερ Μεθόδιος. Αργήσατε να γυρίσετε και ανησυχούσαμε. Ίσα-ίσα που κάποιος ρωτούσε για σένα, είπε του Κωνσταντίνου.

- Για μένα; Ποιος;

Με το κεφάλι έγνεψε ο καλόγερος κατά την άκρη της αυλής όπου, σ' ένα μπάγκο, ένας στρατιώτης με σημαδεμένο πρόσωπο κουβέντιαζε με άλλους δυο καλόγερους.

- Τόσα ρώτησε, που είπα πως πρέπει να είναι μεγάλος φίλος σου, πρόσθεσε ο Γρηγόρης.

- Όχι, αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος, δεν είναι φίλος μου. Και χωρίς να σταματήσει ανέβηκε με τον Γρηγόρη και τον Μιχαήλ στο κελί του.

Μόλις μπήκε μέσα, έτρεξε στο παράθυρο και κοίταξε στην αυλή. Ο στρατιώτης είχε φύγει.

- Πάτερ Γρηγόρη, ξέρεις ποιος ήταν ο στρατιώτης που ρωτούσε για μένα; είπε ο Κωνσταντίνος.

- Όχι! Τον ξέρεις λοιπόν;

- Είναι ο μυστικοσύμβουλος του Ιβάτζη. Είναι κείνος που έδειρε τον Μιχαήλ και που του έσχισα τα μούτρα του. Ο Γρηγόρης έσμιξε τα χέρια με τρόμο. Ο Κωνσταντίνος χαμογέλασε.

- Βλέπεις, Μιχαήλ είπε με κάποια λύπη, είναι ώρα να φεύγω!...

Ο Μιχαήλ δεν αποκρίθηκε.

- Και πότε λες να φύγεις; ρώτησε ο Γρηγόρης.

- Μόλις νυχτώσει καλά.

- Πού πηγαίνεις;

- Δεν έχω ορισμένο σκοπό. Λέω να τραβήξω κατά τον Πρίλαπο ή όπου αλλού βρίσκεται ο Ρωμανός.

- Λοιπόν θα έλθω μαζί σου ως το μισό δρόμο, είπε ο Γρηγόρης. Ύστερα θα τραβήξω για τη μονή μου, στην Πρέσπα. Εκεί θα περιμένω τον Νικήτα.

Σα βρέθηκαν οι δυο φίλοι μόνοι, ο Κωνσταντίνος σίμωσε τον Μιχαήλ.

- Πού θα σε ξανανταμώσω πάλι; ρώτησε με συγκίνηση.

- Δε θα χωριστούμε, Κωνσταντίνε.

- Μιχαήλ... σκέψου το... Εγώ θα ξαναχωθώ μέσα στους Βουλγάρους.

- Όπου κι αν πας θα σε ακολουθήσω.

Ο Κωνσταντίνος δεν αποκρίθηκε αμέσως, τα χείλια του έτρεμαν.

- Έλα λοιπόν! είπε βαθιά ταραγμένος. Το έργο μας αξίζει τη θυσία σου!

Τη νύχτα έφυγαν και οι τρεις. Στον Ηγούμενο, που τους ρωτούσε πού πήγαιναν, αποκρίθηκαν πως ανέβαιναν στη Στρουμπίτζη. Μα μόλις απομακρύνθηκαν από το μοναστήρι, κατέβηκαν πάλι στον ποταμό, πέρασαν τη ρηχοτοπιά που η Βουβή την είχε δείξει του Μιχαήλ και, από τον ίδιο δρόμο που είχαν πάρει οι Βούλγαροι, τράβηξαν κι αυτοί δυτικά κατά τον Πρίλαπο.