Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Ι

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
Ι'. Στο στρατόπεδο του Βουλγαροκτόνου


Από τα ξημερώματα το στρατόπεδο των Ελλήνων βρίσκουνταν σε ανησυχία. Ο Δαφνομήλης έφευγε για να κατέβει στον Αξιό, περνώντας από το βουνό όπου ο Βοτανειάτης είχε καταστραφεί με το σώμα του. Τρεις μέρες πριν, είχε φθάσει η είδηση. Και σαν το έμαθε ο Αυτοκράτορας, κλείστηκε στη σκηνή του και από τη λύπη του δεν ήθελε να δει κανένα.

Αλλά οι μαύρες ώρες του Βασιλείου δε διαρκούσαν ποτέ πολύ. Ούτε θλίψη ούτε αποθάρρυνση δεν μπορούσε να καταβάλει το δυνατό του πνεύμα, και σαν του έρχουνταν μια αναποδιά, κοίταζε ευθύς να βρει τρόπο να τη διορθώσει. Ύστερα λοιπόν από την πρώτη ώρα της λύπης του για το χαμό του λαμπρού και πιστού του Βοτανειάτη, ο Αυτοκράτορας φώναξε τους στρατηγούς στη σκηνή του, να συνεννοηθούν με τι τρόπο να τον εκδικήσουν. Η Στρουμπίτζη ήταν στενά πολιορκημένη, σε λίγες μέρες θα έπεφτε βέβαια. Αλλά ο Βασίλειος εννοούσε να μάθει ποιος από τους Βουλγάρους στρατηγούς είχε στήσει την παγίδα, για να τον κυνηγήσει και να τον τιμωρήσει. Αποφάσισε λοιπόν ν' αφήσει ένα μέρος του στρατού του στην πολιορκία της Στρουμπίτζης, να κατέβει ο ίδιος με μεγάλες δυνάμεις στον Αξιό, να συναντήσει και να χτυπήσει τους Βουλγάρους, και αφού πέσει η Στρουμπίτζη να γυρίσει με όλο του το στρατό στη Θεσσαλονίκη. Ο Δαφνομήλης όμως, καθώς άκουσε το σχέδιο αυτό, έπεσε στα πόδια του Αυτοκράτορα και τον παρακάλεσε να μην εκτελέσει τέτοιο επικίνδυνο σχέδιο, χωρίς να μάθει πρώτα ποιος ήταν ο εχθρός, και προπάντων πριν εξετάσει τα μέρη και δει αν δε βρίσκουνταν κανένας άλλος δρόμος, παρά η στενή εκείνη ρεματιά που είχε φάγει τον Βοτανειάτη. Πολλήν ώρα συζήτησαν. Στο τέλος, με μεγάλη δυσκολία παραδέχθηκε ο Αυτοκράτορας, όχι να εγκαταλείψει το σχέδιο του, παρά ν' αφήσει τον Δαφνομήλη να πάγει εμπρός να κατοπτεύσει, και ύστερα πια ν' ακολουθήσει εκείνος με όλο το στρατό.

Πρωί - πρωί, λοιπόν, ετοιμάστηκε ο Δαφνομήλης να φύγει με το σώμα του. Ήξερε πως η αποστολή του ήταν επικίνδυνη. Είχε ακούσει να μουρμουρίζεται το όνομα του Ιβάτζη, του Νικουλιτσά και του Βλαδισλάβ. Ήξερε πως όποιος από τους τρεις κι αν είχε στήσει το καρτέρι του Βοτανειάτη, δε θα τραβιούνταν ύστερα από τέτοια επιτυχία. Μα η καρδιά του φούσκωνε από χαρά, που είχε καταφέρει τον αφέντη του να τον αφήσει να πάγει μπροστά, κι έτσι τουλάχιστον, αν σκοτώνουνταν αυτός, θα έδινε καιρό του Βασιλέα του να σωθεί. Τέτοιοι ήταν οι περισσότεροι στρατηγοί του Βουλγαροκτόνου. Ο μεγάλος αυτός Αυτοκράτορας ήξερε να εμπνέει στους άντρες του αγάπη και αφοσίωση που πήγαιναν ως το θάνατο.

Πριν όμως τον αφήσει να φύγει, ο Αυτοκράτορας θέλησε να κάνει ένα μνημόσυνο του Βοτανειάτη κι εκείνων που είχαν σκοτωθεί μαζί του στη ρεματιά. Όλοι λοιπόν οι στρατηγοί μαζεύτηκαν στη βασιλική σκηνή όπου είχαν στήσει την Αγία Τράπεζα και ο πνευματικός του Βασιλέα, με φωνή συγκινημένη, μνημόνευσε τα ονόματα εκείνων που είχαν πέσει «για τον Βασιλέα και για την Πατρίδα». Γονατισμένος εμπρός στην Αγία Τράπεζα, όπου είχαν στήσει μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, ο Βασίλειος με σκυφτό κεφάλι ακολουθούσε τις ευχές, και ο υπερήφανος αυτός Δεσπότης, μαθημένος τόσα χρόνια στις αγριότητες του σκληρού πολέμου, που βαστούσε κοντά σαράντα χρόνια, δάκρυσε μια - δυο φορές ακούοντας τ' όνομα του πιστού του Βοτανειάτη.

«...Αυτός, Κύριε, ανάπαυσον τάς ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων σου, Θεοφύλακτου και των συν αύτω...», έλεγε ο ιερέας, «εν τόπω φωτεινω, εν τόπω χλοερω, εν τόπω άναψύξεως, ένθα άπέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός...».

Με συγκίνηση κι ευλάβεια όλοι γύρω έσκυψαν το κεφάλι, και ο πνευματικός, σηκώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό, είπε και τις τελευταίες λέξεις:

«...Ότι Συ ει ή ανάστασις, η ζωή και η ανάπαυσις των κεκοιμημένων δούλων σου, Χριστέ ο Θεός ημών...».

Σαν τελείωσε, ο Βασίλειος σηκώθηκε, έκανε το σταυρό του και προσκύνησε την Αγία Εικόνα που του πρόσφερε ο πνευματικός του. Ύστερα βγήκε έξω με τους στρατηγούς του να δει τον Δαφνομήλη, που αρματωμένος και ολόλαμπρος στο θώρακα του, ετοιμάζουνταν να καβαλικέψει. Ο Δαφνομήλης, κατασυγκινημένος, γονάτισε μπρος στο Βασιλέα του, και ο Βασιλέας, επίσης ταραγμένος του έδινε τις τελευταίες οδηγίες, όταν έξαφνα τρεχάτος έφθασεν ένας στρατιώτης και ανήγγειλε πως απέξω από το στρατόπεδο, λίγα βήματα από τα χαρακώματα, βρήκαν ένα στρατιώτη Βούλγαρο λιγοθυμισμένο και καταματωμένο.

- Να τον φέρουν ευθύς εδώ, διέταξε ο Αυτοκράτορας. Και φωνάξετε το γιατρό μου. Στάσου, Δαφνομήλη! Πριν φύγεις, πρέπει αυτός να μιλήσει.

Δυο στρατιώτες έφεραν τον αναίσθητο Βούλγαρο και τον ξάπλωσαν στα πόδια του Βασιλέα. Ήταν νέος πολύ, σχεδόν παιδί, και το ματωμένο του πρόσωπο ήταν τόσο χλωμό, που μια στιγμή φοβήθηκαν μην είχε ξεψυχήσει.

- Όχι, είπε ο γιατρός σκυμμένος απάνω του, ζει ακόμα, μα είναι σε κακά χάλια.

- Τι έχει; ρώτησε ο Δαφνομήλης.

- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο γιατρός. Οι πληγές του κεφαλιού δεν είναι πολύ βαθιές. Άλλες δε βλέπω, και όμως φαίνεται εξηντλημένος.

Ο Βασίλειος, που με ανυπομονησία κοίταζε τα καμώματα του γιατρού, γύρισε στον υπασπιστή του.

- Φέρε το κρασί μου, διέταξε.

Και σαν του έφερε ο αξιωματικός το χρυσό του ποτήρι με το τοπάζι κρασί:

- Δώσ' του αυτό, γιατρέ, είπε. Ξυπνά πεθαμένο.

Κι αλήθεια, μόλις ήπιε λίγες στάλες, ο νέος έβγαλε βαθύ αναστεναγμό, και κούνησε τα χείλια σα να ήθελε κάτι να πει.

- Εξέτασε τον, Δαφνομήλη, είπε ο Βασίλειος, εσύ ξέρεις βουλγάρικα.

Ο πληγωμένος άνοιξε τα μάτια, κοίταξε γύρω και, βλέποντας τόσα πρόσωπα σκυμμένα απάνω του, έκανε πάλι να μιλήσει, μα τίποτε δεν ακούστηκε.

- Τι λες; ρώτησε βουλγάρικα ο Δαφνομήλης, και σκύβοντας πιο κοντά: Είναι στο βουνό ο Ιβάτζης;

Ο νέος έκαμε νόημα «ναι».

- Είναι δω κοντά; ρώτησε πάλι ο Δαφνομήλης.

- Όχι, μουρμούρισε ελληνικά ο νέος και με κόπο πρόσθεσε: Ο Αύγουστος... πού είναι;

Ταραγμένος, συγκινημένος, ο Δαφνομήλης γονάτισε πλάγι του και τον σήκωσε στην αγκαλιά του.

- Είσαι Έλληνας; ρώτησε με αλλαγμένη φωνή.

- Ναι...

- Πες το σύνθημα!... Πες το σύνθημα!...

- Νικά... ο Αετός... μουρμούρισε ο νέος και λιγοθύμησε πάλι.

- Έλληνας! αναφώνησε ο Αυτοκράτορας. Φέρτε τον στη σκηνή μου. Και ό,τι είναι δυνατό, εξακολούθησε γυρνώντας στο γιατρό του, να γίνει για να σωθεί.

Ο Δαφνομήλης σήκωσε ο ίδιος τον πληγωμένο στη σιδερένια του αγκαλιά, και σαν παιδάκι τον κουβάλησε στη βασιλική σκηνή και τον πλάγιασε σ' ένα στρώμα. Και ό,τι μπορούσε έκανε ο γιατρός του Αυτοκράτορα να τον συνεφέρει.

- Είναι αφανισμένος από πείνα, είπε. Πρώτα απ' όλα τροφή του χρειάζεται.

Φώναξε να του φέρουν αίμα νεόσφαχτου πρόβατου, το ανακάτωσε με κάτι γιατρικά του, και λίγο - λίγο το έχυσε ανάμεσα στα χωρισμένα χείλια του νέου. Μόλις συνήλθε, ο πληγωμένος επανέλαβε το ίδιο ρώτημα:

- Πού είναι ο Αύγουστος;

- Εδώ είμαι, είπε ο Αυτοκράτορας.

Η δυνατή βαθιά φωνή του Βασιλέα σα να έχυσε, με τα δυο αυτά λόγια, καινούρια ζωή στις φλέβες του νέου. Έκανε να σηκωθεί, μα ο Αυτοκράτορας τον εμπόδισε.

- Κάθισε ήσυχος, είπε με καλοσύνη και πρόσθεσε: Μπορείς να μιλήσεις τώρα;

- Διάταξε, Δέσποτα.

- Ποιος είσαι; Σε ξαναείδα ποτέ;

- Όχι, Δέσποτα, αν και παραβρέθηκα στη μάχη του Κλειδιού, πλάγι στον Ρωμανό.

- Τι! Είσαι Βούλγαρος; φώναξε ο Δαφνομήλης. Ο νέος χαμογέλασε.

- Όχι, Ευστάθιε Δαφνομήλη, αποκρίθηκε. Είμαι ένα από τα δυο Ελληνόπουλα, που κατά διαταγή σου, ύστερα από τη μάχη του Αξιού, τα κράτησε ο Νικήτας ανάμεσα στους Βουλγάρους για να γίνουν κατάσκοποι...

- Είσαι γιος του λαμπρού μου Κρηνίτη, που τον σκότωσαν οι θεοκατάρατοι στην Αδριανούπολη; αναφώνησε ο Αυτοκράτορας σκύβοντας απάνω του.

- Όχι, Δέσποτα! Ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης βρίσκεται βαριά πληγωμένος στη μονή της Ελεούσας, κοντά στον Αξιό. Εγώ είμαι ο φίλος του, ο Μιχαήλ Ιγερινός.

- Και σε στέλνει ο Νικήτας;

- Ναι, Δέσποτα!

- Από πού έρχεσαι;

- Από τη μονή όπου άφησα το φίλο μου.

- Και ο Νικήτας πού είναι;

- Πήγε στο Πετρίσκον να μάθει αν είναι αλήθεια πως ο Ιβάτζης ζητά να ενωθεί με τη φρουρά του Μελένικου και να σου κλείσει το στενό του Κλειδιού.

- Λοιπόν μένει ανοιχτός ο δρόμος ως τον Αξιό, από πάνω από το Δύσβατο; αναφώνησε ο Βασίλειος.

- Όχι, Δέσποτα! Τα στενά τα βαστούν εκεί ο Βλαδισλάβ με τον Νικουλιτσά και τον Δραξάν.

- Α, έφθασε ως εδώ λοιπόν ο Δραξάν! είπε με θυμό ο Βασίλειος.

Το πρόσωπο του σκοτείνιασε, και με σουφρωμένα φρύδια κοίταξε τον Μιχαήλ, περνώντας και ξαναπερνώντας αργά τα δάχτυλα του μέσα στα γένια του.

- Πώς μου είπες τ' όνομα σου; ρώτησε έξαφνα.

- Μιχαήλ Ιγερινός.

- Έχεις καμιά συγγένεια με τη γυναίκα του Δραξάν;

- Είναι αδελφή μου, είπε ο Μιχαήλ.

Η λύπη της φωνής του συγκίνησε τον Βασίλειο.

- Τον εσυγχώρησα δυο φορές, είπε με πίκρα. Πρώτα για τη γενναιότητα του και ύστερα για χατήρι του πεθερού του. Μα αν ξαναπέσει στα χέρια μου, μα την Αγία Μετάληψη, θα τον σουβλίσω!

Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα απάνω - κάτω. Ύστερα γυρνώντας στον Μιχαήλ, που αποκαμωμένος είχε ξαναπέσει στο μαξιλάρι του:

- Κοιμήσου ήσυχα, του είπε σιγά, και κοίταξε να γιάνεις. Αργότερα έχω κι άλλα να σε ρωτήσω. Και θα σε χρειαστώ για άλλη υπηρεσία.

Και με τους στρατηγούς του πέρασε σε άλλο χώρισμα της σκηνής. Το συμβούλιο βάσταξε πολλήν ώρα. Στο τέλος, αποφασίστηκε να μην πάγει ο Δαφνομήλης στον Αξιό, αλλ' απεναντίας να λυθεί αμέσως η πολιορκία της Στρουμπίτζης και, με το στρατό ολόκληρο, να γυρίσει πίσω ο Βασίλειος, να κατέβει την κοιλάδα του Πόντου και να χτυπήσει το Μελένικο.

- Τα πράματα μας αποδείχνουν, είπε ο Αυτοκράτορας, πως ήταν λάθος ν' αφήσομε πίσω μας δύναμη τέτοια σαν το φρούριο του Μελένικου.

Έπρεπε όμως να βιαστούν να φύγουν αμέσως, να πέσουν στο Μελένικο πριν προφθάσει ο Ιβάτζης να συμμαζέψει τα σκόρπια σώματα γύρω στο δυνατό αυτό φρούριο, που στέκουνταν απάνω σε βράχο ψηλό, και που θα γίνουνταν τότε απόρθητη φωλιά των εχθρών. Το ίδιο εκείνο απόγευμα, σα γύρισε ο Δαφνομήλης κοντά στον Μιχαήλ να μάθει περισσότερα καθέκαστα, τον βρήκε ξαπλωμένο ακόμα και με δεμένο το κεφάλι, αλλά ξεκουρασμένο και πολύ ζωηρότερο. Τον είχαν μεταφέρει σε μιαν άλλη σκηνή, κοντά στου Βασιλέα, και ο γιατρός διατάχθηκε να μένει κοντά του και να τον φροντίζει αδιάκοπα.

- Πώς βρέθηκες στη μονή της Ελεούσας με το φίλο σου τον Κρηνίτη; ρώτησε ο στρατηγός.

Ο Μιχαήλ διηγήθηκε τότε πως, πηγαίνοντας στη Στρουμπίτζη, ο Κωνσταντίνος Κρηνίτης είχε μάθει ότι ο Ιβάτζης έστησε καρτέρι του Βοτανειάτη. Πως είχε τρέξει να σταματήσει τους Έλληνες, αυτοί γελάστηκαν με τα ρούχα του και τον εσαΐτεψαν. Του είπε πως ο Νικήτας κι εκείνος βρήκαν τον πληγωμένο φίλο του πλάγι στο ρυάκι και τον μετέφεραν στη μονή. Ύστερα του διηγήθηκε το φθάσιμο του Ιβάτζη, τη νύχτα στο μοναστήρι, και το κυνηγητό της άλλης μέρας, σαν είδε το Βούλγαρο να φεύγει. Του διηγήθηκε πως άφησε το φίλο του αναίσθητο στα χέρια του πάτερ Γρηγόρη, και πως, γυρεύοντας τα σημάδια των αλόγων, βρήκε το παράξενο μήνυμα χαραγμένο στην άμμο, μήνυμα που στάθηκε αιτία να πάγει ο Νικήτας στο Πετρίσκον, να βεβαιωθεί αν πήγε κει ο Ιβάτζης, ενόσω ο Μιχαήλ έτρεχε στη Στρουμπίτζη να σταματήσει τον Αυτοκράτορα. Ο Δαφνομήλης άκουε με προσοχή.

- Μα πώς βρέθηκες εσύ σε τέτοια κατάσταση απέξω από τα χαρακώματα; ρώτησε σαν τελείωσε ο Μιχαήλ τη διήγηση του.

- Για να ξεφύγω από ένα σώμα βουλγάρικο, που μου γύρευε χαρτιά και σύνθημα, το έβαλα στα τέσσερα. Μα με σαίτεψαν και πλήγωσαν το άλογο μου που αφήνιασε, και αφού με πήρε κάμποσο δρόμο, γκρεμίστηκε σε μια χαράδρα και σκοτώθηκε.

- Και συ; ρώτησε ο Δαφνομήλης.

- Εγώ τη γλίτωσα φθηνά. Μόνο το κεφάλι μου χτύπησα, κι έτσι μπόρεσα να τραβήξω πάλι για τη Στρουμπίτζη. Όταν συνήλθα από το πέσιμο μου ήταν νύχτα βαθιά. Προσανατολίσθηκα και τράβηξα το δρόμο μου. Μα ζαλίστηκα κι έπεσα μια - δυο φορές, γιατί είχα χάσει πολύ αίμα και ήμουν και νηστικός από την παραμονή. Ύστερα πια δε θυμούμαι πολύ καθαρά. Κάθε λίγο μου έρχουνταν η σκέψη πως, αν δε φθάσω στη Στρουμπίτζη, ο Αυτοκράτορας θα πέσει στο καρτέρι των Βουλγάρων, και τότε ξανάκαμνα καρδιά κι έτρεχα μπροστά. Μα στο τέλος δε με βαστούσαν πια τα πόδια μου, και κάμποσην ώρα σύρθηκα χάμω πηγαίνοντας πάντα κατά τα φώτα που έβλεπα από μακριά και που ήταν το ελληνικό στρατόπεδο. Άλλο δε θυμούμαι. Ο Δαφνομήλης σηκώθηκε έξαφνα, και τράβηξε τον Μιχαήλ στο στήθος του:

- Όλη μου τη ζωή, είπε με συγκίνηση, προσπάθησα να υπηρετήσω πιστά και μ' αφοσίωση το Βασιλέα μου που είναι η μια μου λατρεία. Καμιά μου όμως πράξη δεν μπορεί να συγκριθεί με το καλό που έκανα τη νύχτα εκείνη, που είπα του Νικήτα να σας κρατήσει και τους δυο ανάμεσα στους Βουλγάρους.

Μα ο Μιχαήλ δε χαμογέλασε, ούτε καμιά χαρά ζωήρεψε το σκεπτικό του πρόσωπο για τον έπαινο που έτσι πλάγια του έκαμνε ένας από τους λαμπρότερους στρατηγούς του Βασιλείου. Συλλογισμένα τον κοίταζε, και τόση λύπη έλεγε το βλέμμα εκείνο, που ο Δαφνομήλης το παρατήρησε.

- Τι τρέχει λοιπόν; είπε ζωηρά, χτυπώντας τον χαδιάρικα στον ώμο, με το λιγνό μα σιδερένιο του χέρι. Μήπως και δεν είμαστε ευχαριστημένοι μ' αυτό που κάναμε;... Σήκωσε το κεφάλι, παλικάρι! Λίγοι φθάνουν εκεί που έφθασες εσύ, με το ένα σου αυτό το κατόρθωμα. Ύστερα από κείνα που είπες του Αυτοκράτορα και όσα έχω ακόμα να του πω, την τύχη σου την έκανες. Ό,τι κι αν ζητήσεις τώρα, ο Αύγουστος θα σου το δώσει. Γιατί τίποτα δεν του αρέσει τόσο σαν την παλικαριά. Γειά σου, παιδί μου! Ο δρόμος σου είναι αξιοζήλευτος!

Και χαρούμενα βγήκε έξω ο Δαφνομήλης και πήγε ίσια στη σκηνή του Βασιλείου. Μα ούτε και αυτά τα καλά λόγια του στρατηγού δε ζωήρεψαν τον Μιχαήλ. Για ώρα πολλή έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας από την πόρτα της σκηνής τις κορυφές των δέντρων που σειούνταν και κυμάτιζαν με κάθε αεράκι που περνούσε και με το νου του πήγαινε μακριά, μακριά, πέρα από το βουνό, ως το μοναστήρι, όπου κοίτουνταν ο φίλος του...

Όχι, ο δρόμος του δεν ήταν αξιοζήλευτος, ούτε ήθελε να ζητήσει τίποτα από το Βασιλέα. Εκείνος μια λατρεία είχε, μιαν αγάπη. Το φίλο του, που ήταν περισσότερο και από αδελφός! Και το ήξερε πως την αποστολή του ο Κωνσταντίνος δεν την άφηνε, γιατί είχε κι αυτός μια λατρεία, ένα ιδανικό, και το έβαζε τόσο ψηλά, που με κανένα άλλο αίσθημα δεν το παρέβαλλε.

Και ο Μιχαήλ γύρισε από το μέσα μέρος, για να μη δει ο γιατρός που τον φύλαγε, πως τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρυα. Την αυριανή, τα χαράματα, λύθηκε η πολιορκία της Στρουμπίτζης. Με τη συνηθισμένη του γρηγοράδα ο Βασίλειος, μιας και το αποφάσισε, πήρε το στρατό του ολόκληρο, κατέβηκε την κοιλάδα του Πόντου, κι έφθασε στο Μελένικο χωρίς ν' απαντήσει αντίσταση. Μόλις στρατοπέδευσαν κι έστησαν τις σκηνές, παρουσιάστηκε ένας χωρικός και ζήτησε να μιλήσει του αυτοκράτορα. Ήταν ο Νικήτας.

- Τι νέα φέρνεις; ρώτησε ο Βασίλειος, μόλις τον είδε.

- Το φρούριο δεν πέφτει εύκολα, Δέσποτα, αποκρίθηκε ο Νικήτας.

- Έχουν τροφές;

- Έχουν. Και καιρό και άντρες θα χάσεις, αν θελήσεις με τη βία να το πάρεις.

- Και ο Ιβάτζης;

- Δεν πρόφθασε ακόμα να μαζέψει αρκετές δυνάμεις για να σε σταματήσει. Η μόνη του ελπίδα είναι τώρα πως θα βαστάξει το Μελένικο, για να κερδίσει αυτός καιρό.

- Πού βρίσκεται;

- Στο βουνό.

- Στην Κερκίνη; Λοιπόν ήταν σωστό το μήνυμα που είδε ο Ιγερινός στο χώμα γραμμένο.

- Ναι, Δέσποτα!

- Υποψιάζεσαι κανένα; ρώτησε ο Βασιλέας.

- Κανένα, Δέσποτα. Εχθρός όμως δεν είναι, η πληροφορία ήταν σωστή. Αν εκείνη την ώρα ο Ιγερινός δε γύριζε πίσω, θα έπεφτε στα χέρια τους, γιατί όλα τα μονοπάτια ήταν πιασμένα ως πέρα, στο Δύσβατο.

Ο Βασίλειος του έκανε νόημα να τον αφήσει.

- Θα σε ξαναφωνάξω πάλι, είπε.

Έφυγε ο Νικήτας και πήγε ίσια στη σκηνή του Δαφνομήλη. Ο στρατηγός έλειπε. Μόνο ένας νέος, με το κεφάλι μαντιλοδεμένο, αντέγραφε από μια περγαμηνή στρωμένη στο τραπέζι μπροστά του.

- Πού είναι ο στρατηγός; ρώτησε ο Νικήτας. Ο νέος αναπήδησε.

- Νικήτα! Φώναξε.

- Μιχαήλ!

Οι δυο άντρες με συγκίνηση έσμιξαν τα χέρια τους.

- Τι έπαθες; ρώτησε ο Νικήτας, δείχνοντας το δεμένο του κεφάλι.

- Μια κουτρουβάλα, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ. Πες μου, εσύ τι ανακάλυψες;

Ο Νικήτας του επανέλαβε όσα είχε πει του Βασιλέα.

- Και το μυστικό μήνυμα μένει σκοτεινότερο παρά ποτέ, πρόσθεσε. Δεν μπορώ τίποτα να φανταστώ. Εχθρικό όμως δεν μπορεί να είναι και με μια ματιά, δείχνοντας την περγαμηνή απλωμένη στο τραπέζι: Γραφιάς έγινες; ρώτησε.

Το πρόσωπο του Μιχαήλ σοβάρεψε στη στιγμή.

- Ναι, είπε. Φαίνεται πως το μήνυμα, που έφερα του Αυτοκράτορα, μου άνοιξε μεμιάς το δρόμο για να φθάσω στα ψηλότερα αξιώματα. Αντιγράφω τις μυστικές διαταγές του Αυγούστου που θα μοιραστούν στους στρατηγούς, όσο δεν μπορώ να πιάσω πιο κουραστική δουλειά. Κι έτσι που με βλέπεις, εξακολούθησε, είμαι υπασπιστής του Αυτοκράτορα.

Ένα - δυο λεπτά έμεινε ο Νικήτας σιωπηλός. Ύστερα ρώτησε:

- Λοιπόν θα μείνεις εδώ; Ο Μιχαήλ χαμογέλασε.

- Το ξέρεις πως δε θα μείνω, είπε - πήρε τις περγαμηνές και τις τύλιξε τη μια μέσα στην άλλη. Πότε φεύγεις, Νικήτα; πρόσθεσε ήσυχα.

- Μόλις μ' αφήσει ο Αυτοκράτορας.

- Θα πας πίσω στη μονή;

- Ναι!

- Θα έλθω μαζί σου.

Ο Νικήτας πήρε το χέρι του νέου, κι ένα λεπτό το κράτησε στο δικό του.

- Μιχαήλ, είπε σοβαρά, μείνε δω. Σου παρουσιάζεται τώρα μια περίσταση μοναδική ν' αφήσεις τη ζωή που μισείς. Ίσως είναι καλύτερα να μην τη χάσεις.

Τα χείλια του Μιχαήλ έτρεμαν καθώς ρώτησε:

- Θα μου φέρεις λοιπόν τον Κωνσταντίνο; Ο Νικήτας παράτησε απότομα το χέρι του.

- Ο Κωνσταντίνος είναι πια άντρας, είπε, θα διαλέξει μόνος του τη ζωή που θέλει να κάνει. Ο Μιχαήλ γέλασε.

- Το βλέπεις πως πρέπει να φύγω, είπε.

Ακουμπισμένος στο τραπέζι με τα χέρια σταυρωμένα, ο Νικήτας κοίταζε το πήγαινε κι έλα των στρατιωτών, που έστηναν τις καλύβες και άναβαν φωτιές για να ψήσουν το δείπνο τους. Και ο Μιχαήλ, με αργές κινήσεις, έπαιρνε ένα - ένα στα χέρια του και κοίταζε, αφηρημένος, τα όπλα του Δαφνομήλη, ριγμένα όπως όπως σ' ένα κάθισμα.

- Αν πεθάνει ο Κωνσταντίνος, τι θα κάνεις εσύ; ρώτησε έξαφνα ο Νικήτας.

Ο Μιχαήλ ανατρίχιασε.

- Δεν το συλλογίστηκα ποτέ, είπε. Μα δεν μπορώ να φανταστώ ζωή χωρίς εκείνον.

- Ο Κωνσταντίνος είναι πιο ανεξάρτητος από σένα, είπε ο Νικήτας. Και όμως σ' αγαπά όπως τον αγαπάς, και σου το απέδειξε τη μέρα που έσχισε τα μούτρα του Βουλγάρου που σε μαστίγωνε. Μα βλέπει και πιο ψηλά.

- Ναι! είπε με καμάρι ο Μιχαήλ. Βλέπει πιο ψηλά απ' όλους μας, και είναι δυνατότερος απ' όλους μας, και από σένα, Νικήτα, που θρησκεία σου έκανες τη θέληση του υπερήφανου και αλύγιστου Δαφνομήλη, και από τον Δαφνομήλη ακόμα, που τυφλά λατρεύει τη σιδερένια ψυχή του Βασιλέα του, που τον εδάμασε κι αυτόν! Ο Κωνσταντίνος όμως λατρεία του έκανε μονάχα μιαν ιδέα, την Πατρίδα. Λύνεται από κάθε προσωπικότητα, είναι ανεξάρτητος, δεν έχει ανάγκη από κανένα... Ενώ εγώ τον έχω ανάγκη στη ζωή μου...

- Ποιον έχεις ανάγκη στη ζωή σου, παλικάρι; ρώτησε ο Δαφνομήλης μπαίνοντας στη σκηνή. Γεια σου, Νικήτα! Από τη σκηνή του αυτοκράτορα έρχομαι, ώστε δε σε ρωτώ τι νέα φέρνεις. Και ο Σέργιος, ο χρυσόστομος κουβικουλάριος, διατάχθηκε ν' ανέβει στο φρούριο και ν' ακονίσει τη γλώσσα του, ώσπου να πείσει τους λεβέντες της φρουράς πως πιότερο συμφέρει να παραδώσουν τα όπλα και το κάστρο, παρά να ψοφήσουν της πείνας, όπως το έχομε αποφασίσει.

- Θα συνθηκολογήσει ο Αύγουστος; ρώτησε ο Νικήτας.

- Έτσι θέλει. Του είπες, φαίνεται, πως το φρούριο δεν πέφτει, και ο Αύγουστος έχει λόγους, λέγει, να το πάρει μια ώρα αρχύτερα.

- Βέβαια έχει λόγους, είπε ο Νικήτας. Κάθε μέρα που χάνομε είναι κέρδος για τον Ιβάτζη και τους δικούς του. Ενώ αν πέσει το Μελένικο, δεν μπορούν πια να βασταχθούν στα βουνά.

- Ωστόσο εσύ θα ξαναφύγεις αμέσως, Νικήτα, είπε ο στρατηγός. Σε περιμένει ο Αύγουστος για να σου δώσει οδηγίες.

Ο Νικήτας βγήκε τρεχάτος από τη σκηνή. Σαν ξαναγύρισε, βρήκε τον Δαφνομήλη και τον Μιχαήλ που τον περίμεναν.

- Φεύγω, είπε και ήλθα να σε αποχαιρετήσω, Ευστάθιε Δαφνομήλη.

- Πού πηγαίνεις λοιπόν; ρώτησε ο στρατηγός.

- Στον Πρίλαπο, να βρω τον Τσάρο.

- Θα έλθω μαζί σου! φώναξε ο Μιχαήλ.

- Εσύ; Πώς; είπε ο Δαφνομήλης. Σ' έκανε ο Αύγουστος υπασπιστή του και γυρεύεις να φύγεις, για να ξαναγυρίσεις στην αβέβαιη ζωή του κατασκόπου;

- Ευστάθιε Δαφνομήλη, είπε ο Μιχαήλ με πολλή ταραχή. Μου είπες μια μέρα πως τώρα ό,τι κι αν ζητήσω του Αυτοκράτορα θα μου το κάνει. Μια χάρη λοιπόν τώρα ζητώ! Στη μονή της Ελεούσας είναι ο μόνος μου φίλος, που για μένα είναι ό,τι έχω στον κόσμο, και τον άφησα βαριά πληγωμένο. Μεσίτευσε στον Αύγουστο, στρατηγέ, να με αφήσει να φύγω με τον Νικήτα!

- Θα περάσεις από τη μονή αυτή; ρώτησε ο Δαφνομήλης τον Νικήτα.

- Όχι αμέσως, αποκρίθηκε ο κατάσκοπος, αλλά θα περάσω από κει αφού μάθω πρώτα τα κινήματα του Ιβάτζη στην Κερκίνη και του Νικουλιτσά στο Δύσβατο.

- Στο μοναστήρι είναι ο Δραξάν, είπε ο Δαφνομήλης και αυτός σε ξέρει!

Ο Νικήτας χαμογέλασε.

- Μέρος από τις οδηγίες που μου έδωσε ο Αύγουστος είναι για τον Δραξάν, αποκρίθηκε. Δική μου δουλειά είναι να μη με αναγνωρίσει.

- Και ο Ιγερινός μπορεί να σου χρησιμεύσει στην κατασκοπεία σου;

- Μπορεί να με βοηθήσει σημαντικά, αποκρίθηκε ο Νικήτας. Είναι γρήγορος και γενναίος. Σε μιαν ανάγκη είναι πολύτιμος.

- Πήγαινε λοιπόν, είπε ο στρατηγός γυρνώντας στο νέο. Ώσπου να ετοιμαστείς, θα σου έχω στείλει τη γραπτή διαταγή και το διαβατήριο με την υπογραφή του Αυγούστου.

Ο Μιχαήλ άρπαξε το χέρι του και το φίλησε.

- Αν χρειαστείς ποτέ τυφλή αφοσίωση, θυμήσου με, Ευστάθιε Δαφνομήλη! είπε ενθουσιαστικά.

- Θα σε θυμηθώ, παλικάρι, αποκρίθηκε ο στρατηγός με το υπερήφανο χαμόγελο του. Στις μέρες που ζούμε, συχνά χρειαζόμαστε τέτοια αφοσίωση. Κι ένας πιστός κατάσκοπος αξίζει, αυτή την ώρα, και από στρατηγό περισσότερο. Στο καλό λοιπόν, παιδί μου. Καλή αντάμωση πάλι, Νικήτα.