Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Θ
←Η'. Η Μονή της Κλεισούρας | Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου Συγγραφέας: Θ'. Το κρυφό μήνυμα |
Ι'. Στο στρατόπεδο του Βουλγαροκτόνου→ |
Βγήκε ο Μιχαήλ στο διάδρομο, που εκείνη την ώρα ήταν έρημος και κατασκότεινος ακόμα, και γύρισε κατά τη σκάλα. Αλλά εκεί σταμάτησε. Δυο άντρες μιλούσαν, και ο χαμηλόφωνος ήχος της ομιλίας τους έφθανε σα μουρμούρισμα ως τον Μιχαήλ, χωρίς να ξεχωρίζουν λόγια. Έσκυψε από πάνω από την καγκελαρία, μα δεν είδε κανένα. Στο κάτω όμως πάτωμα, πλάγι στη σκάλα, μια πόρτα ήταν μισοανοιχτή, και από μέσα χύνουνταν στα τελευταία σκαλοπάτια ένα τρεμουλιάρικο φως λυχναριού.
Σιγά - σιγά άρχισε ο Μιχαήλ να κατεβαίνει, προσέχοντας μην τρίξει η ξύλινη σκάλα. Μα σαν έφθασε στο φωτισμένο μέρος σταμάτησε, και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ένα όνομα είχε ακούσει, και την προσοχή του όλη την έστησε στα παρακάτω λόγια:
- Ιωάννη! Ιωάννη! έλεγε με λύπη η μια φωνή. Τι καταστροφές ετοιμάζει το μίσος σου στην άτυχη πατρίδα μας!
- Μην το λες αυτό, διαμαρτυρήθηκε ο άλλος, το καλό της πατρίδας μας γυρεύω ίσα - ίσα, και σεις δεν το βλέπετε, πως αν τώρα υποταχθούμε, πεθαίνομε ως έθνος!
- Ένα κακούργημα δεν μπορεί παρά να βλάψει την αντίσταση, αυτή την ώρα, είπε η πρώτη σοβαρή φωνή.
- Όχι, αν βγει από τη μέση ένας δειλός! αποκρίθηκε ο άλλος.
- Ο Ρωμανός δειλός; φώναξε με θυμό ο πρώτος.
- Ναι, δειλός! επανέλαβε με πάθος ο άλλος. Δειλός, αφού γυρεύει ν' αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον εχθρό, την ώρα που ξέρει πως είμαστε δω με τόση δύναμη, πως φυλάγομε τα στενά, πως από το Μελένικο είναι έτοιμη η μισή φρουρά να κατέβει, να ξανακλείσει το στενό του Κλειδιού και να πιάσει τον Έλληνα σα σε φάκα μέσα, μόλις της δώσομε το σύνθημα! Ναι, είναι δειλός να θέλει διαπραγματεύσεις, την ώρα που, στη φούρκα του απάνω, ο Βασίλείος ετοιμάζεται να εκδικήσει το θάνατο του Βοτανειάτη, και να ριχθεί ο ίδιος με τους καλύτερους άντρες του στην ενέδρα που του έχομε στήσει...
- Στάσου, Βλαδισλάβ, διέκοψε η πρώτη φωνή, είναι ανάξιο σου ν' αδικείς έτσι τον Ρωμανό, που σ' αυτόν και τη ζωή σου χρεωστείς ακόμα! Ξεχνάς πως όταν ζητούσε συνεννόηση, ούτε ιδέα είχε πως θα σκοτώνουνταν ο Βοτανειάτης και πως θα γύρευε ο Αυτοκράτορας εκδίκηση σε τούτα τα μέρη. Ύστερα έπρεπε να ξέρεις τον Ρωμανό, και να καταλάβεις πως, αν τώρα γυρεύει συνεννόηση, κανένα σκοπό δεν έχει να υποταχθεί, παρά γυρεύει να κερδίσει καιρό, όπως το έκαμε ο πατέρας του, ο μεγάλος μας Σαμουήλ, ύστερα από την καταστροφή του Σπερχειού, για να προφθάσει να μαζέψει πάλι τις σκόρπιες δυνάμεις μας και να πέσει απάνω στους Έλληνες εκεί που δεν το περιμένουν!
Άλλες οι περιστάσεις τότε και άλλες τώρα! είπε ο Βλαδισλάβ. Τώρα ξεψυχούμε με μια τέτοιαν άνανδρη πολιτική! Τώρα, μόνο μια τολμηρή απόφαση μπορεί να ξεσηκώσει το ηθικό του στρατού μας! Και αν ο Ρωμανός είναι τόσο άναδρος που να μην το κάνει, θα το κάνω εγώ με τον Ιβάτζη και τον Νικουλιτσά. Και σα φοβάσαι και συ τράβα με τον Ρωμανό από άλλο δρόμο!
- Μέτρα, Βλαδισλάβ, τα λόγια σου, είπε ο άλλος που με δυσκολία πια βαστούσε το θυμό του. Η υπομονή μου έχει όρια!
Ειρωνικό γέλιο του αποκρίθηκε:
- Και όμως πρέπει να την έχεις μεγάλη, αφού τόσα χρόνια μπόρεσες να ζήσεις με τους εχθρούς, με γυναίκα της φυλής τους, και παιδιά...
- Βλαδισλάβ! φώναξε έξω φρενών ο άλλος.
Ο Μιχαήλ δε βάσταξε. Έκανε ένα βήμα και είδε τους δυο άντρες έτοιμους να πιαστούν χέρια με χέρια. Ο ένας ψηλός, ξανθός, το πρόσωπο κατάχλωμο και αγριεμένο, με σηκωμένους γρόθους ρίχνουνταν απάνω στον άλλο που γυρνούσε την πλάτη του στην πόρτα. Μα έξαφνα σταμάτησε, σταύρωσε τα χέρια του και είπε, συγκρατώντας το θυμό που έτρεμε στη φωνή του:
- Όχι, δεν είναι ώρα να σε σκοτώσω, όταν ψυχομαχά η πατρίδα... Και πρόσθεσε πιο σιγά: Μια φουχτιά πια μείναμε, Βλαδισλάβ. Μην αφαιρέσεις της Βουλγαρίας προστάτη σαν τον Ρωμανό...
Ο Μιχαήλ δεν περίμενε ν' ακούσει άλλο. Μ' έναν πήδο κατέβηκε τα τελευταία σκαλοπάτια, έτρεξε στο σκοτεινό διάδρομο, έφθασε σε μια πλαγινή μικρή πόρτα, την άνοιξε χωρίς δυσκολία και βγήκε στα χωράφια. Είχε ξημερώσει πια καλά.
Στις ράχες των βουνών, οι κορυφές των πεύκων χρυσώνουνταν με τις πρώτες ηλιακές αχτίδες, και στα πόδια του Μιχαήλ χιλιάδες υγρά διαμαντάκια λαμποκοπούσαν σκαλωμένα σε κάθε χορταράκι, σε κάθε φύλλο. Μα πρώτη φορά ίσως στη ζωή του, ο Μιχαήλ περνούσε τυφλός εμπρός στη μαγεύτρα ομορφιά της καλοκαιριάτικης αυγής. Η προσοχή του ήταν όλη στημένη στα παραπόταμα δέντρα, όπου είχε δει τον Ιβάτζη να χώνεται με το σύντροφο του, και ακολουθώντας τοίχο - τοίχο το μοναστήρι, για να μην τον δουν από κανένα παράθυρο, έφτασε στα πρώτα δέντρα του δάσους όπου κρύφθηκε ανάμεσα στους κορμούς και κατέβηκε στο ποτάμι. Ο Ιβάτζης με τον υπασπιστή του είχε περάσει από κει. Στην υγρή άμμο, που τα χαμηλωμένα νερά άφηναν ξεσκέπαστη, βαθιά φαίνουνταν τα σημάδια των αλόγων. Για πολλήν ώρα ο Μιχαήλ ακολούθησε τα ίχνη τους, ώσπου έφτασε σ' ένα ρυάκι που κατέβαινε από ψηλά και χύνουνταν στον ποταμό. Μα εκεί σταματούσαν τα σημάδια. Ήταν φανερό πως οι καβαλάρηδες μπήκαν στο νερό, είτε για να κατέβουν τον Αξιό, είτε για ν' ανέβουν το ρυάκι κατά το βουνό. Ο Μιχαήλ αποφάσισε πρώτα να εξετάσει την όχθη του Αξιού και πέρασε το ρυάκι.
Την ίδια ώρα, του φάνηκε πως πίσω του άκουσε ένα βήμα λαφρύ, ανάμεσα στα ξερά φύλλα που είχαν πέσει από τα δέντρα. Σταμάτησε ν' ακούσει. Τίποτα όμως δεν κουνούσε, ούτε φαίνουνταν τίποτα, όσο βαθιά πήγαινε το βλέμμα του ανάμεσα στους κορμούς. Ωστε εξακολούθησε το δρόμο του, εξετάζοντας το χώμα και το χορτάρι. Μα πάλι τίποτα δεν είδε. Γύρισε λοιπόν πίσω, με σκοπό ν' ακολουθήσει το ρυάκι και να εξετάσει κι εκεί. Σαν έφθασε στο μέρος όπου έσμιγαν τα δυο ρεύματα, με απορία είδε ένα κόκκινο κουρελάκι δεμένο σ' ένα κλαδί και μπηγμένο στην άμμο αντίκρυ. Βέβαια δεν ήταν εκεί το σημάδι αυτό σαν είχε περάσει! Με δυο πήδους βρέθηκε στην άλλη όχθη του ρυακιού. Κι εκεί, πλάγι στο κλαδί, είδε χαραγμένες στην άμμο τις ακόλουθες λέξεις ελληνικά γραμμένες: «Γύρνα πίσω. Ο Ιβάτζης με τον Νεστορίτση τραβούν για το Πετρίσκον». Μια στιγμή έμεινε ο Μιχαήλ σα σαστισμένος. Κοίταζε μια τα γράμματα, μια το δάσος, γυρεύοντας ανάμεσα στα πυκνά δέντρα να βρει την εξήγηση του μυστήριου. Μα τίποτα δε σάλευε, ούτε αεράκι δε φυσούσε και ο ήλιος ακτινοβολούσε στα νερά του Αξιού και ξέραινε λίγο - λίγο την άμμο με τα νεοχάραχτα λόγια.
Πως ο Νικήτας είχε γράψει τα λόγια αυτά, ο Μιχαήλ δεν είχε αμφιβολία. Μα τι τρέλα να τα γράψει ελληνικά και να φύγει! Αν επέστρεφε ο Ιβάτζης, ή αν περνούσε από κει κανένας στρατιώτης, τα λόγια αυτά αρκούσαν να μαρτυρήσουν την παρουσία Ελλήνων στην καρδιά της Βουλγαρίας. Σκέφθηκε τον άρρωστο φίλο του, εκτεθειμένο στο μίσος του Ιβάτζη. «Τι τρέλα! Τι τρέλα!», μουρμούρισε. Και με το πόδι έσβησε βιαστικά τα γράμματα, τα τσαλαπάτησε ώσπου δε φαίνουνταν ούτε ένα ψηφίο. Ύστερα έριξε στο νερό το κλαδί με το κόκκινο κουρελάκι, γύρισε πίσω και ανέβηκε από το γνωστό του μονοπάτι, που πήγαινε στην καλύβα όπου είχε κοιμηθεί την παραμονή της καταστροφής του Βοτανειάτη. Ο Νικήτας τον περίμενε.
- Έμαθες τίποτα; ρώτησε ανήσυχα μόλις τον είδε.
- Ναι, είπε ο Μιχαήλ, μα γιατί δεν πήγες στη Στρουμπίτζη;
- Δεν πρόφθασα. Είδα εδώ άλλα κι άλλα που ήταν ανάγκη και βία να μάθω. Έπειτα σκέφθηκα πως το θάνατο του Βοτανειάτη θα τον έμαθε πια ο Αύγουστος απ' όσους πρόφθασαν και βγήκαν πρώτοι από τη ρεματιά. Εδώ μαγειρεύεται κάτι σοβαρό. Ο Δραξάν βρίσκεται στο μοναστήρι της Ελεούσας. Έμαθες πού πηγαίνει;
- Ο Βλαδισλάβ ετοιμάζει μια παγίδα, όπου θέλει να τραβήξει τον Αυτοκράτορα, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ.
Και διηγήθηκε του Νικήτα τη συνομιλία που είχε ακούσει.
- Ποιοι ήταν οι δυο άντρες; ρώτησε ο Νικήτας.
- Ο ένας είναι ο Βλαδισλάβ, ο άλλος πρέπει να ήταν ο Δραξάν. Είναι ψηλός; Με ξανθά γένια;
- Ναι, αυτός είναι. Και ο Ιβάτζης;
- Ο Ιβάτζης! Μα καλά, δεν πάει στο Πετρίσκον με τον Νεστορίτση;
- Δεν ξέρω τίποτα! Τι πάγει να κάνει στο Πετρίσκον;
- Πώς δεν ξέρεις; Εσύ δεν το έγραψες στην άμμο για να το διαβάσω, στην όχθη του Αξιού;
- Εγώ; Δεν κούνησα από δω! Σε περιμένω από την ώρα που σου έριξα την πέτρα.
Ο Μιχαήλ του διηγήθηκε πως, γυρεύοντας τον Ιβάτζη στις όχθες του ποταμού, βρήκε το σημάδι και τα γράμματα χαραγμένα στην άμμο. Ο Νικήτας τον κοίταξε συλλογισμένα.
- Παράξενο... μουρμούρισε.
- Ναι, πολύ παράξενο, είπε ο Μιχαήλ. Και ξέρεις κι ένα άλλο; Ο Κωνσταντίνος λέγει πως δε μου έγραψε πως βρίσκουνταν πληγωμένος στη ρεματιά.
- Αδύνατο! αναφώνησε ο Νικήτας.
- Και όμως, επέμεινε ο Μιχαήλ. Δεν ήξερε πως σκοτώθηκε ο Βοτανειάτης.
Κάμποση ώρα έμεινε ο Νικήτας βυθισμένος σε συλλογή. Ύστερα είπε με απόφαση:
- Ό,τι και αν είναι το μυστήριο, πρέπει να το βρούμε, μα όχι τώρα. Τώρα τα πιο βιαστικά να κοιτάξομε. Ένας από μας πρέπει να πάγει ευθύς στον Αυτοκράτορα και να τον σταματήσει, αν αλήθεια έχει σκοπό να πάρει τον ίδιο δρόμο όπου ο Βοτανειάτης βρήκε το θάνατο. Και πρέπει αμέσως να μεταφέρομε τον Κωνσταντίνο. Δεν μπορεί να μείνει μόνος στο μοναστήρι. Και σένα σ' έχω ανάγκη...
- Περιττό να τον κουνήσομε, διέκοψε ο Μιχαήλ. Βρίσκεται σε καλά χέρια. Ο παπα-Γρηγόρης είναι κοντά του. Ο Νικήτας αναπήδησε.
- Ποιος Γρηγόρης;
- Ο φίλος σου. Και σε ζητά. Θέλει να σε δει.
- Ο Γρηγόρης... ύστερα από δέκα χρόνια, τον ξαναβρίσκω επιτέλους... έκανε ο Νικήτας συγκινημένος. Μα πώς τον ανακάλυψες;
Με λίγα λόγια ο Μιχαήλ του διηγήθηκε πώς αναγνωρίστηκαν.
- Και περιμένει ένα μήνυμα σου για να έλθει να σε βρει, πρόσθεσε.
Μα η συγκίνηση είχε σβήσει πάλι από το σκληρό πρόσωπο του Νικήτα.
- Κι εγώ δέκα χρόνια τον γυρεύω, είπε, και θα έδινα ό,τι έχω για να τον ξαναδώ. Μα θα χάσω τώρα καιρό, αν πάγω στο μοναστήρι, και οι ώρες είναι πολύτιμες. Πήγαινε συ αμέσως στη Στρουμπίτζη, Μιχαήλ, δες τον Αυτοκράτορα και πες του όσα άκουσες. Εγώ πηγαίνω στο Πετρίσκον. Πρέπει να κόψομε το δίχτυ που πλέκει ο Ιβάτζης με τους συντρόφους του γύρω στον Αυτοκράτορα. Και αν το μήνυμα που διάβασες στην άμμο είναι και αυτό μέρος του παιχνιδιού του, η πονηρία του θα πάγει χαμένη. Στο καλό, Μιχαήλ.
- Πού θα σε ξαναβρώ; ρώτησε ο νέος κρατώντας ακόμα το σύντροφο του από το χέρι.
- Πού; το βλέμμα του Νικήτα μαλάκωσε: Στο προσκέφαλο του αρρώστου, αποκρίθηκε. Δόξα τω Θεώ! Έχομε τώρα τον Γρηγόρη, που θα παίρνει και θα μας δίνει με ασφάλεια τα μηνύματα. Έχεις χρήματα;
- Έχω.
- Πάρε το άλογο μου. Από τη γρηγοράδα σου κρέμεται ίσως η ζωή του Αυτοκράτορα. Στο καλό, Μιχαήλ, και ο Θεός μαζί σου.
- Έχε γεια, Νικήτα.
Οι δυο Έλληνες χωρίστηκαν. Ένα λεπτό ακόμα στάθηκε ο Νικήτας στην είσοδο της καλύβας, κοιτάζοντας τον Μιχαήλ που απομακρύνουνταν με το άλογο. Το αγέλαστο του πρόσωπο ήταν σκοτεινό και λυπημένο. Πέρασε το χέρι του στο μέτωπο του σα να ήθελε να διώξει μια δυσάρεστη σκέψη. «Τη δουλειά μου τώρα...», μουρμούρισε, «και για άλλα πάλι βλέπομε...». Και με γρήγορο βήμα κατέβηκε στον Αξιό, και τρεχάτος πήρε το δρόμο όπου είχε περάσει ο Ιβάτζης λίγες ώρες πρωτύτερα. Με μαύρη και βαριά καρδιά τραβούσε ο Μιχαήλ ίσια κατά τη Στρουμπίτζη. Είχε πάρει από τα παράμερα μέρη, αποφεύγοντας τα γνωστά μονοπάτια όπου μπορούσε ν' απαντήσει Βουλγάρους και, μόλις έκαμνε το άλογο να λιγοστέψει το βήμα του, το σπηρούνιζε και ξανάφευγε με καινούρια ορμή. «Τη δουλειά μου πρώτα», έλεγε κι εκείνος με το νου του, όπως το είχε πει και ο Νικήτας. Μα στο βάθος της καρδιάς του πονούσε που είχε αφήσει το φίλο του τόσο βαριά, χωρίς κανένα μήνυμα, και σε χέρια ξένου.
Όταν του είπε ο Νικήτας να φύγει, δε ρώτησε καν αν πρόφθαινε να τους ειδοποιήσει στο μοναστήρι. Σαν πάντα είχε υπακούσει, σαν πάντα είχε παραδεχθεί την απόφαση του Νικήτα, συνηθισμένος από μικρός να μη συζητά ποτέ, αναγνωρίζοντας την αλάθευτη κρίση του μεγαλύτερου του, τη γρηγοράδα με την οποία έβλεπε κάθε λεπτομέρεια στις πιο μπερδεμένες δουλειές.
Το ήξερε πως ήταν ανάγκη να τρέξει στο Βασιλέα, να τον εμποδίσει να πέσει στο καρτέρι που του είχαν στήσει οι Βούλγαροι. Το ήξερε πως εμπρός στον εθνικό κίνδυνο το άτομο δε λογαριάζει, πως έστω κι αν πέθαινε ο Κωνσταντίνος μόνος κι έρημος, χωρίς ένα φίλο κοντά του, δε σήμαινε τίποτα. «Τη δουλειά του πρώτα!» Το ήξερε, όπως ήξερε τόσα άλλα, όπως ήξερε πόσο αναγκαίοι ήταν οι κατάσκοποι, πόσο σημαντική η υπηρεσία τους. Και σα θα μάθαινε ο Κωνσταντίνος πως τον άφησε τόσο άρρωστο σε ξένου χέρια, θα έλεγε με χαρά: «Εύγε στο παλικάρι!...». Με το κεφάλι ψηλά και με σφιγμένα τα χείλια, έτρεχε μπροστά ο Μιχαήλ, σπηρουνίζοντας το άλογο του για να φθάσει γρηγορότερα και να εκτελέσει μια ώρα αρχύτερα την αποστολή του. Ναι! Ο Κωνσταντίνος θα τον θαύμαζε που είχε φύγει...
Μα ο Κωνσταντίνος είχε τέτοια πίστη στην ομορφιά της αποστολής του! Ενώ εκείνος... Έξαφνα, μπροστά του, ένα σώμα Βουλγάρων ξεπρόβαλε και του έκαμαν νόημα να σταθεί. Ο Μιχαήλ σταμάτησε ευθύς το άλογο του.
- Πού πηγαίνεις; ρώτησε ο αξιωματικός που οδηγούσε το σώμα.
- Στη Στρουμπίτζη, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό ο Μιχαήλ.
- Τι πας να κάνεις;
- Πηγαίνω μήνυμα στο φρούραρχο.
- Τίνος μήνυμα;
- Του Βλαδισλάβ.
- Είσαι στρατιώτης του;
- Ναι.
- Δεν ξέρεις πως ο Αυτοκράτορας πολιορκεί τη Στρουμπίτζη;
- Το ξέρω. Γι' αυτό πηγαίνω μήνυμα στο φρούραρχο.
Ο αξιωματικός τον κοίταξε υποψιάρικα.
- Δείξε τα χαρτιά σου, είπε.
- Δεν έχω τίποτα να δείξω, είπε απότομα ο Μιχαήλ. Ούτε έχω λόγο να σου δώσω. Οι διαταγές μου είναι ρητές.
- Ποιες διαταγές;
- Να μη σταματήσω πουθενά στο δρόμο και να μη δώσω λογαριασμό σε κανέναν άλλο από το φρούραρχο.
- Πες το σύνθημα λοιπόν, διέταξε ο Βούλγαρος.
- Μη με παίρνεις για βλάκα; είπε ο Μιχαήλ που καμώνουνταν το θυμωμένο. Το σύνθημα θα το πω εκεί που χρειάζεται.
- Πες το σύνθημα, ειδεμή δεν περνάς! φώναξε ο Βούλγαρος αρπάζοντας το χαλινάρι.
Βαθιά έμπηξε ο Μιχαήλ τα σπηρούνια του στα πλευρά του αλόγου, και το ζώο, ξαφνιασμένο, σηκώθηκε όρθιο στα πίσω του πόδια και πετάχθηκε μπρος με τόση ορμή, που ο Βούλγαρος έχασε την ισορροπία του και κυλίστηκε στα χώματα, ενώ ο Μιχαήλ, στα τέσσερα, πήρε τον κατήφορο. Οι στρατιώτες έκαμαν να τον κυνηγήσουν, μα δεν είχαν άλογα. Και σαν είδαν πως τους ξέφευγε, όλοι μαζί τον σαίτεψαν. Σύννεφα οι σαΐτες πέταξαν γύρω του, και μία τους μπήχθηκε στο πλευρό του αλόγου, που φρενιασμένο διπλασίασε την ορμή του.
Σαν αστραπή έπαιρνε τον Μιχαήλ. Τα πόδια του έβγαζαν σπίθες από τα χαλίκια. Ούτε χαλινάρι ούτε τίποτε δεν το συγκρατούσε πια, παρά, σα να είχε φτερά, πετούσε πάνω από τα χαμόδεντρα, πηδούσε τα ρυάκια, έτρεχε ίσια μπροστά του σηκώνοντας σύννεφα τη σκόνη.
Έτρεχαν, έτρεχαν, ο άνεμος σφύριζε στ' αυτιά του Μιχαήλ, και το άλογο όλο χύνουνταν μπροστά, ακράτητα, τυφλά. Από μακριά είδε ο Μιχαήλ μια χαράδρα και θέλησε να στρέψει. Μάταια όμως! Το ζώο ξετρελαμένο έτρεχε ολόισια. Έφθασε στον κατήφορο της λαγκαδιάς, σκόνταψε, έκανε ν' ανασηκωθεί. Και άλογο και καβαλάρης κατρακύλησαν μαζί ως κάτω.