Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Η

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
Η'. Η Μονή της Κλεισούρας


Σαν κατέβηκε ο Μιχαήλ στην τραπεζαρία, όλοι οι καλόγεροι είχαν τελειώσει το πρόγευμα τους. Οι περισσότεροι είχαν σηκωθεί, και ο καθένας πήγαινε στη δουλειά του. Μόνος ο ξένος παπάς κάθουνταν ακόμα στο τραπέζι με τον Ηγούμενο και κουβέντιαζαν. Άμα είδε όμως τον Μιχαήλ, ο ξένος τον χαιρέτησε κρύα κι έκοψε την κουβέντα. Ο Μιχαήλ φίλησε το χέρι του Ηγούμενου και κάθησε στη θέση που του είχαν στρώσει.

- Πώς τα πάγει ο αδελφός σου; ρώτησε ο Ηγούμενος μ' ενδιαφέρον.

- Είναι πάρα πολύ ήσυχος, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ, τόσο που μ' ανησυχεί λίγο. Ο πάτερ Μεθόδιος είναι τώρα μαζί του. Μα λέγει πως δεν περιποιήθηκε άλλη φορά πληγωμένο και δεν καλονιώθει γιατί μένει σ' αυτόν το βαθύ ύπνο.

- Κι εγώ δεν περιποιήθηκα ποτέ πληγωμένο, είπε ο Ηγούμενος, και μου είναι δύσκολο να σε πληροφορήσω ή να σου δώσω καμιά συμβουλή. Μα θα φωνάξω τους άλλους καλόγερους να ρωτήσω αν μπορεί κανένας να σε βοηθήσει...

- Ίσως μπορώ εγώ! διέκοψε ο ξένος καλόγερος.

- Εσύ, παπα-Γρηγόρη; έκανε χαμογελώντας ο Ηγούμενος. Πού τα έμαθες αυτά στη μοναξιά της μονής σου;

- Δεν έζησα μόνο στη μονή μου, είπε σοβαρά ο ξένος καλόγερος. Ταξίδεψα πολύ τα τελευταία αυτά χρόνια, και μου έτυχε ν' απαντήσω πολλές δυστυχίες, και να νοσηλέψω καμπόσους πληγωμένους, - και γυρνώντας μάλλον ψυχρά προς τον Μιχαήλ: Είμαι στη διάθεση σου, είπε, και θα χαρώ πολύ αν μπορέσω να κάμω τίποτα.

Ο Μιχαήλ σηκώθηκε ευθύς και τον οδήγησε στο δωμάτιο του Κωνσταντίνου, όπου βρήκαν τον πάτερ Μεθόδιο που μετάνοιζε πλάγι στον άρρωστο.

- Είναι τόσο ήσυχος, εξήγησε, που κόντεψα ν' αποκοιμηθώ κι εγώ!

Ο ξένος έγειρε πάνω στον πληγωμένο, τον κοίταξε, και βιαστικά τράβηξε τα σκεπάσματα. Με τρόμο είδε τότε ο Μιχαήλ πως ο Κωνσταντίνος ήταν βουτημένος στο αίμα.

- Παναγία μου! φώναξε φρικιασμένος. Τι είναι αυτά;

- Άνοιξε η πληγή του, είπε ο πάτερ Γρηγόρης, και πρέπει να πέρασε κάμποση ώρα! Γρήγορα, φέρτε μου ξαντό και πανιά και χλιαρό νερό... Ίσως προφταίνουμε ακόμα...

Ενόσω έτρεχε ο πάτερ Μεθόδιος να φέρει τα χρειαζούμενα για να ξαναγίνει καινούριος επίδεσμος, σκυμμένος απάνω στον αναίσθητο Κωνσταντίνο, γύρευε ο Γρηγόρης να χύσει ανάμεσα στα χείλη του λίγο δυνατό παλιό κρασί. Μα δεν ήταν εύκολο. Τα δόντια του τα είχε τόσο σφιγμένα, που το κρασί δεν περνούσε. Σήκωσε ο καλόγερος το κεφάλι αποθαρρυμένος και είδε τον Μιχαήλ σκυμμένο πλάγι του. Τέτοια απελπισία ζωγραφίζονταν στο πρόσωπο του νέου, που ο καλόγερος ταράχτηκε.

- Μην κάνεις έτσι, είπε κάπως απότομα, δεν πέθανε ακόμα! Μπορεί και να σωθεί! Και πρόσθεσε πιο σιγά: Βάστα το κεφάλι του, θα ξαναδοκιμάσω.

Και με επιμονή ξανάρχισε στάλα - στάλα να χύνει το κρασί ανάμεσα στα κλειστά δόντια του πληγωμένου. Ο πάτερ Μεθόδιος γύρισε με τα χρειαζούμενα, και ο Γρηγόρης, αφού έπλυνε την πληγή, την άλειψε με μια δική του αλοιφή, την έκλεισε με ξαντό και τη σφιχτόδεσε. Ύστερα ξάπλωσε προσεκτικά τον άρρωστο, και ξανάρχισε να του δίνει κόμπο - κόμπο το κρασί ανακατωμένο με κάτι στάλες γιατρικό. Ως το βράδυ δεν κούνησε ο καλόγερος από κοντά από τον Κωνσταντίνο, δεν έπαυσε να προσέχει κάθε του κίνηση, κάθε του αναπνοή που μπορούσε να είναι και η τελευταία. Προς το βράδυ όμως ο Κωνσταντίνος άρχισε να ταράζεται. Η θέρμη ανέβαινε ολοένα, και δυο - τρεις φορές ξύπνησε ξαφνικά και φώναξε δυνατά το φίλο του.

- Εδώ είμαι, του αποκρίνουνταν βουλγάρικα ο Μιχαήλ, και ο Κωνσταντίνος τότε, σα να συνέρχουνταν, έριχνε μια ματιά του ξένου, και πάλι τα βλέφαρα του έκλειναν.

Όσο όμως προχωρούσε η νύχτα, η ταραχή του αρρώστου αύξανε, πού και πού μουρμούριζε ασυνάρτητα λόγια, που έριχναν τον Μιχαήλ σε αμηχανία. Από τη μια ήθελε για καλό και για κακό ν' απομακρύνει τον άγνωστο καλόγερο, μην ακούσει τίποτα που δεν έπρεπε από το στόμα του Κωνσταντίνου, κι από την άλλη, βλέποντας με τι προσοχή φρόντιζε το φίλο του, δίνοντας του αδιάκοπα δυναμωτικά, εξετάζοντας κάθε λίγο το σφυγμό και την καρδιά του, φοβούνταν να τον απομακρύνει, μην τύχει και πάθει τίποτα ο Κωνσταντίνος και του μείνει στα χέρια. Μα σα να μάντευσε ο παπάς τους στοχασμούς και τους φόβους του, σηκώθηκε από κοντά από το προσκεφάλι κι έκανε νόημα του Μιχαήλ να καθήσει στη θέση του.

- Θα μείνω εδώ, του είπε σιγά, αν δεις τίποτα, φώναξε με.

Και κάθησε στην άλλη άκρη του κελιού, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο και τα μάτια κλειστά, σα να κοιμούνταν. Κάμποση ώρα πέρασε, η σιωπή ήταν βαθιά, το μοναστήρι όλο αναπαύουνταν βουτημένο στο σκοτάδι. Μόνο στο κελί του αρρώστου ένα καντήλι έκαιε μπρος στο εικόνισμα της Παναγίας.

Ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να μουρμουρίζει που και που ασυνάρτητα λόγια, και ο Μιχαήλ, γερμένος απάνω του, τον ησύχαζε ψιθυρίζοντας του λόγια αγάπης, ενώ στη γωνιά του ο καλόγερος έμοιαζε να κοιμάται βαθιά. Έξαφνα ακούστηκε έξω ένα δυνατό σφύριγμα. Ο Μιχαήλ ανατινάχθηκε. Ήταν άραγε σύνθημα; Έριξε μια ματιά του πάτερ Γρηγόρη. Μα ο καλόγερος δε σάλεψε. Δεύτερο σφύριγμα! Και σε λίγο πάλι τρίτο, όλα όμως στο πίσω μέρος του κτιρίου. Μέσα στο μοναστήρι ακούστηκαν ψιθυρίσματα, βήματα σιγανά, ένα τρομαγμένο πήγαινε κι έλα, πόρτες που ανοιγοσφαλούσαν με προσοχή. Έξαφνα ο Κωνσταντίνος ανασηκώθηκε. Το αναίματο, σχεδόν διάφανο πρόσωπο του, φωτισμένο από την καντήλα, ξεχώριζε άγριο στο σκοτάδι.

- Ιβάτζη... Ιβάτζη! Ως κι εδώ ήλθες να με βρεις;... φώναξε ελληνικά.

Από τη θέση του ο καλόγερος ξεπετάχθηκε.

- Θεέ μου!... μουρμούρισε στην ίδια γλώσσα, Ελληνόπουλα είναι!...

Η βαριά εξώπορτα έτριξε, ομιλίες και βήματα ακούστηκαν. Ο καλόγερος άπλωσε βιαστικά το χέρι κι έσβησε την καντήλα. Ανασηκωμένος στο στρώμα του ο Κωνσταντίνος έβγαλε μια φωνή.

- Το μαχαίρι μου...

Ο καλόγερος όρμησε κι έκλεισε το στόμα του.

- Μίλησε του... ψιθύρισε ελληνικά του Μιχαήλ, ησύχασε τον! Είναι χαμένος αν τον ακούσουν...

Με τη βοήθεια του Μιχαήλ τον ξάπλωσε στο μαξιλάρι και, ψηλαφώντας στα σκοτεινά, έχυσε στα χωρισμένα του χείλια δυο - τρεις στάλες από ένα μποτιλάκι που είχε στον κόρφο του.

- Το μαχαίρι μου... μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος, βαρέθηκα τη σκλαβιά... να φύγομε, Μιχαήλ... μα πρώτα εκδίκηση... εκδίκηση...

Γονατιστός κοντά του ο Μιχαήλ του ψιθύριζε λόγια ησυχαστικά. Μα ο Κωνσταντίνος δεν αποκρίθηκε πια. Έγειρε πίσω το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε.

- Τι του έκανες; ρώτησε ο Μιχαήλ άγρια τον καλόγερο. Τι του έδωσες;

Στα σκοτεινά ο παπάς έσφιξε το χέρι του.

- Μη μιλάς, ψιθύρισε, κι έννοια σου! Τώρα που ξέρω πως είστε Έλληνες, θα τον σώσω, πρώτα ο Θεός!

- Μα ποιος είσαι;

- Είμαι ο πάτερ Γρηγόρης, από τη μονή του Αγίου Γρηγορίου της Πρέσπας.

- Εσύ! αναφώνησε ο Μιχαήλ, ο Γρηγόρης! Ο φίλος του... Σταμάτησε απότομα, πριν πει τ' όνομα.

- Στ' όνομα του σωτήρα μας, μουρμούρισε, μην ξέρεις τον Νικήτα;

- Ναι! είπε ο Μιχαήλ.

Ο καλόγερος τον τράβηξε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε με δύναμη στο στήθος του.

- Ο Κύριος με σπλαχνίστηκε! μουρμούρισε. Δέκα χρόνια τον γυρεύω!

Βαριά περπατησιά ακούστηκε στο διάδρομο και μια αγέρωχη φωνή, αψηφώντας τον ύπνο των άλλων, έλεγε προστακτικά:

- Δε συνηθίζω να προειδοποιώ! Σαν έρχομαι, πρέπει να βρίσκω έτοιμο ό,τι χρειάζομαι. Τα ξημερώματα θα φύγω κι έχω ανάγκη από δυο άλογα! Βρείτε τα όπου θέτε.

Ο Μιχαήλ έτρεξε στην πόρτα και κόλλησε τ' αυτί του στο ξύλο.

- Πιο σιγά! Παρακαλώ, αφέντη, μίλα πιο σιγά! έλεγε παρακλητικά η φωνή του Ηγούμενου. Έχομε έναν άρρωστο και είναι πολύ βαριά! Μην τον ξυπνήσεις!

- Έναν άρρωστο; Καλόγερο; ρώτησε ο άλλος χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή του.

- Όχι, αποκρίθηκε σιγά ο Ηγούμενος, είναι στρατιώτης και πληγώθηκε στη μάχη της ρεματιάς...

- Τι; φώναξε πάλι ο πρώτος, στρατιώτης δικός μας;

- Ναι, αφέντη!

- Παραμύθια! Κανένας στρατιώτης δικός μας δεν έπαθε τίποτα στη μάχη της ρεματιάς. Σε κανένα καβγά θα την έπαθε...

Τα βήματα απομακρύνονταν και οι φωνές λίγο - λίγο έσβησαν. Έξαφνα η απότομη φωνή υψώθηκε πάλι σα να φώναζε κάποιον μακρύτερα.

- Δραξάν, αφού θα μείνεις εδώ ένα - δυο μέρες, φρόντισε να μάθεις πού πληγώθηκε ο στρατιώτης και από ποιο σώμα είναι. Εγώ δεν έχω καιρό να χάσω μ' αυτούς, πρέπει να πάγω ευθύς να βρω τον Τσάρο...

Τα υπόλοιπα χάθηκαν στο γύρισμα του διαδρόμου. Ο Γρηγόρης είχε σιμώσει ν' ακούσει.

- Ξέρεις ποιος είναι; ψιθύρισε ο Μιχαήλ. Στη θέρμη του ο Κωνσταντίνος τον ένιωσε! Είναι ο Ιβάτζης. Και μαζί του είναι ο Δραξάν.

- Τι; Ξέκοψε πάλι ο Δραξάν;

- Τον γνωρίζεις;

- Ήμουν στη Θεσσαλονίκη τη δεύτερη φορά που τον έπιασαν και τον έφεραν πίσω. Δεν έτυχε να τον δω, μα έγινε μεγάλο σούσουρο. Ο Αυτοκράτορας τον εσυγχώρησε πάλι για χατήρι της γυναίκας του, που είναι Ελληνίδα. Μα του είπε, φαίνεται, παστρικά πως, αν ξαναφύγει, θα τον πιάσει και θα τον σουβλίσει.

Ο Μιχαήλ γύρισε κατά το προσκέφαλο του Κωνσταντίνου.

- Ο Θεός να δώσει να μην τον ξαναπιάσει... μουρμούρισε.

- Γιατί το λες έτσι; Μην τον γνωρίζεις εσύ; ρώτησε ο Γρηγόρης·

- Η γυναίκα του είναι αδελφή μου, αποκρίθηκε σιγά ο Μιχαήλ.

- Αχ! Τη δύστυχη! μουρμούρισε ο παπάς.

Και για κάμποσην ώρα και ο ένας και ο άλλος έμειναν σιωπηλοί και συλλογισμένοι.

- Πώς βρίσκεστε δω, εσύ κι ο αδελφός σου; ρώτησε πάλι σε λίγο ο καλόγερος.

- Είμαστε δούλοι του Ρωμανού.

- Σε πήρα για στρατιώτη Βούλγαρο!

- Γιατί φορώ στρατιωτικά; Αυτό δε σημαίνει. Ύστερα από τη μεγάλη μάχη του Κλειδιού, σα βρεθήκαμε ελεύθεροι, τα φορέσαμε για πιο ασφάλεια.

Ο καλόγερος τον κοίταξε ερωτηματικά.

- Μα αν η νίκη του Κλειδιού σας άφησε ελεύθερους, γιατί είστε λοιπόν εδώ; ρώτησε.

Ο Μιχαήλ σήκωσε το σκυμμένο του κεφάλι.

- Μη ρωτάς για τη δική μας ιστορία, είπε με κούραση. Είναι μακριά και μαύρη. Πες μου εσύ κάλλιο, ήλθες εδώ για να βρεις τον Νικήτα;

- Ναι! Μην ξέρεις πού είναι;

- Βρίσκεται τώρα στη Στρουμπίτζη, όπου έτρεξε σαν έμαθε το θάνατο του Βοτανειάτη. Μα σε μια - δυο μέρες πιστεύω να γυρίσει.

- Τον βλέπεις συχνά; ρώτησε με λαχτάρα ο Γρηγόρης.

- Τώρα τελευταία δεν τον εβλέπαμε συχνά. Μα εκείνος μας ανέθρεψε.

- Τον αδελφό σου και σένα;... Μα είναι καιρός λοιπόν που τον ξέρετε;

Ο Μιχαήλ πήρε το χέρι του φίλου του και το βάσταξε στα δικά του.

- Δεν είναι ο Κωνσταντίνος αδελφός μου, είναι φίλος, είπε, και τέτοια αγάπη έτρεμε στη φωνή του, που ο καλόγερος έμεινε σιωπηλός και δεν επανέλαβε το ρώτημα του. Σηκώθηκε, πήρε από την τσέπη του το τσακμάκι του και ξανάναψε την καντήλα. Μα πριν προφθάσει να ξανακαθήσει στη θέση του, ένας κρότος σαν πετριά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο τον ξάφνιασε.

- Τι είναι αυτό; ψιθύρισε.

Την ίδια στιγμή δεύτερη πετριά ακούστηκε. Ο Μιχαήλ έτρεξε στο παράθυρο και το άνοιξε. Στο νυχτερινό σκοτάδι δεν είδε τίποτα, μα έξαφνα, ένα δεματάκι πέταξε πάνω από το κεφάλι του και κατρακύλησε στο πάτωμα. Ο Μιχαήλ έκλεισε βιαστικά τα παραθυρόφυλλα, μάζεψε το δεματάκι και το άνοιξε. Ήταν μια πέτρα τυλιγμένη και δεμένη σε μια περγαμηνή, όπου λίγες λέξεις ήταν ψιλογραμμένες: «Ο Δραξάν και ο Ιβάτζης είναι στο μοναστήρι. Μάθε για πού φεύγει ο Ιβάτζης τα χαράματα, και αν πάγει μαζί και ο Δραξάν. Αύριο έλα στην καλύβα όποταν προφθάσεις. Ν.Ο.Α.». Ο Μιχαήλ κοίταξε τον καλόγερο σαστισμένος.

- Παπα - Γρηγόρη, είπε, ο Νικήτας δεν είναι στη Στρουμπίτζη! Ο Νικήτας είναι δω.

Ο Γρηγόρης όρμησε στο παράθυρο, μα ο Μιχαήλ τον σταμάτησε.

- Για το Θεό, όχι τώρα, μουρμούρισε. Αύριο... σα μάθομε. Και του έδωσε την περγαμηνή.

Πέρασε η νύχτα χωρίς άλλη ανησυχία. Μα μόλις άρχισε να χαράζει, το μοναστήρι όλο σηκώθηκε στο πόδι. Ο Ιβάτζης έφευγε. Από μέσα από τα γερμένα παραθυρόφυλλα ο Μιχαήλ και ο Γρηγόρης τον κοίταζαν χωρίς να φαίνονται. Ήταν καβάλα, μ' έναν υπασπιστή πλάγι του, και με τον ίδιο επιταχτικό τρόπο διάταζε τους στρατιώτες και τους καλόγερους, που φοβισμένοι τον άκουαν σα μαθητούδια εμπρός στο δάσκαλο.

- Να περιποιηθείς αυτούς που μένουν, το ίδιο σα να ήμουν εγώ, έλεγε προσταχτικά του Ηγούμενου που τον συνόδευε ως την πόρτα της αυλής. Και ό,τι ζητήσει ο Δραξάν, να του το προμηθεύσεις. Τ' ακούς;

- Τ' ακούω, αποκρίθηκε ο Ηγούμενος, που μόνος απ' όλο το κοπάδι του είχε κρατήσει ήσυχη αξιοπρέπεια εμπρός στον αγέρωχο στρατηγό.

Ο Ιβάτζης έβγαλε από τον κόρφο του ένα πουγκί και του το πέταξε.

- Για τα έξοδα σου, είπε.

Ο Ηγούμενος το πήρε από χάμω και του το έδωσε πίσω.

- Κράτησε τα χρήματα σου, Ιβάτζη, είπε. Οι άνθρωποι σου θα φιλοξενηθούν καλά και χωρίς αυτά.

Ο στρατηγός τον κοίταξε με κάποιαν απορία.

- Όχι, πάρε τα, άγιε πατέρα, του είπε πιο σιγά, τ' άλογα τούτα δε θα σου τα γυρίσω. Και όχι μόνο θα δώσεις κι άλλα του Δραξάν, αλλά και θα έχεις να θρέψεις τους στρατιώτες του όσο μένουν εδώ.

Ο Μιχαήλ έσφιξε το χέρι του Γρηγόρη.

- Πρόσεξε τα λόγια του, ψιθύρισε.

- Θα κάνω ό,τι μου διατάξει ο Δραξάν, αποκρίθηκε ο Ηγούμενος, μα τα χρήματα δεν τα θέλω. Το μοναστήρι έχει σοδειές αρκετές για τους στρατιώτες σου. Δε θέλω πληρωμή.

- Το κέφι σου, είπε ο Ιβάτζης. Κι έκρυψε πάλι το πουγκί στον κόρφο του. Ύστερα γυρνώντας στον υπασπιστή του: Εμπρός, φώναξε, μη χάνομε καιρό.

Ο Ηγούμενος έπιασε το χαλινάρι του αλόγου του.

- Πες μου, πού πηγαίνεις; ρώτησε.

Ο Ιβάτζης σούφρωσε τα πυκνά του φρύδια.

- Τι σε μέλει, γέρο; ρώτησε απότομα.

- Δε με μέλει καθόλου, είπε ήσυχα ο Ηγούμενος. Μ' αν πηγαίνεις στον Πρίλαπο να βρεις τον Τσάρο, όπως έλεγες χθες βράδυ, αυτά τ' άλογα δε θα σε πάνε. Είναι γέρικα, καλά μονάχα για μας που δεν πάμε ποτέ μακριά. Αν μου το είχες μηνύσει νωρίτερα, θα σου έβρισκα άλλα.

Ο Ιβάτζης έριξε του υπασπιστή του μια πονηρή ματιά, που δεν πήγε χαμένη για τους δυο Έλληνες που κοίταζαν από πάνω.

- Έννοια σου, καλόγερε, αποκρίθηκε χαμογελώντας ειρωνικά. Θα φροντίσομε να μην τα παρακουράσομε, και θα φθάσομε καλά. Έχε γεια, πάτερ Κύριλλε.

- Στο καλό, αποκρίθηκε ο Ηγούμενος.

Και οι δυο καβαλάρηδες βγήκαν από την αυλή, και η πόρτα έκλεισε πάλι. Ένας - ένας, καλόγεροι και στρατιώτες, ξανάμπαιναν στο μοναστήρι, οι καλόγεροι να πάγουν στην εκκλησία, οι στρατιώτες να ξανακοιμηθούν.

- Ποιος απ' όλους είναι ο Δραξάν; ρώτησε ο Γρηγόρης.

- Δεν τον είδα ποτέ μου, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ, και το βλέμμα του ακολουθούσε τον Ιβάτζη και το σύντροφο του που τραβούσαν κατά τον ποταμό. Μα δεν είναι κανένας από τούτους. Αυτοί είναι μόνο στρατιώτες...

Έξαφνα έδειξε του καλόγερου τους δυο καβαλάρηδες που έστριβαν μες στα δέντρα.

- Ο Ιβάτζης είπε ψέματα, ψιθύρισε. Δεν πέρασαν τον ποταμό στη ρηχοτοπιά που είναι δω αντίκρυ. Κατεβαίνουν, τον Αξιό, άρα δεν πάνε στον Πρίλαπο...

Άρπαξε το μανδύα του, έβαλε την περικεφαλαία του κι έκρυψε στον κόρφο του ένα μαχαίρι.

- Πού πηγαίνεις; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Γρηγόρης.

- Θα τους ακολουθήσω.

- Χωρίς άλογο;

- Τρέχω καλά.

- Είναι τρέλα! Θα σε δουν!

Πικρό χαμόγελο πέρασε στα χείλια του Μιχαήλ κι έσβησε πάλι.

- Μια φορά μονάχα θα πεθάνομε, είπε, και η δουλειά μου μ' έμαθε να κρύβομαι.

Έσκυψε απάνω στον Κωνσταντίνο. Βαθιά συγκίνηση τάραξε μια στιγμή το πρόσωπο του, αλλά ευθύς τη νίκησε.

- Μείνε μαζί του ώσπου να γυρίσω, είπε του Γρηγόρη, και κοίταξε, αν μπορείς, να μάθεις στο μεταξύ τίποτα για τον Δραξάν.

Έσκυψε και φίλησε το χέρι του παπά, και βιαστικά βγήκε από την κάμαρα.