Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Ζ

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
Ζ'. Δυο φίλοι


Παραπάνω, μονάχο πλάγι στο ήρεμο ρυάκι, κοίτουνταν το αιματωμένο σώμα του νέου. Στη βιαστική τους φυγή τον είχαν ξεχάσει οι Έλληνες. Από μακριά πολύ ακούουνταν οι ζητωκραυγές των Βουλγάρων, και πιο κοντά, το μουρμούρισμα του νερού μες στα χαλίκια αποκρίνουνταν σιγαλά, γλυκά, χαρούμενα, στις άγριες φωνές της μάχης.

Στη σκοτισμένη θύμηση του νέου, το σιγανό αυτό ψιθύρισμα και η απομακρυσμένη οχλοβοή ανακατώνουνταν με εικόνες παλιές, μισοσβησμένες μα πάντα ζωντανές που έρχουνταν κι έφευγαν, γυρνούσαν και μπερδεύουνταν αδιάκοπα στο νου του: το σπίτι του πατέρα του στην Αδριανούπολη, η εκκλησία ολόφωτη και στολισμένη, το γλυκό χαμόγελο της μητέρας του... Μια εικόνα προπάντων ξεχώριζε από τις άλλες, ζωηρή, ζωντανή, στο κουρασμένο του μυαλό ένα παιδιακίστικο πρόσωπο μέσα σε μαύρα πυκνά μαλλιά, που τα κοντά τους κατσαρά χάιδευαν το λεπτό λαιμάκι, σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας με κάθε κίνηση του κεφαλιού ένα αυτάκι τριανταφυλλί. Και το κόκκινο στόμα γελούσε, και τόση χαρά έλεγε κείνο το γέλιο, που θέλησε να γελάσει κι αυτός. Μα δεν μπόρεσε, - και πάλι δοκίμασε και πάλι δεν μπόρεσε, γιατί κάτι σα βραχνάς του πλάκωνε την ψυχή, ο ήχος του ονόματος του που κουδούνιζε πλάγι του σα σήμαντρο νεκρικό:

- Κωνσταντίνε...! Μίλησε μου... Κωνσταντίνε...

Ποιος τον φώναζε;... Ποιος τον ήθελε;... Από μέσα από τα μισόκλειστα του ματόκλαδα, είδε πάλι το κοριτσίστικο πρόσωπο γερμένο επάνω του, και στο πονεμένο του μέτωπο αισθάνθηκε γλυκό χάδι γυναικείου χεριού. Να ήταν άραγε της μητέρας του το χέρι; Και θέλησε να μιλήσει της μητέρας του, να της πει πως τη θυμάται σα να ήταν ακόμα χθες που την έχασε, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Μα δεν μπόρεσε ούτε τα χείλια του να κουνήσει.

Απομακρυσμένη την έβλεπε, τόσο όμορφη, τόσο αγαπημένη! Και η μητέρα του χαμογέλασε, και είπε με φωνή μισοσβησμένη από την απόσταση και από τα πολλά τα χρόνια: «Αλεξία... είναι παράξενο όνομα...». Και πάλι είδε την είσοδο του σπιτιού τους όπου έκανε κουτρουβάλες με τον Μιχαήλ, για να γελά του κοριτσιού το κόκκινο στοματάκι... Και πέρα, δεμένο στο δέντρο, με τη λόγχη μπηγμένη στις σάρκες, ξεχώρισε τον πατέρα του... Έξαφνα σουβλερός πόνος πέρασε από το στήθος του, σα να τον είχε τρυπήσει το ίδιο το κοντάρι, και μούγκρισε από την οδύνη. Και πάλι στο αυτί του το νεκρικό σήμαντρο κουδούνισε θλιβερά και είπε τ' όνομα του:

- Κωνσταντίνε...! Κωνσταντίνε...!

Ήταν φωνή γυναικεία... Και το κλάμα που έτρεμε στη λέξη αυτή του φάνηκε ανυπόφορο. Έκανε να φωνάξει, μα πάλι δεν μπόρεσε... Κι έσβησε το χαρούμενο στοματάκι, κι έσβησε η μητέρα του... Και στο κοριτσίστικο πρόσωπο που έσκυβε απάνω του, μόνο δυο μαύρα μάτια απόμειναν που έκλαιγαν. Και πάλι όλα σκοτείνιασαν. Η νύχτα σκέπασε το νου του και του φάνηκε πως πέρασαν χρόνια...

...Κι όμως, ο πόνος του κεφαλιού του ήταν ο ίδιος, το μουρμουρητό του ρυακιού ήταν το ίδιο... Μόνο οι απομακρυσμένες ζητωκραυγές είχαν σβήσει, μαζί και τα δάκρυα που στάλαζαν συμπονετικά, μαζί και το γλυκό χάδι του γυναικείου χεριού... Κάποια γνωστή αντρίκεια φωνή εξηγούσε πλάγι του πως η σαΐτα δεν είχε πάγει βαθιά και θα γιατρεύουνταν. Και άλλη φωνή, γνωστή κι αυτή, αποκρίνουνταν κι έλεγε: «Δοξασμένο τ' όνομα του Κυρίου...».

- Μιχαήλ... μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος.

Ένας νέος ξανθός έγειρε απάνω του.

- Ναι, είπε, εγώ είμαι, και ο Νικήτας. Μα μη μιλάς και μην κουνάς. Μόλις τώρα καταφέραμε να σταματήσομε το αίμα. Λίγο ακόμα ν' αργούσε το μήνυμα σου, δε θα σε προφθαίναμε πια, θα τελείωνες εδώ που έπεσες.

- Ποιο μήνυμα; ρώτησε ο Κωνσταντίνος σκοτισμένος.

- Εκείνο που έγραψες στο μαντίλι σου. Μα σώπα, μη μιλάς πια. Άλλην ώρα μας λες πώς έμαθες ότι βρισκόμαστε δω.

Ο Κωνσταντίνος δεν αποκρίθηκε. Τα λόγια του Μιχαήλ τ' άκουε, μα έννοια καμιά δεν έβγαζε. Προσπάθησε να καταλάβει, θέλησε να ρωτήσει. Το μυαλό του σκοτίστηκε πάλι, του φάνηκε πως όλα γύριζαν, έκλεισε τα μάτια και λιγοθύμησε. Όταν συνήλθε, βρίσκουνταν σε μια καμαρούλα με πέτρινους τοίχους, φτωχικά επιπλωμένη, μα παστρική. Πλάγι στο προσκέφαλο του κάθουνταν ένας καλόγερος άγνωστος, με μακριά λευκή γενειάδα, που τον κοίταξε και σαν τον είδε που άνοιξε τα μάτια, έσκυψε απάνω του και χαμογέλασε.

- Γυρεύεις τον αδελφό σου; ρώτησε βουλγάρικα.

- Ναι! αποκρίθηκε ο Κωνσταντίνος.

- Τώρα θα έλθει, παιδί μου, πήγε να μάθει ειδήσεις.

- Ειδήσεις! Από πού;

- Δεν ξέρω. Γίνηκε, λένε, μάχη κάπου εδώ κοντά. Αρχηγός των δικών μας είναι, λένε, ο Ιβάτζης.

Ο Κωνσταντίνος ανατρίχιασε, μα δεν τόλμησε να ρωτήσει άλλα. Το κεφάλι του ήταν βαρύ και σκοτισμένο, φοβήθηκε μην του ξεφύγει καμιά λέξη που δεν έπρεπε. Και σώπασε. Γύρισε από το μέρος του τοίχου, κι έκανε πως θέλει να κοιμηθεί. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα, κι ένα βήμα ακούστηκε στο ξύλινο πάτωμα.

- Πήγαινε στην εκκλησία, πάτερ Μεθόδιε, είπε μια αντρίκεια φωνή, ο εσπερινός σήμανε. Εγώ θα μείνω με τον αδελφό μου.

Ο καλόγερος σηκώθηκε, κοίταξε άλλη μια φορά τον πληγωμένο και, κουνώντας χαρούμενα το κεφάλι, είπε:

- Σαν πουλάκι κοιμάται! Αύριο κιόλα θα τον δεις να πάρει τ' απάνω του.

Και βγήκε σιγά κι έκλεισε την πόρτα.

- Μιχαήλ... ψιθύρισε ο Κωνσταντίνος.

Με συγκίνηση και χαρά συνάμα έτρεξε ο Μιχαήλ στο φίλο του, τον αγκάλιασε κι έπεσε στα γόνατα κοντά του.

- Αχ, Κωνσταντίνε! Τι τρομάρα την πήραμε! Πες μου, τι έτρεξε;

- Πες μου εσύ, πού είμαι; ρώτησε ο Κωνσταντίνος με κόπο. Και τι συνέβηκε;

- Είσαι στη μονή της Παναγίας της Ελεούσας. Σε μεταφέραμε ο Νικήτας κι εγώ.

- Μα πώς βρεθήκατε δω;

- Ήταν τυχερό. Ο Βοτανειάτης έστειλε τον Νικήτα στη Θεσσαλονίκη, όπως ξέρεις, κι εγώ ξαναπήγαινα στον Πρίλαπο. Μα κάτι λόγια άκουσα εδώ κι εκεί που με τρόμαξαν. Ο Βλαδισλάβ ήταν, λέγει, στον Αξιό. Έμεινα και κατασκόπευσα τα μέρη, και πέρασα τη νύχτα στο δάσος, σ' ένα καλυβάκι που έστησα, και το πρωί σήμερα βγήκα πάλι να κατασκοπεύσω. Ούτε Βλαδισλάβ είδα ούτε στρατιωτικό σώμα. Και όμως κάτι έτρεχε, το έβλεπα στα τρομαγμένα πρόσωπα των χωρικών. Είπα να πάγω παρακάτω. Έξαφνα μπροστά μου είδα τον Νικήτα. Και κείνος κάτι άκουσε. Ο Ιβάτζης, λέγει, έστησε καρτέρι του Βοτανειάτη. Τρεχάτοι πήγαμε στην καλύβα, να πάρω το άλογο μου να τρέξω να ειδοποιήσω τον Βοτανειάτη, κι εκεί βρήκα το μήνυμα σου. Η καταστροφή είχε πλακώσει...

- Ποια καταστροφή;

- Ο θάνατος του Βοτανειάτη.

- Σκοτώθηκε! φώναξε ο Κωνσταντίνος αρπάζοντας τα μαλλιά του. Οϊμένα! Έφθασα αργά!...

Κατατρομαγμένος έσκυψε ο Μιχαήλ απάνω του και τον πλάγιασε στο μαξιλάρι.

- Για το Θεό, μην κουνάς! παρακάλεσε. Τρομάξαμε να σταματήσουμε το αίμα! Μην ξανανοίξεις την πληγή!... Μα πες μου, δεν το ήξερες πως σκοτώθηκε ο Βοτανειάτης;

- Όχι! Ήλπιζα πως τον πρόφθασα και πως σώθηκε! Βρίσκουμουν στο δρόμο της Στρουμπίτζης σαν έμαθα τους σκοπούς του Ιβάτζη, και σαν τρελός έτρεξα πίσω. Μα με πήραν για Βούλγαρο και με σαΐτεψαν οι δικοί μας. Πρόφθασα να πω δυο λόγια του Βοτανειάτη, μα δεν κατάλαβε, φαίνεται... Κι ύστερα πια δεν θυμούμαι... Ο Μιχαήλ έσφιξε το χέρι του φίλου του.

- Προσπάθησε να θυμηθείς, είπε σιγά. Έκανες και πολλά άλλα πράματα.

Ο Κωνσταντίνος αργοκούνησε το κεφάλι.

- Δε θυμούμαι να έκανα τίποτα, αποκρίθηκε.

- Και όμως μου έγραψες πως βρίσκεσαι στο ποταμάκι, παραπάνω από το μέρος όπου σκότωσαν τον Βοτανειάτη.

- Εγώ;

- Ναι, εσύ, στο μαντίλι σου... με το αίμα σου... Κι έβγαλες τη σαΐτα που ήταν μπηγμένη στο στήθος σου... κι έδεσες το κεφάλι σου...

- Εγώ;

- Ποιος άλλος;

- Ποιος σου έφερε την είδηση; Ποιος σου έφερε το μαντίλι! ρώτησε ο Κωνσταντίνος μ' έξαψη.

- Εγώ να σου το ρωτήσω.

- Όποιος και αν σου το έφερε, αυτός έκανε και όσα λες! εξακολούθησε ο Κωνσταντίνος. Εγώ δεν έγραψα, αφού σου λέγω πως δεν ήξερα ότι σκότωσαν τον Βοτανειάτη.

- Θυμήσου καλά, Κωνσταντίνε, είπε σοβαρά ο Μιχαήλ. Το ρώτημα που σου κάνω έχει μεγάλη σημασία, γιατί έκανες ένα επικίνδυνο λάθος. Το μήνυμα σου το έγραψες ελληνικά. Σε ποιον το εμπιστεύθηκες;

Μα ο Κωνσταντίνος δεν αποκρίθηκε. Τα λόγια του Μιχαήλ δεν τα καταλάβαινε πια. Γύρευε να θυμηθεί και ο νους του όλο και περισσότερο σκοτίζουνταν, οι ιδέες του ανακατώνουνταν... Κι έξαφνα είδε τη μητέρα του, μακριά... μακριά, σ' άλλον κόσμο ολόφωτο... είδε το παιδιακίστικο γέλιο και το χλωμό κοριτσίστικο πρόσωπο σκυμμένο απάνω του, και θυμήθηκε το γυναικείο χέρι με το λαφρύ χάδι. Ήταν γλυκιά η ενθύμηση κι όμορφη και, για να μην την ξαναχάσει, έκλεισε τα μάτια του.

- Ίσως... μουρμούρισε, ίσως νάταν... η μητέρα...

Ο Μιχαήλ έσκυψε απάνω του.

- Τι λες; ρώτησε.

Μα ο Κωνσταντίνος είχε χάσει πάλι τις αισθήσεις του. Όλη νύχτα έμεινε ο Μιχαήλ κοντά στο φίλο του, και κανένα δεν άφηνε να μπει στην κάμαρα. Ο Κωνσταντίνος παραμιλούσε και κάθε λίγο ρωτούσε το σύντροφο του πώς το έλεγαν εκείνο το κοριτσάκι με τα μαύρα κατσαρά, που κάθουνταν στα γόνατα της μητέρας του και είχε στόμα γελαστό και μάτια κλαμένα. Μα ο Μιχαήλ δεν ήξερε να του πει, κι ως το πρωί φύλαξε το φίλο του μην τύχει και τον ακούσει κανένας πως μιλούσε ελληνικά. Το πρωί σαν τον είδε ν' αποκοιμιέται, φώναξε τον πάτερ Μεθόδιο, που τον είχε περιποιηθεί την παραμονή, και βγήκε πάλι έξω να μάθει τίποτα καινούριο. Ύστερα από τα λόγια του Κωνσταντίνου του μπήκαν αμφιβολίες, κι αποφάσισε να πάγει ο ίδιος να βεβαιωθεί, αν αληθινά είχε σκοτωθεί ο Βοτανειάτης με το σώμα του. Πήρε από τις πλαγιές και, ακολουθώντας τα δεντροσκέπαστα μονοπάτια, έφθασε στο μέρος όπου είχε γίνει η σφαγή των Ελλήνων. Αμφιβολία δεν έμενε. Κάτω στη ρεματιά, σωροί - σωροί στοιβάζουνταν τα πτώματα ως πέρα από τη στενή κοιλάδα και η καρδιά του σφίχθηκε για τους δυστυχισμένους που είχαν πέσει σα να ήταν σε μακελειό, χωρίς καν ν' ανταποδώσουν τα χτυπήματα.

Γύριζε να φύγει, να επιστρέψει στο φίλο του, κι από μέσα από τα δέντρα κατέβαινε βιαστικά, όταν άκουσε ομιλίες. Σταμάτησε κι ακροάστηκε. Μια φωνή ακούουνταν αντρίκεια, που ρωτούσε και ξαναρωτούσε, μα κανένας δεν αποκρίνουνταν. Ο Μιχαήλ χώρισε λίγο τα πυκνά κλαδιά, κι έκανε μερικά βήματα προσεκτικά. Παρακάτω, πλάγι στο δρόμο που κατέβαινε στον Αξιό, ήταν καθισμένη μια κόρη ως δεκαπέντε χρόνων, και κοντά της, όρθιος, στέκουνταν ένας καλόγερος με μακριά καστανά γένια. Τα ρούχα της κόρης ήταν χωριανής Βουλγάρας, αλλά στο κεφάλι δε φορούσε τίποτα, ούτε σκούφο ούτε μαντήλι, και τα μαύρα κοντά μαλλιά της, πυκνά και σγουρά, μισοσκέπαζαν το πρόσωπο της όπου γυάλιζαν δυο μαύρα, μεγάλα, σαν τρομαγμένα μάτια. Ο καλόγερος τη ρωτούσε βουλγάρικα:

- Γιατί δε μιλάς; Γιατί δε μου απαντάς;

Το κορίτσι τον κοίταξε σιωπηλά. Το βλέμμα της, ερωτηματικό και ανήσυχο, έμενε καρφωμένο στο πρόσωπο του, σα να γύρευε εκεί να πάρει καμιάν απάντηση στη μυστική της σκέψη.

- Καταλαβαίνεις βουλγάρικα; ρώτησε πάλι ο καλόγερος. Ναι;... Ποιος οδηγούσε τους στρατιώτες;... Ο Δραγομούτσος;

Το κορίτσι έκαμε νόημα αρνητικό μα δεν αποκρίθηκε.

- Μην ήταν ο Νικουλιτσάς;... Όχι;... Ο Βλαδισλάβ;

Πάλι έκανε η κόρη νόημα όχι, μα το βλέμμα της δεν το έβγαζε από του καλόγερου το πρόσωπο, ενώ φανερά ο νους της γύριζε αλλού.

- Μην ήταν ο Ιβάτζης;

Το κορίτσι έκαμε νόημα «ναι», και σηκώθηκε. Ακούμπησε το χέρι της στο μανίκι του καλόγερου και τον κοίταξε στα μάτια. Μια στιγμή κοντοστάθηκε, φαίνονταν πολύ ταραγμένη, μα ο καλόγερος εξακολούθησε νευρικά:

- Λοιπόν ήταν ο Ιβάτζης; Ξέρεις αν μαζί του ήταν ο υπασπιστής του Σαμουήλ, ένας Ασάν;

Το κορίτσι ανατρίχιασε και τράβηξε βιαστικά το χέρι της. Τα μαύρα της μάτια γέμισαν φρίκη. Έξαφνα γύρισε, πήδησε σ' ένα βράχο που έστεκε παρακάτω, κι από κει σε άλλον, και σε μια στιγμή χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα που σκέπαζαν τις πλαγιές. Ο Μιχαήλ έκαμε ένα βήμα μπροστά για να τη δει άλλη μια φορά, αλλά γλίστρησε κι έπεσε, και μερικές πέτρες κατρακύλησαν στα πόδια του καλόγερου. Σήκωσε τα μάτια ο καλόγερος και είδε τον Μιχαήλ να σηκώνεται βιαστικά.

- Ο Άγιος Κύριλλος βοήθεια σου, φώναξε. Πού πηγαίνεις, παλικάρι;

Ο Μιχαήλ βγήκε από τα δέντρα και κατέβηκε ως τον καλόγερο.

- Κατεβαίνω στην κοιλάδα του Αξιού, αποκρίθηκε επιφυλακτικά. Εσύ, δάσκαλε;

- Εγώ πηγαίνω στη μονή της Παναγίας της Ελεούσας, αποκρίθηκε ο παπάς.

- Είσαι της μονής;

- Όχι, είμαι περαστικός. Γυρεύω κάποιον.

Ο Μιχαήλ τον κοίταξε υποψιάρικα, και αντίκρισε το εξεταστικό βλέμμα του καλόγερου, αλλά δε θέλησε να εξακολουθήσει την ομιλία, ούτε έκρινε φρόνιμο να δείξει πως είχε ακούσει τα ρωτήματα που έκανε του κοριτσιού, ακόμα λιγότερο να πει πως γνωρίζει τον Ασάν.

- Είσαι του τόπου; ρώτησε ο καλόγερος σε λίγο.

- Όχι, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ, κι εγώ είμαι περαστικός. Βρίσκομαι δω με τον αδελφό μου που πληγώθηκε χθες, και τον νοσηλεύουν στη μονή που πηγαίνεις.

- Έτσι; έκαμε ο καλόγερος και σώπασε για πολλήν ώρα. Έξαφνα, σα να έπαιρνε μιαν απόφαση, ρώτησε:

- Έγινε μάχη χθες;

- Ναι! αποκρίθηκε σύντομα ο Μιχαήλ.

- Ο Ιβάτζης είναι δω; ρώτησε πάλι ο καλόγερος.

- Δεν τον είδα, αποκρίθηκε ο Μιχαήλ, αποφεύγοντας θετική απάντηση.

Ο καλόγερος έριξε μια ματιά στα ρούχα του νέου.

- Δεν είσαι από το σώμα του; ρώτησε.

- Όχι!

Ωσπου έφθασαν στο μοναστήρι, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε μίλησε πια. Στην πόρτα αποχαιρετήθηκαν. Ο καλόγερος ζήτησε να δει τον Ηγούμενο, και ο Μιχαήλ πήγε στο δωμάτιο του Κωνσταντίνου. Τον βρήκε σε βύθος.

- Μη ρωτάς τι τράβηξα με τον αδελφό σου! είπε ο πάτερ Μεθόδιος. Δεν ήξερα πια τι να του κάνω!

- Με φώναξε; Είπε τίποτα; ρώτησε ανήσυχα ο Μιχαήλ.

- Όλη την πρωινή ήταν ήσυχος, αποκρίθηκε ο καλόγερος, και τον πήρα κι εγώ, εδώ κοντά μου. Μα είναι λίγη ώρα που σε φώναξε δυο φορές και σαν είδε πως έφυγες, θέλησε να φύγει κι αυτός. Είδα κι έπαθα να τον βαστάξω στο κρεβάτι του!

- Μα είπε τίποτα; ρώτησε πάλι ο Μιχαήλ.

- Όχι! Μόνο σε ζήτησε. Τον πλάγιασα με το στανιό κι αμέσως αποκοιμήθηκε.

Σηκώθηκε κι έδωσε τη θέση του του Μιχαήλ.

- Το πρόγευμα είναι έτοιμο, είπε. Θ' ανεβώ πάλι σαν αποφάγω, και τότε κατεβαίνεις και συ.

Η πόρτα έκλεισε κι ο Μιχαήλ κάθησε κοντά στο φίλο του. Συλλογισμένος κοίταζε τη σταχτερή χλωμάδα του προσώπου, τα μισόκλειστα ματόκλαδα και τ' αναίματα χωρισμένα χείλια, και με ανατριχίλα αναπόλησε τη φοβερή του τρομάρα, όταν έφτασε την παραμονή στο ποτάμι με τον Νικήτα και βρήκε τον Κωνσταντίνο βουτημένο στα αίματα κι αναίσθητο. Σιγά πήρε το χέρι του.

- Αν σ' έχανα... μουρμούρισε, αν σε σκότωναν...

Κι ο νους του πήγε πίσω, στα πρώτα χρόνια της φιλίας τους, τότε που μικρό παιδί, χωρίς μάνα, αρρωστιάρικο και αδύνατο, την αγάπη του την είχε δώσει απεριόριστη στο δυνατό και ατρόμητο αγόρι με τον υπερήφανο αγέρωχο χαρακτήρα, που όλα τα τολμούσε και τίποτα δε φοβόνταν, ούτε πόνο, ούτε τιμωρία, παρά ρίχνονταν με πάθος σε ό,τι του φαίνουνταν επικίνδυνο ή όμορφο ή δύσκολο. Μικρός - μικρός τον εθαύμαζε για τη δύναμη και την παλικαριά του. Αργότερα, για τον ενθουσιασμό και την ποίηση που έβαζε σε ό,τι έκαμνε. Και τώρα, για τη δυνατή ψυχή του, την αλύγιστη απόφαση του να φέρνει σε τέλος ό,τι κι αν καταπιάνουνταν, ας ήταν και την πιο δύσκολη, την πιο ριψοκίνδυνη επιχείρηση, φθάνει που την είχε αποφασίσει, φθάνει που τη θεωρούσε καλή. Κι εκείνος τον άκουε πάντα, και υποτασσόταν στο δυνατότερο του, και τον αγαπούσε με λατρεία, ακόμα κι όταν είχε διαφορετική επιθυμία, ακόμα κι όταν η θέληση του Κωνσταντίνου διαφωνούσε με τα βαθύτερα του αισθήματα.

- Και είμαι δω, μουρμούρισε, γιατί το θέλησες εσύ...

Δέκα χρόνια ολόκληρα τα είχαν ζήσει μαζί, ανάμεσα στους εχθρούς, με το μίσος των Βουλγάρων στην καρδιά, με την ενθύμηση της φριχτής νύχτας της Αδριανούπολης και του θανάτου των αγαπημένων τους, με την ανάμνηση του εγκλήματος του Ιβάτζη πάντα ζωντανή στην ψυχή τους. Τα δέκα αυτά χρόνια είχαν ενώσει τους δυο φίλους αχώριστα. Και όμως πόσο αλλιώτικα είχαν επιδράσει στου καθενός την ψυχή! Από την πρώτη μέρα που, δώδεκα χρόνων αγόρι, είχε μάθει στη σπηλιά μέσα, από το στόμα του Νικήτα, για ποια δουλειά τους ετοίμαζαν, η ψυχή του όλη είχε επαναστατήσει. Τέτοια διπλοπρόσωπη ζωή δεν την ήθελε, δεν του άρεζε! Ήθελε ανοιχτά, πλάγι στο Βασιλέα του να πολεμά τον εχθρό. Μα ο Κωνσταντίνος του είπε πως ήταν πιο όμορφο να υπηρετούν κρυφά την πατρίδα τους. Του απέδειξε πως περισσότερο θα ωφελούσαν αν μάθαιναν τα σχέδια των Βουλγάρων, και ειδοποιούσαν τον Αυτοκράτορα εγκαίρως, ώστε να τα προλαβαίνει. Με ζέση του περιέγραψε την ομορφιά της αυτοθυσίας.

- Και αν ζούμε δούλοι, περιφρονημένοι από τους εχθρούς μας, του είχε πει, τι σημαίνει, αφού ξέρομε πως δουλεύομε για το Βασιλέα μας!

Και ο ενθουσιασμός του, που άναβε σπίθες στα μάτια του, παρέσυρε και αυτόν. Ο σοβαρός, ο σιωπηλός Μιχαήλ παραδέχθηκε να ζήσει τη διπλοπρόσωπη ζωή του κατασκόπου, παραμέρισε τους δικούς του πόθους, έβαλε την πίστη του φίλου του ψηλότερα ακόμα κι από τη δική του φυσική αποστροφή για ό,τι ήταν κρυφό και δόλιο. Και δε μίλησε πια.

Τα πρώτα χρόνια ήταν κάπως ευκολότερα. Όσο ήταν παιδόπουλα στην ιδιαίτερη υπηρεσία του Σαμουήλ, η δουλειά τους περιορίζουνταν σε μικροϋπηρεσίες του Τσάρου, να στέκουν πίσω από το κάθισμα του ενόσω έτρωγε, να του βάζουν τα ποδήματά του, να βρίσκουνται πάντα κοντά του, έτοιμοι να τρέξουν όπου τους διατάξει, κι άλλα όμοια. Μα πέρασαν τα χρόνια, τ' αγόρια μεγάλωσαν, άλλα παιδόπουλα πήραν τη θέση τους. Ο Σαμουήλ δεν πολυσκοτίστηκε σαν είδε τους αυλικούς του να μεταχειρίζονται τους «γιους του Κατεπάνω» σαν πρόστυχους δούλους. Τους παραμέρισε, τους ξέχασε. Και η ζωή των δύο ελληνοπαίδων έγινε εκείνο που ήταν η ζωή όλων των αιχμαλώτων που έπεφταν στα χέρια των Βουλγάρων. Τι μαρτύριο τότε, τι βάσανο για τα υπερήφανα αρχοντόπουλα!

Στην αρχή τους παραφύλαγαν, δεν τους άφηναν να βγουν από τα φρούρια, αν ήταν σε χώρα, ή από τα στρατόπεδα, αν βρίσκουνταν σ' εκστρατεία. Σιγά - σιγά όμως, βλέποντας πως τ' αγόρια δε γύρευαν καθόλου να φύγουν, οι Βούλγαροι τους άφησαν να πηγαινοέρχονται πιο ελεύθερα. Σε πολλές μάχες παραβρέθηκαν, κι έτυχε κάποτε να φύγουν οι Βούλγαροι με τέτοια βία, που ήταν εύκολο για τους αιχμαλώτους να δραπετεύσουν. Και όμως πάντοτε ακολούθησαν τους αφεντάδες τους, πάντα ξαναγύρισαν στη σκλαβιά τους, τόσο, που οι ίδιοι οι Βούλγαροι τους περιγελούσαν και τους περιφρονούσαν για την ατολμία τους. «Που έζησε στη φυλακή, τη φυλακή γυρεύει», έλεγαν ειρωνικά.

Τ' αγόρια δεν αποκρίνουνταν, μόνο κοίταζαν τη δουλειά τους, με τρόπο που ν' αποφεύγουν μαλώματα και βαρβαρότητες των τυράννων τους. Ελληνικά δεν έπρεπε πια να μιλούν, αλλά να φαίνουνται τόσο αποβουλγαρισμένοι, που και τη γλώσσα τους ακόμα να την έχουν ξεχάσει. Και μόνο στη μοναξιά σα βρίσκουνταν, οι δυο αιχμάλωτοι ξαναγύριζαν στα παιδικά τους ξαναθυμίσματα και μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα. Και τότε άναβε ο ενθουσιασμός του Κωνσταντίνου... Με αγάπη και συγκίνηση έσκυψε ο Μιχαήλ και τον φίλησε στο μέτωπο. Ο ενθουσιασμός του αυτός τον είχε βαστάξει τόσα χρόνια, του έδωσε το θάρρος και τη δύναμη να υποφέρει την περιφρόνηση και την τυραννία των αφεντάδων.

- Η ψυχή σου σε βαστούσε, μουρμούρισε, και μαζί με σένα βάσταξε και μένα. Ενώ αν ήμουν μόνος...

Απ' όλους τους Βουλγάρους, ένας τους κατέτρεχε περισσότερο, και δεν άφηνε περίσταση που να μην τους δείξει το μίσος του. Και αυτός ήταν ο Ιβάτζης. Είτε πως θυμούνταν το φόνο του Κρηνίτη και, σαν πολλούς εγκληματίες, μισούσε όποιον είχε βλάψει, είτε πως αισθάνουνταν το φρικτό μίσος των «παιδιών του Κατεπάνω» για το φονιά του πατέρα τους, είτε γιατί μάντευε κάτω απ' τα δουλίστικα ρούχα τους καρδιές ελεύθερες και ανυπόταχτες, ο Ιβάτζης, από τότε που ξαναπάντησε τ' αγόρια και τ' αναγνώρισε πως ήταν τ' αρχοντόπουλα της Αδριανούπολης, δεν έπαυε να τα παραμονεύει και να τα κατατρέχει με κάθε τρόπο. Ένα περιστατικό έτυχε που αγρίεψε περισσότερο το μίσος αυτό.

Μια μέρα σε μια εκστρατεία, ένα χρυσό ποτήρι έλειψε από μέσα από τη σκηνή του Ιβάτζη και, χωρίς καμιά μαρτυρία, ο Βούλγαρος στρατηγός κατηγόρησε τον Μιχαήλ πως αυτός το έκλεψε και διέταξε να τον δείρουν για να τον κάμουν να ομολογήσει. Ευθύς λοιπόν τον δένουν σ' ένα δέντρο, ξεγυμνώνουν τη ράχη του, κι εμπρός σ' όλο το συναγμένο στρατόπεδο αρχίζει η μαστίγωση. Μα την ίδια ώρα, τρεχάτος φθάνει ο Κωνσταντίνος, ρίχνεται απάνω στο δήμιο, αρπάζει το βούνευρο από τα χέρια του και του σχίζει το πρόσωπο με μια βουνευριά. Μανιασμένοι ρίχνονται τότε απάνω του οι Βούλγαροι, τον αρπάζουν, τον ρίχνουν κάτω. Θα τον κομμάτιαζαν, μα έξαφνα μια φωνή προστακτική ακούεται, και τρομαγμένοι ανασηκώνουνται όλοι.

- Μια τρίχα της κεφαλής αυτού του δούλου αν αγγίξετε, σας κρεμνώ όλους!

Ήταν ο Ρωμανός που έφθανε με τον Ασάν. Τον κόσμο είχε κάνει άνω - κάτω ο Ασάν να βρει τον κλέφτη, και δεμένο τώρα τον έσερνε πίσω του, και τον έριξε στα πόδια του Ιβάτζη.

- Ποιος τολμά το δούλο του Τσάρου, του πατέρα μου, να τιμωρήσει χωρίς δίκη; βροντοφώνησε ο Ρωμανός.

Διέταξε αμέσως να λύσουν τον Μιχαήλ, και μπροστά του να φέρουν τον Κωνσταντίνο να τον δικάσει ο ίδιος. Σαν άκουσε όλα τα καθέκαστα της ιστορίας, κατέκρινε τον Ιβάτζη που τόσο βιάστηκε να εκτελέσει μιαν άδικη ποινή, και τον Κωνσταντίνο τον άφησε ελεύθερο αφού πρώτα τον εμάλωσε αυστηρά για την αυθάδειά του να χτυπήσει Βούλγαρο.

Ο Ρωμανός όμως πήρε τους δυο Έλληνες στην υπηρεσία του, και όπου πήγαινε τον ακολουθούσαν. Έτσι βρέθηκαν μαζί του στις μάχες του Κλειδιού. Μόλις όμως έμαθε κει ο Κωνσταντίνος πως ο Νεστορίτσης έφυγε και πήγε να προσβάλει τη Θεσσαλονίκη, κατόρθωσε να ξεφύγει, και τρεχάτος έφερε την είδηση στον Βοτανειάτη, ενώ ο Μιχαήλ καταγίνουνταν με όλα του τα δυνατά να κρύψει από τον Ρωμανό τη φυγή του συντρόφου του. Ύστερα πια από την καταστροφή του Κλειδιού, όλο το στρατόπεδο ξεπαρταλώθηκε, και οι δυο φίλοι βρέθηκαν χωρίς αφέντη, στα βουνά, ελεύθεροι να πάγουν όπου θέλουν. Εκεί έσμιξαν τον Νικήτα, πήγαν ως τον Πρίλαπο να βεβαιωθούν πως ο Τσάρος είχε κλειστεί στο κάστρο μέσα, και γύριζαν πίσω, όταν απάντησαν τον Βοτανειάτη στον Αξιό.

- Και τώρα;

Με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του, κοίταζε ο Μιχαήλ μελαγχολικά το αναίματο πρόσωπο του φίλου του.

- Και τώρα...;

Τώρα ποιος τους εμπόδιζε πια να παρατήσουν αυτή τη ζωή της σκλαβιάς; Γιατί να μη γυρίσουν στο ελληνικό στρατόπεδο, να παρουσιαστούν στον Αυτοκράτορα και, μαζί του, στήθος με στήθος να πολεμήσουν τον εχθρό ώσπου να εξολοθρευθεί ολότελα; Και ο νους του Μιχαήλ γύρισε πάλι στα λόγια που είχε πει ο καλόγερος του κοριτσιού απάνω στο βουνό. Πού να πήγε άραγε ο Ιβάτζης, μιας και κατόρθωσε να εξολοθρέψει τον Βοτανειάτη; Και γιατί τάχα να ρωτήσει ο καλόγερος αν ο Νικουλιτσάς οδηγούσε τους Βουλγάρους; Μήπως λοιπόν ξέφυγε πάλι ο Νικουλιτσάς από την Πόλη; Είχε ακούσει ο Μιχαήλ πως ο αυτοκράτορας τον είχε ξανασυγχωρήσει και πως πάλι του έδωσε τιμές και μεγαλεία. Λοιπόν πάλι έσπασε το λόγο του ο ανυπότακτος Βούλγαρος! Ο Μιχαήλ σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο που έβλεπε στην αυλή του μοναστηριού.

Η αυλή ήταν άδεια. Μόνο μερικές όρνιθες πηγαινοέρχουνταν σκυφτές, σκαλίζοντας το χώμα ανάμεσα στις πλάκες, τσιμπώντας πού και πού κανένα σπόρο ή κανένα σκουλήκι. Αφηρημένος τις κοίταζε ο Μιχαήλ και συλλογίζουνταν πώς να ρωτήσει και να μάθει νέα του Ιβάτζη χωρίς να βάλει κανείς υποψίες. Το μοναστήρι ήταν χτισμένο σε σχήμα Π, και το μπροστινό μέρος της αυλής ήταν κλεισμένο με τοίχο όπου άνοιγε μια χαμηλή ξύλινη πόρτα. Από πάνω από τον τοίχο αυτόν, το βλέμμα του Μιχαήλ πήγαινε ως πέρα στ' ασημένια νερά του ποταμού και στις δεντρωμένες πλαγιές των βουνών, όπου σαν κορδέλες ανέβαιναν τα μονοπάτια και χάνουνταν κάτω από τα πυκνά φυλλώματα.

Από μέσα από τα δέντρα βγήκε μια γυναίκα που με γοργό βήμα κατέβαινε προς το μοναστήρι. Βαστούσε στο χέρι ένα σακί, και πήγαινε λαφριά, σχεδόν τρεχάτη. Χωμένος στη συλλογή του, ο Μιχαήλ δεν την πρόσεξε, και μόνο σα βρέθηκε πια κοντά στο μοναστήρι την αναγνώρισε. Ήταν το κορίτσι που είχε δει το πρωί στο βουνό μαζί με τον καλόγερο.

Έφθασε στην πόρτα και χτύπησε. Βγήκε ένας καλόγερος, άνοιξε, πήρε το σακί κι αφού βεβαιώθηκε πως ήταν γεμάτο κουκουνάρες, έβγαλε δυο-τρεις φόλες να την πληρώσει. Εκείνη όμως έσπρωξε πίσω το χέρι του και με νοήματα κάτι του είπε. Ο Μιχαήλ έγειρε περίεργος στο παράθυρο.

- Τι; έλεγε ο καλόγερος. Δε θέλεις παράδες; Θέλεις ψωμί;... Όχι; Αμέ τι θέλεις λοιπόν;

Πάλι με τα νοήματα κάτι του εξήγησε κείνη.

- Αν κοιμάται; ρώτησε ο καλόγερος. Για ποιον ρωτάς;... Ένας ξένος;... Αν είναι δω; Έχουμε τρεις ξένους, εξακολούθησε, ένας παπάς και οι άλλοι δυο στρατιώτες... Ναι; Γι' αυτούς ρωτάς;

Η κόρη έκανε νόημα, ναι.

- Όχι, δεν κοιμούνται, είπε ο καλόγερος, ο παπάς τουλάχιστον τρώγει μέσα με τον Ηγούμενο. Για τους στρατιώτες δεν ξέρω. Ο ένας είναι πολύ άρρωστος, λένε πως θα πεθάνει. Γι' αυτόν θέλεις να ξέρεις;

Μα το κορίτσι στέκουνταν τώρα με δεμένα χέρια εμπρός στον καλόγερο, ακίνητο, σα μαρμαρωμένο. Ύστερα, αργά - αργά γύρισε να φύγει, και ο παπάς έκλεισε την πόρτα. Μα αφού έκανε δυο - τρία βήματα, η κόρη ρίχθηκε χάμω, έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της και ξέσπασε σε τέτοια αναφιλητά, που όλο της το κορμί τινάζουνταν. Ο Μιχαήλ έσκυψε και φώναξε τον παπά, που με την ησυχία του κρεμούσε πάλι τα κλειδιά στη μέση του.

- Δάσκαλε!

Ο καλόγερος σήκωσε το κεφάλι και τον χαιρέτησε με το χέρι.

- Ωρες καλές, του αποκρίθηκε. Τι κάνει ο αδελφός σου;

- Κοιμάται, είπε ο Μιχαήλ. Μα πες μου, παπά μου, ποια είναι αυτή που σου έφερε τις κουκουνάρες;

- Είναι η Βουβή, αποκρίθηκε ο καλόγερος.

- Ποια Βουβή;

- Δεν ξέρω, έτσι την λένε όλοι.

- Και τι ζητά;

- Ποιος το ξέρει; Είναι λίγο παλαβή, μα δεν κάνει κακό κανενός. Είναι απείραχτη. Γιατί ρωτάς;

- Τίποτα, μόνο έπεσε χάμω καν κλαίει η δύστυχη.

- Κλαίει; Γιατί;

Ο καλόγερος άνοιξε την πόρτα καν βγήκε έξω. Μα μόλις άκουσε η Βουβή το κλειδί να τρίζει στην κλειδαριά, πετάχθηκε στα πόδα της καν, σαν τρομαγμένο ελάφι, όρμησε κατά το δάσος όπου χάθηκε. Ο παπάς κλείδωσε πάλι την πόρτα, καν με το χέρι έκανε νόημα του Μιχαήλ αγγίζοντας το μέτωπο του.

- Δε σου το είπα; Δεν είναι στα καλά της!

- Μα ποια είναι;

Ο καλόγερος σήκωσε τους ώμους του.

- Πόνος την ξέρει! Κάπου - κάπου παρουσιάζεται δω, ύστερα πάλι χάνεται για μήνες. Μα ούτε από πού έρχεται ξέρω, ούτε ποια είναι!

- Και είναι Βουλγάρα;

- Υποθέτω. Μα γιατί ρωτάς;

- Δεν έχω λόγο. Μόνο που μου φαίνεται πως την ξαναείδα.

- Καν βέβαια την είδες. Χτες βράδυ, την ώρα που κουβάλησες εδώ τον αδελφό σου, στέκουνταν στην πόρτα καν κοίταζε. Δε θυμάσαι;

Ναι, θυμούνταν πως μια γυναίκα στέκουνταν στην πόρτα. Μα ήταν τόσο ασχολημένος με τον άρρωστο, που ούτε την κοίταξε.

- Κατέβα να φας και συ, είπε ο καλόγερος. Ο πάτερ Μεθόδιος απόφαγε κι ανεβαίνει.