Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Δ

Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου
Συγγραφέας:
Δ'. Ασάν


Εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια βαστούσε ο σκληρός πόλεμος μεταξύ Σαμουήλ και Βασιλείου Β'. Εικοσιπέντε χρόνια, Έλληνες και Βούλγαροι εξακολουθούσαν άγρια να σφάζονται στη χερσόνησο του Αίμου. Ο Σαμουήλ με πείσμα ξανάρχιζε κάθε χρόνο τις τολμηρές του επιδρομές στην ανατολική και νότια Μακεδονία, μα και με ακούραστη επιμονή τον χτυπούσε ο Βασίλειος, παίρνοντας κάθε φορά και από μερικά φρούρια, στενεύοντας όλο και περισσότερο τα σύνορα του αντιπάλου του, σπρώχνοντας τον όλο και βαθύτερα στα άγρια βουνά της κεντρικής Μακεδονίας.

Το Φθινόπωρο του 999, ο Βασίλειος αναγκάστηκε ν' αφήσει στους στρατηγούς του τη διοίκηση του βουλγάρικου πολέμου και να πάγει στη Συρία με μεγάλη δύναμη, για να ξαναϋψώσει το γόητρο των Χριστιανών που είχε ξεπέσει φοβερά από τα 998, τότε που οι Άραβες νίκησαν και σκότωσαν τον άρχοντα της Αντιόχειας, τον Δαμιανό Δελασηνό, μ' έξι χιλιάδες Έλληνες, στην πεδιάδα της Απάμειας. Αφού ξανακυρίευσε τις χαμένες χώρες και υποχρέωσε τον Καλίφη της Αιγύπτου να υπογράψει ανακωχή δέκα χρόνων, τράβηξε βόρεια, στην Αρμενία, όπου τον καλούσαν μεγάλα συμφέροντα, και μόλις την άνοιξη του 1001 επέστρεψε στη Βασιλεύουσα.

Σ' αυτό το μεταξύ, ο Σαμουήλ δεν είχε παύσει τις επιδρομές του στα Βυζαντινά χώματα, και με δυσκολία τον εσυγκρατούσαν οι στρατηγοί του Βασιλείου στα σύνορα του. Μόλις λοιπόν ένα - δυο μήνες άφησε ο Αυτοκράτορας το στρατό του να ξεκουραστεί στη Βασιλεύουσα κι έφυγε πάλι, πέρασε τη Ροδόπη, και προχώρησε ως το Δούναβη, όπου έμεινε δυο χρόνια, κατακτώντας πόλεις και κάστρα βουλγάρικα κι επιστρέφοντας μόνο το χειμώνα στη Μοσυνούπολη για να ξεκουράζεται ο στρατός του. Ένα φρούριο δυνατό απάνω στο Δούναβη είχε μείνει ακυρίευτο, η Βιδύνη. Αλλά ο Βασίλειος δε θέλησε να χάσει καιρό στην πολιορκία του. Θεώρησε χρησιμότερο να κατέβει στη μεσημβρινή Μακεδονία και να κυριεύσει τα δυνατά φρούρια που του είχε πάρει ο Σαμουήλ στα 989. Άφησε λοιπόν τους στρατηγούς του να οχυρώσουν τα παρμένα κάστρα του Δούναβη, και στην αρχή του 1003 εξεστράτευσε στη νότια Μακεδονία. Διευθύνθηκε πρώτα στη Βέρροια. Μα πριν προφθάσει να την πολιορκήσει, ο Δαβρομήρ, Βούλγαρος στρατηγός της Βέρροιας, πήγε και τον προαπάντησε και του παρέδωσε τα κλειδιά της χώρας. Ως ανταμοιβή, ο Βασίλειος τον εδιόρισε ανθύπατο, που ήταν τίτλος πολυζήτητος εκείνο τον καιρό. Και αφού έβαλε δυνατή φρουρά στο κάστρο τράβηξε νότια και πολιόρκησε τα Σέρβια.

Στρατηγός στα Σέρβια ήταν τότε ένας παλικαράς τόσο μικρόσωμος, που τον έλεγαν Νικουλιτσά, δηλαδή Νικολάκη, αλλά άνθρωπος μεγάλης τόλμης και ατρόμητος. Κατάγουνταν από αρχοντική οικογένεια της Λάρισας, που, σαν πολλούς τότε, γύρισε κι αυτή με το μέρος των Βουλγάρων. Ο πατέρας του, άλλοτε στρατηγός στη Λάρισα, είχε παραδώσει το φρούριο του στον Σαμουήλ, τότε που πρώτη φορά κατέβηκαν οι Βούλγαροι στην Ελλάδα στα 986. Και ξεχνώντας από τότε την ελληνική της καταγωγή, η οικογένεια όλη αφοσιώθηκε στο Βούλγαρο Τσάρο.

Σα λεοντάρι αντιστάθηκε ο Νικουλιτσάς στα Σέρβια, και με κόπο πολύ κατόρθωσε ο Βασίλειος να κυριεύσει την πόλη, αφού γκρέμισε τους τοίχους του κάστρου. Και σαν τον έπιασαν και αλυσοδεμένο τον έφεραν εμπρός στον Αυτοκράτορα, με αψηλό το κεφάλι παρουσιάστηκε ο ανθρωπάκος, νικημένος μα όχι και ταπεινωμένος. Ο Βασίλειος ήταν μεγάλος πολιτικός, και είχε μεγάλη καρδιά. Ατρόμητος ο ίδιος, θαύμασε τόσο την παλικαριά του Νικουλιτσά, που όχι μόνο πρόσταξε να του βγάλουν τις αλυσίδες, αλλά και τον άφησε ελεύθερο και τον εδιόρισε πατρίκιο, με συμφωνία όμως να μη γυρίσει στη Βουλγαρία. Ύστερα, αφού οχύρωσε τα Σέρβια, κι άφησε κει ελληνική φρουρά, τον πήρε μαζί του και τράβηξε για τη Θεσσαλονίκη.

Το πάθος όμως του Νικουλιτσά εναντίον των Ελλήνων και η αγάπη των βουνών της πατρίδας του δεν τον άφηναν πια από Βούλγαρος να γίνει Έλληνας. Μόλις βρέθηκε ελεύθερος, καταπάτησε τους όρκους του, ξέκοψε στα βουνά, ενώθηκε με τον Σαμουήλ, κι έτρεξαν μαζί να ξαναπολιορκήσουν τα Σέρβια. Η είδηση έφθασε τον Αυτοκράτορα στο μισό δρόμο της Θεσσαλονίκης. Σαν αστραπή γύρισε πίσω, έπεσε στα βουλγάρικα στρατεύματα, τα έτρεψε σε φυγή κι ελευθέρωσε πάλι τα Σέρβια. Μόλις πρόφθασε ο Σαμουήλ να ξεφύγει με τον πιστό του στρατηγό, αλλά, σε λίγον καιρό, οι Έλληνες έστησαν καρτέρι του Νικουλιτσά, τον έπιασαν, και αλυσοδεμένο τον έστειλε ο Αυτοκράτορας στις φυλακές της Πόλης.

Από τα Σέρβια, χωρίς να χάσει καιρό, πήγε ο Βασίλειος στα Βοδενά και τα κυρίευσε με όλη την ηρωική αντίσταση του Δραξάν, άλλου γενναίου στρατηγού του Σαμουήλ. Κατά το σύστημα των Βυζαντινών, και για να εμποδίσει κάθε άλλη επανάσταση, ο Βασίλειος μετοίκισε τους νικημένους πολεμιστές στο Βολερό, χώρα στην εκβολή του Έβρου όπου είχε στείλει πρωτύτερα και τους κατοίκους των Σερβίων. Τον Δραξάν όμως τον εσυγχώρησε, όπως είχε συγχωρήσει και τον Νικουλιτσά, του έδωσε τίτλους και τιμές και του επέτρεψε να κατοικήσει στη Θεσσαλονίκη, όπου και τον πάντρεψε με μιαν Ελληνίδα.

Την άνοιξη του 1004, ο Βασίλειος ξεκίνησε πάλι με το στρατό του, πέρασε τον Αίμο, προχώρησε ως το Δούναβη και πολιόρκησε τη Βιδύνη, αποφασισμένος αυτή τη φορά να την πάρει. Οκτώ μήνες βαστούσε η πολιορκία, όταν ο Σαμουήλ, βλέποντας πως του ήταν αδύνατο να σώσει το κάστρο του, πέρασε τη Ροδόπη από αφύλαχτα μονοπάτια, όρμησε στην πεδιάδα της Θράκης που είχε μείνει ανυπεράσπιστη και τη νύχτα του Δεκαπενταύγουστου, την ώρα του πανηγυριού, έπεσε στην Αδριανούπολη, όπου έσφαξε κι αιχμαλώτισε ολόκληρο τον άοπλο πληθυσμό που ανυποψίαστος εόρταζε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Σκοπός του Σαμουήλ ήταν να υποχρεώσει τον αντίπαλο του να λύσει την πολιορκία της Βιδύνης. Μα ήταν πια αργά. Όταν έφθασε στο Δούναβη η φρικτή είδηση της σφαγής της Αδριανούπολης, η Βιδύνη είχε πέσει. Τότε ο Βασίλειος διέταξε να ξαναχτίσουν τα χαλασμένα τειχογυρίσματα της χώρας, καθώς και το φρούριο όπου άφησε δυνατή φρουρά. Ύστερα, αντί να κατέβει στη Θράκη να καταδιώξει τον Σαμουήλ, πήρε ολόκληρο το στρατό του και γύρισε νοτιοδυτικά.

Στην Αδριανούπολη ωστόσο, αξιωματικοί και στρατιώτες Βούλγαροι περνούσαν ζωή χαρισάμενη. Είχαν καταλάβει τα σπίτια των κατοίκων, και με τ' αρπαγμένα πλούτη, ο καθένας τους ζούσε σα βασιλιάς. Πολλές φορές τύχαινε, μεταξύ των δυστυχισμένων αιχμαλώτων, ο ίδιος ο νοικοκύρης του σπιτιού να δουλεύει σκλάβος εκεί που άλλοτε πρόσταζε σαν αφέντης.

Μόνο ο Σαμουήλ δεν ήταν ήσυχος. Η κατάκτηση της Αδριανούπολης δεν ήταν σκοπός για κείνον· ήταν μέσον για να τραβήξει τον εχθρό του από τη Βιδύνη και να γλυτώσει το δυνατό του κάστρο. Ο νους του ήταν αδιάκοπα γυρισμένος εκεί. Είχε στείλει κατασκόπους, να μάθουν τι έκαμνε ο Βασίλειος κι αν έλυσε την πολιορκία, κι ωστόσο, ετοιμάζουνταν να κατέβει στη Θεσσαλονίκη. Αλλά πριν φύγει, ήθελε να μάθει πληροφορίες, κι ώσπου να γυρίσουν οι κατάσκοποι, τον έτρωγε η ανησυχία.

Οι ειδήσεις έφθασαν νωρίτερα απ' ό,τι περίμενε. Μια μέρα, που κοντά στο ποτάμι επιθεωρούσε καβάλα το στρατό του, ένας αξιωματικός τον πλησιάζει και του λέγει πως κάποιος θέλει να του μιλήσει.

- Πες του να έλθει άλλη ώρα, είπε ο Σαμουήλ.

- Λέγει πως είναι ανάγκη να σε δει για κάτι πολύ σπουδαίο.

- Ας με περιμένει στο παλάτι!

- Δεν έχεις, λέγει, στιγμή να χάσεις, Αφέντη, αποκρίθηκε ο αξιωματικός.

- Τι; φώναξε ο Σαμουήλ με ξαφνική ανησυχία. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;

- Δεν τον γνωρίζω· είναι ξένος.

- Πες του να έλθει ευθύς!

Ο Τσάρος ξεκαβαλίκεψε και μπήκε στη σκηνή του, ταραγμένος και νευρικός. Σχεδόν την ίδια στιγμή έμπαινε μέσα κι ο ξένος. Ήταν μακρύς, λιγνός, με μαύρα κατασκονισμένα γένια και μαλλιά και με ηλιοκαμένο πρόσωπο. Τα ρούχα του ήταν σκεπασμένα σκόνη και λάσπες. Στάθηκε εμπρός στον Τσάρο χωρίς να χαιρετήσει, και με το αριστερό του χέρι χωμένο στο άνοιγμα του ρούχου του. Το φέρσιμο του και το ύφος του ήταν ανθρώπου χωριάτη.

- Από πού έρχεσαι; ρώτησε ο Σαμουήλ.

- Από το Δούναβη, αποκρίθηκε ο άνθρωπος.

- Λέγε! Λέγε! ξεφώνισε ανυπόμονα ο Τσάρος. Τι νέα φέρνεις;

- Η Βιδύνη έπεσε.

Ένα μούγκρισμα ξέφυγε του Σαμουήλ, κι έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του. Ο άνθρωπος ακίνητος μπροστά του περίμενε. Ο Τσάρος σήκωσε το κεφάλι. Ήταν κατάχλωμος.

- Και ο Βασίλειος; ρώτησε.

- Έφυγε.

- Έφυγε; Πότε;

- Μόλις του έφεραν την είδηση πως πλάκωσες στην Αδριανούπολη.

- Πριν φύγεις εσύ από κει; Και τον πρόκανες λοιπόν; Έκοψες δρόμο από τα μονοπάτια και τον ξεπέρασες;

- Όχι, πήγε άλλο δρόμο.

- Τί; Δεν έρχεται δω; ρώτησε ο Σαμουήλ με μεγάλη ταραχή.

- Όχι! Τράβηξε νοτιοδυτικά. Πήγε από την κοιλάδα της Μοράβας.

- Στην καρδιά!... Στην καρδιά θέλει να με σφάξει! φώναξε ο Σαμουήλ, με λύσσα χτυπώντας το μέτωπο του. Αψηφά την Αδριανούπολη που την έχω πνίξει στο αίμα, και στα κάστρα μου πηγαίνει, να μου τα πάρει που δεν είμαι κει να τα διαφεντέψω... και γυρνώντας στον ξένο ρώτησε απότομα: Από πού έρχεσαι; Ποιος σ' έστειλε;

- Ήμουν στη Βιδύνη, σ' όλη την πολιορκία. Σα γκρεμίστηκαν οι τοίχοι και μπήκαν οι εχθροί στο φρούριο, ξέφυγα με σκοπό να έλθω να σου το πω. Μα δεν ήξερα πού ήσουν, ούτε αυτοί δεν το ήξεραν. Κρυμμένος τους παραμόνευα. Μια μέρα, κάποιος έφερε την είδηση πως κατάστρεψες την Αδριανούπολη. Αμέσως τότε έφυγε ο Βασιλιάς των Ελλήνων και τράβηξε για τη Νίσο. Έφυγα κι εγώ κι ήρθα εδώ.

- Πώς ήταν αυτός που έφερε την είδηση; ρώτησε ο Σαμουήλ.

- Δεν τον είδα. Λένε πως ήταν χωρικός, αποκρίθηκε ο ξένος.

- Έπρεπε να τον δεις. Ο καλός κατάσκοπος πρέπει κάθε λεπτομέρεια να την ξέρει!

Ο άνθρωπος δεν αποκρίθηκε. Ασάλευτος κοίταζε τον Τσάρο.

- Σε τίνος υπηρεσία είσαι; ρώτησε πάλι ο Σαμουήλ.

- Σε κανενός. Τυχερό ήταν να βρεθώ στη Βιδύνη, όταν την πολιόρκησε ο Βασιλιάς των Ελλήνων. Δεν είμαι πια στρατιώτης.

- Και ήλθες χωρίς διαταγή;

- Ναι!

- Σου χρειάζεται αμοιβή γι' αυτό που έκανες.

- Όχι! Το έκανα από μίσος για τους Έλληνες.

- Από πού είσαι;

- Από την Πρεσθλαύα. Μα έφυγα από κει σαν την πήραν οι στρατηγοί του Βασιλείου.

Ο Σαμουήλ με περιέργεια κοίταξε το τριχωτό ισχνό πρόσωπο του ξένου.

- Πού σε ξαναείδα; ρώτησε έξαφνα.

- Στο Σπερχειό, αποκρίθηκε σύντομα ο άνθρωπος.

- Στου Σπερχειού τη μάχη;

- Ναι!

- Δε σε θυμούμαι καθόλου!

- Εγώ σε θυμούμαι, είπε ο άνθρωπος. Ανάμεσα στους πληγωμένους, εκεί που έπεσες, ήταν κι ένας στρατιώτης, που σε βοήθησε να φορέσεις τη στολή ενός πεθαμένου για να μη σ' αναγνωρίσουν με τη βασιλική σου στολή.

- Ναι, αυτό το θυμούμαι... Εσύ ήσουν ο πληγωμένος;

- Εγώ ήμουν.

- Άλλαξες πολύ.

- Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε και οι πληγές μου με άλλαξαν, αποκρίθηκε ο ξένος.

Ο Σαμουήλ κοίταξε προσεκτικά το ηλιοκαμένο του πρόσωπο, όπου βαθύ σημάδι έκοβε το φρύδι, και άλλη μισογιατρεμένη πληγή χάραζε μια κόκκινη γραμμή από το μηλίγγι ως το στόμα.

- Πώς κατόρθωσες κι έφθασες στην πατρίδα; ρώτησε.

- Το ήθελα. Και σα θέλει κανείς με την καρδιά του ένα πράμα, το κατορθώνει, αποκρίθηκε αυτός απότομα.

Ήταν χωριάτης βέβαια, και τρόπους δεν είχε. Μα η τολμηρή του έκφραση άρεσε του Τσάρου.

- Πώς σε λένε! ρώτησε.

- Ασάν.

- Πήγαινε στο παλάτι μου, Ασάν. Από σήμερα είσαι στην ιδιαίτερη μου υπηρεσία, και γυρνώντας στον υπασπιστή του, ο Τσάρος πρόσταξε να δώσουν ρούχα και φαγί στον ξένο και να φωνάξουν αμέσως τους στρατηγούς του.

Πριν βραδιάσει, όλοι οι στρατηγοί είχαν μαζευθεί στο παλάτι του πεθαμένου Κατεπάνω, όπου ο Σαμουήλ τους είχε συγκαλέσει για συμβούλιο, και φώναξαν τον Ασάν και τον εξέτασαν. Τους ξαναείπε όσα είχε πει του Σαμουήλ κι επρόσθεσε μερικές λεπτομέρειες· πόσος ήταν ο στρατός του Βασιλείου, πόσους άφησε στη Βιδύνη, πώς είχε ξαναοχυρώσει το φρούριο και άλλα τέτοια.

Την άλλη μέρα έφθασαν ένα - δυο χωρικοί της Ροδόπης. Δεν ήξεραν τίποτα θετικό. Αλλά στα χωριά τους διαδίδουνταν πως έπεσε η Βιδύνη. Δυο μέρες αργότερα, η κοιλάδα της Τούντζας είχε γεμίσει πεζοπόρους και καβαλάρηδες, αμάξια και ζώα φορτωμένα. Ο Σαμουήλ έφευγε βιαστικά, όπως είχε έλθει. Στο δρόμο αντάμωσε άλλους αγγελιαφόρους, που του επιβεβαίωσαν τις ειδήσεις του Ασάν. Αποφεύγοντας λοιπόν τις οχυρωμένες χώρες και τα κάστρα που φύλαγαν τις κλεισούρες, ο Σαμουήλ τράβηξε κατά τη Ροδόπη, με την ελπίδα να προφθάσει τον εχθρό του πριν μπορέσει ο Βασίλειος, με μιαν από τις συνηθισμένες του γρήγορες προσβολές, να του αρπάξει τα τελευταία βορεινά προτειχίσματα του βασιλείου του. Πίσω ακολουθούσε στρατός αιχμαλώτων. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, στην κάψα του σεπτεμβριάτικου ήλιου, πορεύουνταν με σκυφτό κεφάλι και μαύρη καρδιά, προς τη βαρύτερη σκλαβιά που γίνουνταν, δούλοι του αγριότερου λαού της σκληρής εκείνης εποχής. Μαζί μ' όλους τους άλλους δούλους ακολουθούσε κι ο Παγράτης με την Αλεξία. Του είχαν λύσει τα σίδερα για την πορεία και, με το παιδί στην αγκαλιά, πήγαινε ο γέρος ανάμεσα στο πυκνό σκοτάδι, γυρεύοντας αδιάκοπα τα δυο αγόρια που ο Νικήτας του είχε εμπιστευθεί. Δεν τα βρήκε όμως. Μακριά, μπροστά προχωρούσαν τα ορφανά, στην ιδιαίτερη συνοδεία του Σαμουήλ. Ένα βράδυ τα είδε από μακριά.

Μέρες και μέρες περπατούσε το καταπονεμένο, το ατέλειωτο κοπάδι των αιχμαλώτων, σχεδόν χωρίς ανάπαυση, και πολλοί έπεφταν στο δρόμο όπου τους έτρωγαν τ' αγρίμια ή πέθαιναν από πείνα και αθλιότητα. Επιτέλους ο Σαμουήλ αποφάσισε να σταματήσει δυο μέρες για να ξεκουραστεί ο στρατός του, κι έστησε τις σκηνές πλάγι σ' ένα ποταμάκι.

Ο Παγράτης είχε κατέβει στην όχθη με την Αλεξία και, καθισμένοι στα χόρτα, κοίταζαν σιωπηλά τους άντρες που έφερναν τα ζώα να τα ποτίσουν. Έφεραν και τα βασιλικά άλογα και, ανάμεσα στους στρατιώτες, ο Παγράτης είδε δυο αγοράκια κι αναγνώρισε το γιο του Κατεπάνω και το φίλο του. Τ' αγόρια έβγαλαν τα ποδήματά τους και μπήκαν στο νερό μαζί με τους στρατιώτες, να πλύνουν τ' άλογα. Η καρδιά του Παγράτη μάτωσε σαν τα είδε, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

Την ίδια ώρα, έφθασε κοντά στο ποτάμι ένας λιγνός ηλιοκαμένος άντρας με κατάμαυρα μαλλιά και γένια και μια πρόσφατη λαβωματιά στο μάγουλο. Καθώς είδε τα παιδιά, έβγαλε τις φωνές και πρόσταξε να βγουν από το νερό και να ξαναφορέσουν τα ποδήματά τους. Τ' αγόρια όμως δεν καταλάβαιναν βουλγάρικα, κι εξακολουθούσαν τη δουλειά τους. Τότε πήδησε ο άνθρωπος μέσα στο νερό, τ' άρπαξε απότομα, τα έβγαλε έξω με τις σπρωξιές, και με φωνές και χειρονομίες τους είπε πως δεν ήταν δουλειά τους να πλένουν άλογα και να λερώνουν τα ρούχα τους που τους τα είχε δώσει ο Τσάρος για τη δική του υπηρεσία μονάχα. Και πρόσταξε να πάνε αμέσως στη βασιλική σκηνή κι εκεί να περιμένουν τις διαταγές του Αφέντη.

Ο άνθρωπος αυτός φορούσε στολή ιδιαίτερου υπασπιστή του Σαμουήλ, και όταν τον άκουσε ο Παγράτης να μιλά τόσο απότομα στα ορφανά φοβήθηκε μην τα χτυπήσει, και η καρδιά του σφίχτηκε. Μα σαν είδε πως σε λόγια περιορίζουνταν ο θυμός του, χάρηκε κατάκαρδα που επεμβήκε ο Βούλγαρος και τα εμπόδισε να κάνουν του σταβλίτη τη χοντροδουλειά, και με κάποια ευγνωμοσύνη τον κοίταξε όσο πήγαινε τ' αγόρια προς τη βασιλική σκηνή. Τα ξαναείδε λίγες μέρες αργότερα, σε άλλο σταθμό, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος. Τ' αγόρια κάθουνταν στη ρίζα ενός δέντρου και μαζί διάβαζαν ένα ελληνικό χρυσοδεμένο προσευχητάριο. Ήταν ολομόναχα· ούτε στρατιώτης φαίνουνταν ούτε αιχμάλωτος. Ο Παγράτης, κρατώντας την Αλεξία από το χέρι, πλησίασε χωρίς καν να τον ακούσουν, και μόνο όταν στάθηκε μπροστά τους σήκωσαν το κεφάλι και τον είδαν.

- Παγράτη!... μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος.

Ο γέρος τράβηξε τ' αγόρια στην αγκαλιά του και τα φίλησε σφιχτά. Από τη συγκίνηση δεν μπόρεσε να μιλήσει.

- Και η Αλεξία... ψιθύρισε ο Μιχαήλ.

Φοβισμένα έριξε γύρω του μια ματιά και, σα βεβαιώθηκε πως κανένας δεν τους βλέπει, πήρε το κοριτσάκι κοντά του και το φίλη σε. Η μικρή τον κοίταξε, ύστερα κοίταξε τον Παγράτη, και πάλι τον Μιχαήλ και τον Κωνσταντίνο. Μα τα χείλια της έμειναν κλειστά.

- Αλεξία, δε μας αναγνωρίζεις; Γιατί δε μας μιλάς; ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

Και πάλι η μικρή κοίταξε σιωπηλά τον Παγράτη.

- Έτσι είναι από τη μέρα της σφαγής, είπε ο γέρος.

- Γιατί δε μας μιλάς, Αλεξία; Μη μας φοβάσαι εμάς! Εμείς σ' αγαπούμε! είπε ο Μιχαήλ πιάνοντας και χαϊδεύοντας το χεράκι της.

- Δε μιλά καθόλου, εξήγησε ο Παγράτης. Εμπρός μας έσφαξαν πολύν κόσμο, και η μικρή τους είδε και δε μίλησε πια...

- Από τρομάρα; ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

- Έτσι φαίνεται.

- Αχ, καημένη Αλεξία! μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος αγκαλιάζοντας το παιδί. Κι εγώ σε μακάριζα!

- Γιατί; ρώτησε ο Παγράτης δακρυσμένος.

- Γιατί δεν είχε μάνα και πατέρα να τους δει να σφάζονται...

Έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια και ξέσπασε στα κλάματα.

- Είδες τη μητέρα σου; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Παγράτης.

- Ναι! ψιθύρισε ο Μιχαήλ, την είδαμε σφαγμένη, όταν μας πήραν από την εκκλησία. Και ύστερα... τον πατέρα του...

Ο Κωνσταντίνος σήκωσε το κεφάλι.

- Θα τους εκδικήσω! είπε και τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Θα τους εκδικήσω, επανέλαβε απλώνοντας το χέρι του απάνω στο προσευχητάριο. Τ' ορκίζομαι στο Σταυρό...

Κάτι έτριξε μες τα κλαδιά κοντά τους. Ο Παγράτης έκανε νόημα του Κωνσταντίνου να σωπάσει και ακροάστηκε βαστώντας την αναπνοή του. Μα τίποτα δεν ακούστηκε πια. Προχώρησε ένα - δυο βήματα, παραμέρισε τα χαμόκλαδα και, ξαπλωμένο στα χόρτα, είδε ένα Βούλγαρο που κοιμούνταν. Αναγνώρισε τον υπασπιστή του Σαμουήλ που είχε εμποδίσει τα παιδιά να πλύνουν τ' άλογα. Παρακάτω, στην ξεσκέπαστη πλαγιά, πέντε - έξι στρατιώτες έψηναν το φαγί τους και κουβέντιαζαν αναμεταξύ τους. Ο Παγράτης έκανε νόημα των αγοριών να σιμώσουν με προσοχή.

- Πώς τον λένε αυτόν; ρώτησε τον Μιχαήλ στο αυτί, δείχνοντας τον κοιμισμένο υπασπιστή.

- Ασάν, είπε ο Κωνσταντίνος χωρίς να προσέξει να χαμηλώσει τη φωνή.

Με τρόμο σκέπασε ο Παγράτης το στόμα του αγοριού. Μα ο Βούλγαρος εξακολουθούσε να κοιμάται βαριά, και οι άλλοι παρακάτω, προσηλωμένοι στο φαγί τους και στις κουβέντες, δε φαίνουνταν ν' άκουσαν. Ο Παγράτης πήρε τ' αγόρια από το χέρι, και προσέχοντας μην πατήσουν κανένα κλαδί, που το τρίξιμο του θα τους πρόδιδε, απομακρύνθηκαν με την Αλεξία.

- Αυτό να μας γίνει μάθημα, ψιθύρισε ο γέρος. Λένε πως και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Κάποτε και τα δέντρα έχουν. Μόνο στη μοναξιά πια και στ' ανοιχτά θα σας ξανασιμώσω. Μα να ξέρετε πως η καρδιά μου είναι πάντα μαζί σας!

Φίλησε σφιχτά τ' αγόρια, πήρε το χέρι της Αλεξίας κι έφυγε. Μια στιγμή γύρισε πίσω, και είδε τα δυο αγόρια που είχαν ξανακαθήσει στη ρίζα του δέντρου και αγκαλιασμένα διάβαζαν ήσυχα το βιβλίο τους.