Τα ψηλά βουνά/Το μαύρο τραγάκι

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὸ μαῦρο τραγάκι



40. Τὸ μαῦρο τραγάκι.

Ὁ Λάμπρος ἦρθε στὸ μάθημα καὶ προχτὲς καὶ χτὲς καὶ σήμερα.

Κοιτάζει τὸ ρολόγι του κι ἔρχεται ταχτικὰ τὴν ἴδια ὥρα. Τὸ ρολόγι τοῦ Λάμπρου εἶναι μιὰ ξερὴ ἀγριαχλαδιά. Στὶς δέκα τὸ πρωὶ πέφτει ὁ ἴσκιος της ἀπάνω στὸ σημάδι. Τότε ξεκινᾶ ὁ μαθητὴς τρέχοντας κι ἔρχεται στὸ Δημητράκη.

Δόξα σοι ὁ Θεός, τὰ γίδια τὴν ἄλλη φορὰ τὰ μάζεψε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα. Ἕνα τραγάκι, ἕνα μαῦρο τραγάκι, δὲν μπόρεσε νὰ τὸ βρῆ πουθενά.

Ὅταν τὸ εἶπε τοῦ παπποῦ, τὸν ἔπιασε μεγάλος θυμός.

«Νὰ πᾶς πίσω νὰ μοῦ βρῆς τὸ τραγάκι. Ὅ τι ἔχω κεῖνο τὸ μικρό, δὲν ἔχω ὅλο τὸ κοπάδι!»


Ὁ Λάμπρος τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ πῆγε πίσω, κι ἄρχισε ν’ ἀνεβαίνη πάλι ὅλους τοὺς γκρεμούς. Ἔψαξε στοὺς θάμνους, ἔρριξε πέτρες παντοῦ, σφύριξε, φώναξε «τσέπ! τσέπ! τσέπ!» τίποτα. Εἶχε ἀπελπιστῆ.

Τὴ στιγμὴ ποὺ κίνησε νὰ φύγη, τὸ τραγάκι πρόβαλε ἀπὸ μιὰ πράσινη τούφα. Οὔτε κινήθηκε οὔτε βέλαξε· μόνο τὸν κοίταξε.

Ἦταν ξεχασμένο μέσα στὸ ἄγριο κλαρί. Μιὰ νύχτα ἔζησε στὸ πουρνάρι καὶ στὴν κουμαριά, καὶ ξέχασε καὶ κοπάδι καὶ βοσκό.

Ὁ Λάμπρος τὸ κυνήγησε λίγο, τὸ τσάκωσε ἀπὸ τὸ πίσω πόδι μὲ τὴν γκλίτσα του, τὸ πῆρε στὸν ὦμο καὶ τὸ ἔφερε πίσω.


Ὅταν τὸ εἶδε ὁ Γεροθανάσης χάρηκε, μ’ ὅλες τὶς ἕξι χιλιάδες τὰ ζωντανά του.

Ἀφοῦ τὸ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μικρά του κέρατα καὶ τὸ ἔφερε στὰ γόνατά του, φώναξε τάχα σὰ θυμωμένος:

«Φέρε γρήγορα τὸ μαχαίρι νὰ τὸ σφάξω». Τὸ τραγάκι βέλαξε: «μέε..μέεεε..» Καὶ τὸ χνότο του, καθὼς ἄνοιξε τὸ στόμα, μοσκοβόλησε ἀπὸ τὸ ἄγριο κλαρί.

«Τί εἶπες;» φώναξε ὁ Γεροθανάσης, σηκώνοντας τὸ χέρι σὰ νὰ κρατοῦσε τάχα μαχαίρι. «Νὰ μὴ σὲ σφάξω εἶπες; Ὄχι, θὰ σὲ σφάξω, τώρα κιόλας! Στὶς μυρουδιὲς μοῦ ξεχάστηκες, ἔ; Ἄγγιχτη κουμαριὰ μούθελες! Ἂς εἶναι, ἃς ἔχης χάρη σήμερα. Ξέρω γώ! θὰ σὲ σφάξω στὸ γάμο τῆς Ἀφρόδως».

Ἕτσι εἶπε καὶ τ’ ἀπόλυσε νὰ πάη μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα.


Ὄχι, δὲ θὰ τὸ σφάξη οὔτε στὸ γάμο τῆς Ἀφρόδως. Ἂς εἶναι ἄταχτο· ξέρει ὅμως νὰ κυνηγᾶ τὶς εὐωδιές· ξέρει νὰ βρίσκη τὸ ἄγγιχτο κλαρί.

Ὁ Γεροθανάσης τὸ ἔχει στὴν καρδιά του. Μιὰ μέρα φαίνεται πὼς θὰ τὸ κάμη κεσέμι!