Τα ψηλά βουνά/Το τραγούδι της Αφρόδως

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τὸ τραγούδι τῆς Ἀφρόδως


41. Τὸ τραγούδι τῆς Ἀφρόδως.

Ἡ Ἀφρόδω ἦρθε σήμερα μαζὶ μὲ τὸ Λάμπρο, νὰ δῆ τ’ ἀδέρφια της. Ἕναν ἀδερφὸ εἶχε, τὸ Λάμπρο, καὶ τώρα ἔγιναν εἰκοσιέξι!
Μὰ καὶ τὰ παιδιὰ ποτὲ δὲν ἔλεγαν πὼς θὰ ἔβρισκαν ἐκεῖ ἀπάνω τόσο καλὴ ἀδερφή.

Ἐδῶ καὶ τρεῖς μέρες τοὺς εἶπε τὸ πιὸ καλὸ παραμύθι. Εἶπε γιὰ ἕνα κάστρο ποὺ εἶχε πόρτες ἀτσαλένιες καὶ κλειδιὰ ἀργυρά· γιὰ τῆς Ὡριᾶς τὸ κάστρο.


Προχτὲς τραγούδησε στὸ Φάνη καὶ στὸ Δημητράκη ἕνα τραγούδι ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «Ἀπόψε νειρευόμουνα». Τὸ εἶπε χαμηλοβλέποντας καὶ κοιτάζοντας τὴ ρόκα.

Ἀπόψε νειρευόμουνα
—μητέρα, μητερίτσα μου—

ψηλὸν πύργον ἀνέβαινα,
σὲ περιβόλι ἔμπαινα·

καὶ δυὸ ποτάμια μὲ νερό,
—ξήγα, μητέρα μ’, τ' ὄνειρο!...



Νὰ εἶχε δεῖ καὶ κείνη τέτοιο ὄνειρο; Ἦταν κάτι λυπητερὸ σ’ αὐτὸ τὸ τραγούδι. Μὰ ὅταν τὸ τελείωσε, χαμογέλασε. Κι ἅμα ἡ Ἀφρόδω χαμογελάση, ὅλα εἶναι καλά.


Τόσο τὴν ἔχουν ἀδερφή, ποὺ σήμερα τὴν ἔβαλαν σὲ ράψιμο.

«Ράψε, Ἀφρόδω, τοῦτο τὸ κουμπί».

—«Ράψε μου τὸν ἀγκῶνα ποὺ σκίστηκε».

Ὅσο κι ἂν εἶχαν μάθει στὴν ἐρημιὰ νὰ ράβωνται μόνοι τους, ἤθελαν τὸ ράψιμο τῆς Ἀφρόδως. Πάντα πιὸ καλὰ ράβουν οἱ γυναῖκες. Ἡ Ἀφρόδω κάθισε καὶ μπάλωσε δυὸ τρεῖς. Ἄν μπορῆ νὰ μπαλωθοῦν δασοφύλακες! Ὕστερα πῆρε τὴ ρόκα κι ἄρχισε νὰ γνέθη.

«Τώρα νὰ μᾶς πῆ κανένα παραμύθι!» συλλογίστηκαν τὰ παιδιά.

Ὄχι δὲν τοὺς εἶπε παραμύθι· τοὺς εἶπε τὴν ἱστορία τοῦ Γιάννη ἀπὸ τὸ Πουρνάρι. Μιὰ ἱστορία ποὺ τὴν ξέρουν ὅλοι, μεγάλοι καὶ μικροί.