Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Στὸ μοναστήρι


71. Στὸ μοναστήρι.


Στὸ ψηλὸ μοναστήρι τοῦ Ἁι-Λιά, ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, στέκονται οἱ καλόγεροι καὶ κοιτάζουν μακριά. Οἱ κάμποι καὶ οἱ λόφοι ἁπλώνονται ἀπὸ κάτω, καὶ πιὸ πέρα λάμπει τὸ ποτάμι τῆς Ρούμελης σὰν ἀσημένιο. Κάπου κάπου ἕνας καλόγερος σηκώνει ἀργὰ τὸ χέρι καὶ δείχνει πέρα.

Πάντα στὸ ἴδιο ψήλωμα στέκονται τέτοιες ὧρες, ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ μπῆκαν στὸ μοναστήρι. Ἀγναντεύουν ἀπὸ κεῖ τοὺς τόπους ποὺ εἶναι πράσινοι τὸ χειμῶνα καὶ ξανθοὶ τὸ καλοκαίρι. Κι ἔτσι παρηγοριοῦνται ποὺ δὲ βλέπουν ἀνθρώπους. Πενήντα ὀχτὼ σωστὰ χρόνια κοιτάζει ἀπὸ κεῖνο τὸ ψήλωμα ὁ ἡγούμενος ὁ πάτερ-Ἰωσήφ...


«Κάποιοι μᾶς ἔρχονται» εἶπε ἕνας καλόγεροςˑ κι ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του κάτι ἀνθρώπους, ποὺ ἀνέβαιναν τὸν ἀνήφορο πρὸς τὸν Ἁι-Λιά.

Εἶναι τὰ παιδιὰ μαζὶ μὲ τὸν κὺρ Στέφανο. Ἔρχονται στὸ μοναστήρι νὰ προσκυνήσουν, ὅπως τὸ ἤθελαν ἀπὸ τόσον καιρό.

Εὐχαριστήθηκε ὁ ἡγούμενος, ὅταν ἔφτασαν καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ἔρχονται νὰ λειτουργηθοῦν.

«Κοπιάστε, τοὺς εἶπε, στὸ ἡγουμενεῖο».

Πρῶτα πέρασαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ νὰ προσκυνήσουν. Ἦταν παλιὰ ἡ ἐκκλησιά, ἴσαμε τετρακόσιων χρόνων. Ἄναψαν τὸ κερί τους, προσκύνησαν κι ὕστερα ἀνέβηκαν στοῦ ἡγουμένου.

«Τί νέα φέρνετε ἀπὸ τὸν κόσμο;» ρώτησε ὁ ἡγούμενος.

—«Ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ ἐρχόμαστε, πάτερ» τοῦ ἀπάντησε ὁ κὺρ Στέφανος.
Καὶ διηγήθηκε σ’ αὐτὸν καὶ στοὺς καλογέρους ποὺ ἦρθαν ἐκεῖ, τὸ ταξίδι τῶν παιδιῶν στὸ βουνό. Οἱ καλόγεροι, ποὺ σπάνια βλέπουν ἀνθρώπους, ἄκουαν μὲ προσοχὴ τὶς ἱστορίες τῶν παιδιῶν, τὸ ἀνέβασμα στὸν Ἀραπόβραχο καὶ τὸ χάσιμο τοῦ Φάνη, σὰ ν’ ἄκουαν καλὸ παραμύθι.

«Νὰ ποὺ ἔγινες καὶ σὺ μιὰ φορὰ ἐρημίτης σὰν κι ἐμᾶς» εἶπε ὁ πάτερ Δανιὴλ τοῦ Φάνη. Καὶ τὸν ἐχάιδεψε.


Ὁ κελάρης ἔφερε τὸ δίσκο μὲ τὸ γλυκὸ καὶ μὲ τὸ κρύο νερό. Κι ὅταν ξεκουράστηκαν τὰ παιδιά, βγῆκαν νὰ ἰδοῦν τὸ μοναστήρι. Γύρισαν στὸ περιβόλι, ποὺ τὸ φυτεύουν καὶ τὸ σκαλίζουν οἱ καλόγεροι. Πῆγαν στὶς συκιὲς κι ἔκοψαν γλυκὰ σῦκα. Εἶδαν πάρα πέρα τὶς καρυδιὲς καὶ τὶς βελανιδιές, εἶδαν καὶ τὰ ὀρθὰ κυπαρίσσια, ποὺ στέκουν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια καὶ φυλάγουν τὸ μοναστήρι.