Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ἕνα μήνυμα


70. Ἕνα μήνυμα.

Ἀπόψε νειρευόμουνα,
 μητέρα, μητερίτσα μου,

ψηλὸν πύργον ἀνέβαινα,
 σὲ περιβόλι ἔμπαινα·

καὶ δυὸ ποτάμια μὲ νερό,
 —ξήγα, μητέρα μ’, τ’ ὄνειρο.

Ὁ πύργος εἶν’ ὁ ἄντρας μου,
 τὸ περιβόλι ὁ γάμος μου.

Τὰ δυὸ ποτάμια μὲ νερὸ
 εἶναι τὸ συμπεθερικό.

Ἡ Ἀφρόδω ἀκούστηκε νὰ τελειώνη τὸ τραγούδι ποὺ εἶχε ἀρχίσει μιὰ φορά.

Ἡ φωνή της ἦταν λιγερὴ καὶ παραπονιάρικη, σὰν τὸ λάλημα τῆς φλογέρας.

Τόλεγε λυπημένα, τόλεγε καὶ χαρούμενα, ὥσπου τὸ τραγούδι ἔσβησε μέσα στὸ λόγκο.


«Ἄκου, ἡ Ἀφρόδω!» εἶπε ὁ Δημητράκης στὸ Λάμπρο, καθὼς ἔκαναν τὸ μάθημα.

—«Τὴν παντρεύομε» εἶπε ὁ Λάμπρος.

—«Ἀλήθεια;» ρώτησε ὁ Δημητράκης, σὰ νὰ μὴν τὸ πίστεψε.

—«Τὴ δίνομε πέρα σ’ ἕνα χωριό, ποὺ τὸ λένε Περιστέριˑ σ’ ἄλλο βουνό».

—«Πότε;»

—«Τὴν ἄλλη Κυριακή».
Ὁ Δημητράκης πῆγε νὰ τὸ πῆ ἀμέσως στ’ ἄλλα παιδιά. Καλύτερα νὰ μὴν τὸ εἶχαν μάθει. Εἶναι συλλογισμένα, εἶναι πολὺ λυπημένα.


Μόνο ὁ Λάμπρος δὲν εἶναι λυπημένος. Τὸ νοῦ του τὸν ἔχει στὸ βιβλίο. Σφίγγει τὸ καλαμάρι ποὺ τοῦ χάρισαν τὰ παιδιά, κρατεῖ καλὰ τὴν πένα καὶ γράφει.

Μόνος του γράφει. Κάθεται, συλλογίζεται, καὶ κεῖνα ποὺ ἔχει μέσα στὸ κεφάλι του, τὰ λέει στὸ χαρτί.

Ἡ βροχὴ πῆρε κάμποσα πράματα, πῆρε καὶ τὴ ζάχαρη· δὲν πῆρε ὅμως τὸ τετράδιο τοῦ Λάμπρου.


Νὰ τί ἔγραψε προχτὲς στὸ τετράδιό του: «Εἶμαι ὁ Λάμπρος Πέλεκας τοῦ Ἀντωνίου ἀπὸ Γρανίτσα, τοῦ δήμου Ἀπεραντίων.

»Ἔχω καὶ τὴν Ἀφρόδω ἀδερφή, καὶ σκύλο τὸ Μοῦργο. Καὶ παππούλη τὸ Γεροθανάση. Καὶ δάσκαλο τὸ Δημητράκη. Κι ἕνα σουγιά.

»Τὰ γίδια εἶναι ἄταχτα ζωντανά. Τὰ καλὰ παιδιὰ πηγαίνουν στὸ σκολειὸ καὶ μαθαίνουν νὰ γράφουν. Τὸ πουρνάρι ἔχει τὸν καλύτερο ἴσκιο. Ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννιά, δέκα. Ἔχω καὶ καλαμάρι.

»Ἅγιος ὁ Θεός, ἀμήν.

»Λάμπρος Πέλεκας τοῦ Ἀντωνίου ἀπὸ Γρανίτσα».

Αὐτὰ τὰ εἶχε γράψει ὁ Λάμπρος. Ὅλοι οἱ τσοπάνηδες, ποὺ εἶναι στὰ Τρίκορφα καὶ στ’ ἄλλα βουνά, κι ὁ Γεροθανάσης μαζί, δὲν ξέρουν τόσα γράμματα.