Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ὁ ἑσπερινὸς


72. Ὁ ἑσπερινός.

Στὶς ἕξι τὸ δειλινὸ σήμανε ἡ καμπάνα.

Ὁ Φάνης μπῆκε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ στάθηκε σὲ μιὰ γωνιά, κοντὰ σὲ στῦλο.

Ἐκεῖ ἦρθαν ὕστερα καὶ τ’ ἄλλα παιδιά. Ὁ κὺρ Στέφανος ἀνέβηκε σ’ ἕνα στασίδι. Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκοτεινὴ κι εἶχε μιὰ εὐωδιὰ σὰν ἀπὸ βάγια.

Ὁ Φάνης ἔβλεπε στοὺς τοίχους καὶ στὸ θόλο παλιὲς ζωγραφιὲς ἁγίων. Τὸ πρόσωπό τους ἦταν μαυρισμένο ἀπὸ τὴν πολυκαιρία, μὰ τὸ φωτοστέφανο ποὺ εἶχαν γύρω στὸ κεφάλι τους έλαμπε.

Πρῶτος μπῆκε μέσα ὁ πιὸ γέρος ἀπ’ ὅλους τοὺς καλογέρους, ὁ πατερ-Ἰωσήφ, σκύβοντας τὴ ράχη καὶ τρέμοντας στὰ πόδια του. Μ’ ὅλα τὰ γερατειά του πέρασε ἀπ’ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀσπάστηκε, τὴ μία κοντὰ στὴν ἄλλη, κατὰ τὴν τάξη τῶν ἁγίων, κρυφοψέλνοντας τὸ τροπάρι τοῦ καθενός. Ἔπειτα σύρθηκε στὸ στασίδι τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη καὶ κάθισε μὲ πολὺν κόπο.

Ὁ πατερ-Γαβριήλ, ὁ λειτουργός, ἄνοιξε ἀλαφρὰ τὴ δεξιὰ πόρτα τοῦ ἱεροῦ, ποὺ εἶχε ζωγραφισμένο τὸν ἀρχάγγελο μὲ τὸ ἀστραφτερὸ σπαθί, καὶ μπῆκε μέσα. Φόρεσε τὸ πετραχήλι του καὶ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».


Τότε ἄρχισε ὁ ἑσπερινός.

Ἔμπαινε στὴν ἐκκλησιὰ κάθε τόσο ἕνας καλόγερος πολὺ σιγά, σὰ νὰ ἦταν μιὰ σκιά, καὶ πήγαινε σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκεῖ πιὰ στεκόταν ἀκίνητος, σαλεύοντας μόνο κάποτε τὸ χέρι γιὰ νὰ σταυροκοπηθῆ.

Ὁ πατερ-Ἀμβρόσιος ὁ ἁγιορείτης, ποὺ εἶχε τὴ λιγερὴ φωνὴ καὶ ἤξερε τὴν ψαλτικὴ ἀπὸ τὰ παλιὰ βιβλία, ἔψελνε χωρὶς νὰ κουνᾶ καθόλου τὸ κεφάλι οὔτε τὸ χέρι. Τὸ ἔλεγε ἀσάλευτος, σὰν κολόνα τῆς ἐκκλησιᾶς, γιατὶ ἔτσι ψέλνουν στὸ Ἅγιον ὄρος. Ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ ἀπαντοῦσε ὁ πατερ-Ἰωσήφ. Μόλις ἀκουόταν ἡ φωνή του.


Ἅμα ὁ παπὰς εἶπε τὴν τελευταία εὐχή, οἱ καλόγεροι κατέβηκαν ἀπὸ τὰ στασίδια τους, σταυροκοπήθηκαν καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἕνας ἕνας.

Τελευταῖος ἔμεινε ὁ πατερ-Ἰωσήφ, κι ἄρχισε πάλι, τρέμοντας στὰ πόδια του, νὰ προσκυνᾶ τὶς εἰκόνες μὲ τὴ σειρά τους. Ἀφοῦ ἔκαμε ὥρα πολλὴ νὰ τὶς ἀσπαστῆ, βγῆκε ἀργοπατώντας καὶ κρυφολέγοντας τοὺς ψαλμοὺς μέσα στὰ χείλη του.

Ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τράβηξε πέρα στὸ περιβόλι, βρῆκε τὴν ἄσπρη γίδα του δεμένη στὸ φράχτη, καὶ τῆς ἔδωσε νὰ φάη ἕνα δροσερὸ κλαράκι. Ἔπειτα πῆγε καὶ κλείστηκε στὸ κελί του.