Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ὁ χείμαρρος


60. Ὁ χείμαρρος.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ δασάρχης ἦρθε. Πέντε παιδιὰ ἔμειναν νὰ φυλάξουν τὶς καλύβες, καὶ τ’ ἄλλα ὅλα ξεκίνησαν μαζί του γιὰ τὸ μέρος ποὺ ἦταν τὸ νεροπρίονο.

Γιὰ νὰ πᾶν ἐκεῖ πέρασαν ἀπὸ μέρη γυμνὰ καὶ τραχιά.

Σὲ κάθε βῆμα τους γκρεμίζονταν χαλίκια. Ὁ ἀέρας ἦταν κρύος καὶ βούιζε. Ὁ ἥλιος δὲν ἔκαιγε.

Ἕνα ὄρνιο φάνηκε ἀπὸ πάνω τους νὰ σκίζη ἀργὰ τὸν ἀέρα.

Ὅλοι σήκωσαν τὸ κεφάλι γιὰ νὰ κοιτάζουν τὸ μεγάλο πετούμενο, ποὺ ταξίδευε ζητώντας τὴν τροφή του.

Τ’ ὄρνιο γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔκοψε τὴν ὁρμή του καὶ φτεροζυγιάστηκε, ὕστερα χτύπησε πάλι μὲ τὶς φτεροῦγες τὸν ἀέρα, καὶ χάθηκε πίσω ἀπὸ τὰ Τρίκορφα...

«Ἐδῶ ἀπάνω εἶναι ἄγρια καὶ περήφανα ὅλα» εἶπε ὁ δασάρχης.

Κι ἀλήθεια ἔβλεπαν πόσο θεόρατο εἶναι τὸ βουνό, ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὴν πόλη σὰ γαλανὸς ἴσκιος.
Πόσους βράχους, πόσα φαράγγια, πόσες ράχες, πόση πέτρα καὶ κακοτοπιὰ ἔχει!


«Τώρα, εἶπε ὁ δασάρχης, θὰ δῆτε καὶ τὸ μεγαλύτερο θηρίο ποὺ μπορεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ βουνό. Νάτο!»

Τὰ παιδιὰ στάθηκαν καὶ κοίταξαν µὲ περιέργεια. Εἶδαν ὅμως πὼς τοὺς ἔδειχνε τὸ ξεροπόταμο, ποὺ κατέβαινε τὴν πλαγιὰ γεμάτο ξερὰ χαλίκια.

«Εἶναι ὁ χείμαρρος» τοὺς εἶπε. «Οἱ λύκοι, οἱ ἀρκοῦδες, τὰ λιοντάρια, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὸ χείμαρρο. Φέρνουν πολὺ µικρὴ ζημιὰ καὶ δὲν τὰ βγάζουν πέρα πάντοτε μὲ τὸν ἄνθρωπο.

»Ὁ χείμαρρος ὅμως κυνηγᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀφανίζει, αὐτὸν καὶ τὴ γενιά του.

»Ὅταν γεμίση νερὸ καὶ κατεβάση στοὺς κάμπους αὐτὰ τὰ λιθάρια ποὺ βλέπετε, πνίγει ἀνθρώπους, ἀµπέλια, ζῶα καὶ χωριὰ ὁλόκληρα.

»Οἱ ἄνθρωποι χτίζουν τοίχους καὶ σηκώνουν φράχτες γιὰ νὰ τὸν ἐμποδίσουν, μὰ εἶναι οἱ κόποι τους χαμένοι. Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ τὰ βάλη με τέτοιο θηρίο. Τὸ δέντρο».

—«Τὸ δέντρο!» ἔκαμαν μὲ ἀπορία τὰ παιδιά.

—«Νὰ ξέρατε πόση δύναμη ἔχει ἕνα δέντρο! Αὐτὸ μὲ τὶς ρίζες του κρατεῖ τὸ χῶμα καὶ τὰ χαλίκια σφιχτά, γιὰ νὰ μὴν τὰ παίρνουν οἱ βροχὲς καὶ τὰ πηγαίνουν στὸ χείμαρρο.

»Δὲν ἔχει μόνο τὸ δέντρο αὐτὴ τὴ δύναμη, μὰ καὶ οἱ μικροὶ θάμνοι, οἱ ἀφάνες, τὸ πουρνάρι, ἡ κουμαριά, ἀκόμη καὶ τὸ θυμάρι.

»Γι’ αὐτὸ οἱ φυτεμένοι τόποι γλιτώνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς πλημμῦρες.

»Ὅταν ὅμως καῖμε καὶ ξεριζώνωμε τὰ δέντρα, τότε τὸ χῶμα καὶ τὸ χαλίκι φεύγει ἀπὸ τὶς γυμνὲς ράχες, καὶ πηγαίνει στὸ χείμαρρο.

»Ἐκεῖνος φουσκώνει ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ κατεβάζει μιὰ φοβερὴ δύναμη ἀπὸ χῶμα, λιθάρια καὶ νερό, ποὺ ἀφανίζει σπίτια, σπαρτὰ καὶ ἀνθρώπους.

»Αὐτὸ πρέπει νὰ συλλογίζεται καθένας ποὺ πηγαίνει νὰ κόψη δέντρο».


Ὁ Μαθιός, συνηθισμένος ἀπὸ τὸ σχολεῖο, σήκωσε τὸ χέρι καὶ ρώτησε:

«Τότε, γιατί δὲν ἐμποδίζουν καὶ τοὺς λοτόμους νὰ κόβουν ξύλα;»

—«Καλὰ ἔκαμες, παιδί μου, νὰ τὸ ρωτήσης» εἶπε ὁ δασάρχης. Οἱ λοτόμοι κόβουν μόνο τὰ δέντρα ποὺ τοὺς λέμε ἐμεῖς νὰ κόψουν.

»Τὰ δέντρα αὐτὰ εἶναι σαράντα, πενήντα κι ἑβδομήντα χρονῶν τὸ καθένα. Γέρασαν δηλαδὴ κι ἦρθε ἡ ὥρα τους νὰ δώσουν ξυλεία, γιὰ νὰ βγοῦνε στὴ θέση τους ἄλλα μικρά, ποὺ πάλι θὰ μεγαλώσουν σὰν αὐτά.

»Κοντὰ σὲ κεῖνο ποὺ κόπηκε, βοηθοῦμε ἄλλο δέντρο νὰ μεγαλώση, κι ἂν δὲ φύτρωσε μόνο του, τὸ φυτεύομε ἐμεῖς.

»Ἔτσι τὸ δάσος ξαναπαίρνει ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δίνει.

»Ἂν ὅμως ἀφήσωμε νὰ πέση στὰ δέντρα ὅποιος θέλει καὶ νὰ κόβη ὅ τι θέλει, τὸ δάσος θὰ χαθῆ.

»Κι ἅμα λείψη αὐτό, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θὰ πεθάνωμε ἀπὸ τὴ δίψα.»