Τα ψηλά βουνά/Μία μικρή τελετή στο δάσος

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Μιὰ μικρὴ τελετὴ στὸ δάσος


59. Μιὰ μικρὴ τελετὴ στὸ δάσος.

Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ σήμερα, ποὺ ἦρθε νὰ δῆ τὰ παιδιὰ ὁ δασάρχης.

Ὁ δασοφύλακας ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, τοῦ κράτησε τ’ ἄλογό του. Ὁ δασάρχης κατέβηκε καὶ κοίταξε τὶς καλύβες.

Τὴν πρωινὴ αὐτὴ ὥρα τὰ παιδιὰ εἶχαν τὶς καθημερινὲς ἐργασίες. Ὁ μάγειρας φοροῦσε τὴν ποδιά του καὶ μαγείρευε· ἄλλα κοίταζαν τὴ φωτιά· ἄλλα σάρωναν τὸ χῶμα μὲ μεγάλες σκοῦπες ἀπὸ φρύγανα.

Σ’ ἕνα δέντρο ἀπὸ κάτω ὁ Λάμπρος κι ὁ Δημητράκης ἦταν σκυμμένοι στὸ βιβλίο. Ὁ Φουντούλης καθόταν καὶ τοὺς ἄκουε· ἦταν τώρα καλά.

Ὁ Μαθιὸς κι ὁ Γιῶργος καθισμένοι μπάλωναν τὸ ροῦχο τους.

Ἔλειπαν δέκα παιδιά, ποὺ εἶχαν πάει γιὰ λουτρὸ στὴ Ρούμελη. Ὅλα τ’ ἄλλα δούλευαν στὶς καλύβες.

«Μὰ ἐδῶ εἶναι πόλη!» εἶπε ὁ δασάρχης.


Τὰ παιδιὰ τὸν ἐχαιρέτησαν καὶ στάθηκαν ἐμπρός του.

«Ἦρθα νὰ σᾶς δῶ, τοὺς εἶπε. Εἶχα περιέργεια νὰ σᾶς δῶ. Ποιὸς εἶναι ὁ ἀρχηγός σας;»

Ὅλοι γύρισαν καὶ κοίταξαν τὸν Ἀντρέα. Ἐκεῖνος δὲ μιλοῦσε.

Ὁ δασάρχης κρατοῦσε ἕνα ὡραῖο κουτὶ μὲ βυσσινὶ χρῶμα. Ἀπὸ τὸ κουτὶ ἔβγαλε ἕνα λαμπερὸ ἄσπρο μετάλλιο.

«Ἡ τάξη σας, εἶπε, πῆρε τὸ μετάλλιο τῆς δασικῆς προστασίας. Τὸ κράτος μ’ ἔστειλε ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ δώσω.
»Αὐτὸ θὰ τὸ κρεμάσετε στὸ σχολεῖο, καὶ θὰ μείνη πάντα ἐκεῖ, γιὰ νὰ δείχνη τί κατορθώνουν τὰ παιδιά, ὅταν θέλουν. Σᾶς ἀξίζει».

«Ἡ τάξη σας πῆρε τὸ μετάλλιο τῆς δασικῆς προστασίας».

Λέγοντας αὐτά, ἔδωσε τὸ μετάλλιο στὸν Ἀντρέα. Ἐκεῖνος τὸ ἔδωσε στ’ ἄλλα παιδιά. Ὅλα ἔσκυψαν, τὸ κοίταξαν καὶ τὸ καμάρωναν ὅπως ἦταν ὡραῖα σκαλισμένο κι ἔλαμπε.

Ρώτησε ἔπειτα ὁ δασάρχης γιὰ τὴ ζωή τους ἐκεῖ ἀπάνω, γιὰ τὸ φαγητό τους, γιὰ τὸν ὕπνο τους, γιὰ ὅλα. Πῆγε μέσα στὶς καλύβες, εἶδε τοὺς δρόμους καὶ τ’ ἄλλα ἔργα ποὺ ἔκαμαν, καὶ χάρηκε γιὰ τὴν πάστρα καὶ τὴν τάξη ποὺ βρῆκε.

«Μικρὰ σπιτάκια ἔχετε, τοὺς εἶπε, μὰ δύσκολα βρίσκει κανεὶς μιὰ τόσο προκομμένη κοινότητα».

Ἔπειτα ἀνέβηκε στὸ κόκκινο ἄλογό του.

«Σήμερα, παιδιά, εἶπε, θὰ πάω γιὰ ὑπηρεσία στὸ δάσος. Αὔριο θὰ ξανάρθω καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσω ψηλὰ στὸ νεροπρίονο. Ἐκεῖ θὰ δῆτε ἀληθινὰ τί μᾶς δίνει τὸ δάσος. Θέλετε;»

—«Ναί, ναί, ναί!» φώναξαν ὅλοι μ’ ἐνθουσιασμό.