Τα ψηλά βουνά/Από που έρχεται το νερό

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ νερὸ


61. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ νερό.

Σταμάτησαν σὲ μιὰ βρυσούλα, ποὺ μόλις ἀκουόταν τὸ λίγο καὶ κρύο νερό της.

Ἤξεραν πὼς τόσο κρύο νερὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ πίνωμε, ὅταν εἴμαστε ζεστοὶ ἀπὸ δρόμο, κι ἔβρεξαν μόνο τὰ χέρια τους.

Ἦταν ταπεινὴ βρυσούλα, ἥσυχη, ποὺ σπάνια ἔβλεπε διαβάτες ἐκεῖ ψηλά.


«Ἀπὸ ποῦ νὰ ἔρχεται τοῦτο τὸ νεράκι;» ρώτησε ὁ Πάνος.

—«Ἀπὸ τὸ βουνό!» εἶπαν τ’ ἄλλα παιδιά.

—«Ναί, μὰ πῶς βρέθηκε μέσα στὸ βουνό;» ρώτησε ὁ δασάρχης.

Κανένας δὲν ἤξερε ν’ ἀπαντήση.

«Ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ τὰ χιόνια, εἶπε ὁ δασάρχης, τὸ νερὸ σταλάζει σιγὰ μέσα στὸ χῶμα· καὶ πηγαίνει σὲ μεγάλες δεξαμενὲς ἀπὸ πέτρα ποὺ ἔχει μέσα της ἡ γῆ.

»Ἀπὸ κεῖ βγαίνει μὲ τὶς βρύσες καὶ τὰ ποτάμια.

»Ἀπὸ τὶς βρύσες καὶ τὰ ποτάμια τὸ παίρνουν τὰ ζῶα, οἱ ἄνθρωποι, τὰ σπαρτά, οἱ μύλοι.


»Γιὰ νὰ σταλάζη ὅμως τὸ νερὸ καὶ νὰ μπῆ στὴ γῆ, πρέπει νὰ εἶναι ὁ τόπος φυτεμένος.

»Ἂν δὲν ὑπάρχουν χλωρὰ καὶ ξερὰ φύλλα νὰ τὸ κρατήσουν, τότε τὸ νερὸ πηγαίνει στὰ ξεροπόταμα καὶ χάνεται στὴ θάλασσα καὶ στὸν ἀέρα.

»Λοιπὸν καὶ τὶς βρύσες ἀκόμη, τὸ εὐλογημένο τὸ δάσος μᾶς τὶς δίνει.

»Ἂν ἀφήναμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ κόψουν τὸ δάσος, αὐτὴ ἡ βρυσούλα ἐδῶ θὰ στέρευε. Θὰ στέρευαν ὅλες οἱ βρύσες ποὺ ἀπαντήσατε ἀπὸ τὴν πόλη ὡς ἐδῶ, καὶ μαζὶ μ' αὐτὲς καὶ τὸ ποτάμι».