Τα ψηλά βουνά/Καλή νύχτα, γερο-Αράπη!

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Καλὴ νύχτα, γερο-Ἀράπη!


53. Καληνύχτα, γερο-Ἀράπη!

Κατεβαίνουν τὰ παιδιὰ γρήγορα. Βιάζονται πολύ, γιατὶ θὰ νυχτώσουν.
Νά, ἔφυγαν ἀπὸ τὸν Ἀραπόβραχο.

Πέρασαν τὰ λαγκάδια, ἔφτασαν στὸ δρόμο ποὺ εἶχαν δεῖ τὸ πάτημα τοῦ Φάνη, καὶ πηγαίνουν μὲ γρήγορο βῆμα πρὸς τὸν ἔλατο.

Θὰ κόψουν ἀπὸ κεῖ πάλι δρόμο, θὰ φτάσουν γρήγορα στὶς καλύβες καὶ θὰ φέρουν ἐκεῖ τὸ Φάνη, ποὺ τὸν περιμένουν.

«Πῶς θὰ περιμένουν!» εἶπε ὁ Μαθιός. «Ἀργήσαμε, πολὺ ἀργήσαμε».

—«Ἀργήσαμε, μὰ τί εἴδαμε;» εἶπαν τ’ ἄλλα παιδιά.

—«Εἶδες τί μεγάλος ποὺ ἦταν ὁ ἥλιος;»

—«Ὅταν ἄγγιζε τὴ θάλασσα, σάλευε».

—«Γιὰ δές, κάτι σύννεφα, γιὰ δές!»

Ἐνῶ βράδιαζε, τὰ σύννεφα στὸν οὐρανὸ ἦταν κατακόκκινα· ἔπαιρναν ἀκόμη χρῶμα ἀπὸ τὸ σβησμένο ἥλιο, λίγο λίγο ὅμως μαύριζαν κι αὐτά.


«Γιὰ κοιτᾶτε παιδιά, λέει ὁ Μαθιός, πῶς φαίνεται ὁ Ἀραπόβραχος ἀπὸ μακριά· σὰν ἄνθρωπος!»

Γύρισαν καὶ κοίταξαν τὸν Ἀραπόβραχο ποὺ μαύριζε στὸ σκοτείνιασμα. Στὴν κορφή του ἔβλεπες ἀλήθεια ἕνα κεφάλι, ἕνα μέτωπο, μιὰ πλατιὰ μύτη, ἕνα στόμα καὶ δυὸ χοντρὰ χείλια.

Ἀπὸ κοντὰ οἱ πέτρες ἐκεῖνες δὲν ἔλεγαν τίποτα. Ἀπὸ μακριὰ ὅμως σχημάτιζαν ἕνα πρόσωπο, σὰν πρόσωπο ἀράπη. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν πίστεψαν οἱ γριὲς πὼς ἐκεῖ κατοικεῖ ἀράπης!


Δὲν εἶναι ὁ πρῶτος τέτοιος βράχος. Πολλὲς πέτρες ἀπὸ μακριὰ μοιάζουν μὲ ἀνθρώπινο πρόσωπο· μιὰ γριὰ μπορεῖ νὰ τὶς πάρη γιὰ στοιχειά· ἕνα παιδὶ μπορεῖ νὰ τὶς φοβηθῆ.
Καλὴ νύχτα γερο-Ἀράααπη!
Ἕνα παιδί, μὰ ὄχι ἄντρες ὅπως ὁ Ἀντρέας, ὁ Φάνης, ὁ Μαθιός, ὁ Καλογιάννης, ὁ Κωστάκης.

Ὄχι αὐτοὶ ποὺ τόλμησαν ν’ ἀνεβοῦν καὶ νὰ ἰδοῦν.


Καὶ τώρα γελοῦν μὲ τὰ λόγια τῆς γρια-Χάρμαινας!

Ποῦ εἶναι οἱ φωτιὲς τοῦ Ἀράπη; ποῦ εἶναι ὁ Ἀράπης; Ἀπὸ μακριὰ κοιτάζουν τὸ βράχο καὶ τοῦ φωνάζουν:

«Ἔ, Ἀράπη!»

—«Νὰ βάλης τὸ σκοῦφο σου, μπαρμπα-Ἀράπη!»

—«Νὰ καπνίσης καὶ τὸ τσιμπούκι σου, γερο-Ἀράααπη!»

—«Καλὴ νύχτα, γερο-Ἀράααπη!»