Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ὁ Ἀραπόβραχος


52. Ὁ Ἀραπόβραχος.

Ἡ ὡραιότερη μέρα ποὺ πέρασαν ὡς τώρα εἶναι αὐτή. Ποτὲ δὲν ἀγάπησαν τὸ Φάνη, ὅσο σήμερα ποὺ τὸν ξαναβρῆκαν.

Δὲ χωρίζονται σήμερα. Γιὰ νὰ ἰδοῦν τὸ νερὸ ποὺ ἀναβρύζει ἀπὸ τὸ βράχο, πῆγαν ὅλοι μαζί· στὰ πλατάνια κατέβηκαν ὅλοι μαζί. Ὁ ἕνας θὰ ἔδινε γιὰ τὸν ἄλλο τὴ ζωή του.


Ἦταν ἀπόγεμα ὅταν ξεκίνησαν νὰ φύγουν.

«Πές μας, Φάνη, ρώτησε ὁ Ἀντρέας, ἀνέβηκες χτὲς σὲ κανένα βράχο;»

—«Ναί» εἶπε ὁ Φάνης, κι ἔδειξε τὸ βράχο.

Ὅλοι γύρισαν καὶ κοίταξαν αὐτὸ τὸ παράξενο ὕψωμα· τοὺς ἔπιασε φόβος. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ Ἀραπόβραχος! Τὸν κοίταξαν καλὰ ὡς τὴν κορφή.

«Ἀνέβηκες ὡς ἀπάνω;» ρώτησε ὁ Ἀντρέας.

—«Ὄχι, στάθηκα χαμηλά. Δὲν μποροῦσα ν’ ἀνεβῶ».

Ὁ Ἀντρέας εἶπε τότε: «Πᾶμε ὅλοι μαζὶ ν’ ἀνεβοῦμε».

—«Ἀντρέα!» εἶπε ὁ Κωστάκης φοβισμένος.

—«Ἐσύ, εἶπε ὁ Ἀντρέας, θυμᾶσαι τὰ λόγια τῆς γριᾶς Χάρμαινας καὶ φοβᾶσαι. Μὰ γιὰ πές μου, ὁ Φάνης δὲν τὸν πάτησε τὸν Ἀραπόβραχο; Κι ὅμως εἶναι ἐδῶ μαζί μας. Δὲν ἔπαθε τίποτα. Εἶναι ντροπή μας νὰ φοβούμαστε σὰν τὶς γριές».

—«Κι ἂν πάθωμε τίποτα;»

—«Εἴμαστε πέντε» εἶπε ὁ Ἀντρέας.

Ἀκολούθησαν ὅλοι.


Ἀνέβαιναν τὸ βράχο δύσκολα πολύ· τοὺς πιάστηκε ἡ ἀναπνοή τους καὶ στάθηκαν δύο φορὲς γιὰ ν’ ἀνασάνουν.

Ὅταν ἔφτασαν στὰ κοτρόνια, χρειάστηκε νὰ περπατήσουν γύρω γύρω, γιὰ νὰ βροῦν ἀνάμεσα πέρασμα· τόσο σφιχτὰ οἱ πελώριες αὐτὲς πέτρες ἔζωναν τὸ βράχο. Νόμιζες πὼς ἔστεκαν ἐπίτηδες ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐμποδίζουν.

Πουρνάρια φύτρωναν ἀναμεταξύ. Ἄγρια πουλιὰ μὲ γυριστὴ μύτη πετοῦσαν ἀπὸ τὶς τρῦπες στὸν ἀέρα.

«Πᾶμε, εἶπε ὁ Κωστάκης, δὲν μποροῦμε νὰ περάσωμε».

Ὁ Κωστάκης φοβόταν γιὰ τὸ στοιχειό. Τὰ λόγια τῆς γριᾶς Χάρμαινας γιὰ τὸν Ἀράπη, τὰ θυμᾶται σὰν τώρα δά. Θυμᾶται τὸ γέρο κοντὰ στὸ μύλο, ποὺ ἔκαμε γιὰ τὸν Ἀραπόβραχο τὸ σταυρό του.

Καὶ καθὼς περπατεῖ συλλογίζεται: «Τί θέλομε δῶ; Φαίνεται τόπος στοιχειωμένος! Νὰ ἡ κλεισούρα γύρω, ἡ ἀπάτητη κατηφοριά, οἱ μεγάλες πέτρες ποὺ φυλάγουν τὸν Ἀράπη. Ὁ Ἀράπης θὰ εἶναι στὴν κορφή· θὰ κοιμᾶται.... Θὰ μᾶς ἀκούση ποὺ ἀνεβαίνομε... Θὰ τιναχτῆ. Θὰ μᾶς ἁρπάξη, θὰ μᾶς ρίξη κάτω σὲ καμιὰ σπηλιὰ κατασκότεινη. Γιὰ χρόνια καὶ χρόνια.....»

—«Πᾶμε, εἶπε ὁ Κωστάκης, δὲν μποροῦμε νὰ περάσωμε».

—«Θὰ μπορέσωμε» εἶπε ὁ Ἀντρέας.

Ὁ Κωστάκης δὲ μίλησε. Ἀπὸ τὴν αρχὴ ποὺ ἦρθαν στὸ δάσος, προσέχει τὰ λόγια τοῦ Ἀντρέα. Μὰ σήμερα τὸν κοίταζε σὰ μεγαλύτερο. Σήμερα ὁ λόγος τοῦ Ἀντρέα εἶναι σὰν προσταγή. Ποιὸς βρῆκε τὸ Φάνη;

Ὁ Κωστάκης ἀκολούθησε.


Ὁ Ἀντρέας βρῆκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ πέτρες μιὰ σκισμάδα γεμάτη μικροὺς θάμνους. Τὴν ἔψαξε πρῶτα καλὰ με τὸ ραβδί του, ἔβαλε τὸ πόδι του μέσα, ἀνέβηκε σὲ μεγαλύτερη πέτρα, κι ἀπὸ κεῖ πήδησε πίσω.

«Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, φώναξε, ἀπὸ δῶ βγαίνουν».

Ἀνέβηκε πάλι στὴν πέτρα κι ἔδωσε βοήθεια στοὺς ἄλλους. Σκαρφάλωσαν ἕνας ἕνας. Ἀπὸ κεῖ πιὰ βάδισαν ἐλεύθερα πρὸς τὴν κορφή.

Μὰ στὴν κορφὴ εἶδαν πάλι κάτι μεγάλες πέτρες. Αὐτὲς ἐδῶ ἦταν πολὺ ἀλλιώτικες. Ἦταν μαῦρες...

«Δὲν εἶναι αὐτὴ τάχα ἡ σπηλιὰ τοῦ Ἀράπη; Στὴν κορφὴ θὰ κάθεται· γιὰ νὰ βλέπη ὅλους τοὺς τόπους. Τί ἀσυλλόγιστοι ποὺ είμαστε. Τί θέλομε δῶ;» εἶπαν μέσα τους δυὸ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μικροὺς ταξιδιῶτες. Ἂν μποροῦσαν, θὰ γύριζαν πίσω· τώρα νιώθουν τὸ μεγάλο φόβο. Οἱ μικρές τους καρδιὲς χτυποῦσαν δυνατά, σὰν τοῦ λαγοῦ.

Δὲ θέλουν νὰ πᾶν ἐμπρός. Περπατοῦν δύσκολα. Κάθε στιγμὴ περιμένουν πὼς μία πέτρα θὰ σηκωθῆ σιγὰ σιγά.


Ὅταν ἦρθαν πιὸ κοντὰ καὶ στάθηκαν στὴν κορυφή, τίποτα δὲ βρῆκαν. Οἱ πέτρες ἐκεῖνες ἦταν πέτρες ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες. Τὶς κοίταξαν καλά, τὶς ἄκουσαν, ἔμειναν πέτρες.

Ποῦ λοιπὸν εἶναι ὁ Ἀράπης;

Ἀντὶ νὰ δοῦν τὸν Ἀράπη, τὰ παιδιὰ εἶδαν ἀπὸ κεῖ ἀπάνω ἕνα λαμπρὸ θέαμα.

Κάτω ἐκεῖ στὸ βάθος, πολὺ πολὺ μακριά, ἡ πλατιὰ θάλασσα περίμενε τὸν ἥλιοˑ τὸν ἥλιο τοῦ Φάνη.

Ὁ ἥλιος κατέβαινε στὸ νερό, μεγάλωνε καὶ κοκκίνιζε. Τὰ βουνὰ εἶχαν τὶς κορυφὲς κόκκινες. Τὰ σύννεφα ἔλαμπαν ἀπὸ φῶς.

Ἄν εἶναι συννεφάκια ἐκεῖνα τὰ μικρὰ ποὺ στέκουν στὸν ἀέρα ἢ ἀγγελούδια μὲ χρυσὰ φτερά, δὲν ξέρει κανείς.

Ὁ ἥλιος μεγάλωσε περισσότερο, κατακοκκίνισε, ἄγγιξε τὸ νερό. Κι ἀφοῦ κοίταξε λίγο τὴν πλάση, βυθίστηκε.

Γι’ αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ εἶχε χαθῆ ὁ Φάνης.