Τα ψηλά βουνά/Ακόμη κι ο Γκέκας είναι γελαστός

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ἀκόμη κι ὁ Γκέκας εἶναι γελαστὸς


54. Ἀκόμη κι ὁ Γκέκας εἶναι γελαστός.

Ἔφτασαν στὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ.

Εἴκοσι παιδιὰ ἔτρεξαν στὸ Φάνη καὶ τὸν ἐσήκωσαν στὰ χέρια. Ἤθελαν νὰ μάθουν ἀμέσως ποῦ πῆγε καὶ τί εἶδε. Πῶς χάθηκε καὶ πῶς βρέθηκε. Ὅλοι μαζὶ τὸν ἐρωτοῦσαν.

«Σιγὰ σιγά» εἶπε ὁ Φάνης. «Θὰ σᾶς τὰ πῶ ὕστερα».

—«Θὰ σᾶς ποῦμε γιὰ τὸν Ἀράπη» εἶπε ὁ Μαθιός.

—«Πήγαμε στὸ σπίτι του καὶ τὸν εἴδαμε».


—«Αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα» εἶπε ὁ Καλογιάννηςˑ «εἴδαμε τὸ μεθυσμένο μυλωνά. Εἶχε πιεῖ ἕνα ἀμπέλι κρασί».

—«Καὶ ποιὸς σᾶς ἄλεσε τὸ ἀλεύρι;» ρώτησε ὁ Δημητράκης.

—«Τὸ ἀλεύρι τὸ ἄλεσε ὁ μύλος».

—«Ὁ μυλωνὰς τί ἔκανε;»
—«Νὰ τί ἔκανε». Ὁ Καλόγιαννης ἔβγαλε τὸ γελέκο του καὶ παράστησε τὸ μυλωνά, ὅταν προσπαθοῦσε νὰ τὸ φορέσει. Ὅταν τραγούδησε καὶ τὸ

τούτη ἡ γῆς ποὺ τὴν πατοῦμε,
ὅλοι μέσα θενὰ μποῦμε.

ἦταν ἀπαράλλαχτος ὁ Μπαρμπακούκης.

Τί γέλια ἔγιναν! Γελοῦσε κι ὁ Γκέκας. Ἔτσι ἔλεγαν τὰ παιδιά, πὼς γελοῦσε. Εἶχε κι αὐτὸς τὸ στόμα ἀνοιχτό, καὶ σήκωνε τὸ κεφάλι του, τάχα πὼς κουβέντιαζε κι αὐτός, τάχα πὼς τὰ καταλάβαινε ὅλα μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα· σὰ νάλεγε κι αὐτὸς γιὰ τὸ μυλωνά: «Χί, χί, χί, τὸν Μπαρμπακούκη!»