Τα ψηλά βουνά/Και τα δέντρα πονούν
←Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται τὸ νερὸ | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Καὶ τὰ δέντρα πονοῦν |
Τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη→ |
62. Καὶ τὰ δέντρα πονοῦν.
Ἐκεῖ κοντὰ ἕνας ἄνθρωπος κρατώντας μικρὸ κι ἐλαφρὸ τσεκουράκι χάραζε τὰ πεῦκα.
«Πουρναρίτης!» εἶπαν τὰ παιδιὰ μόλις τὸν εἶδαν.
—«Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κακὸς ἄνθρωπος, λέει ὁ Μαθιός, γιατὶ θὰ ἔφευγε μόλις μᾶς ἄκουσε».
Ρώτησαν τότε τὰ παιδιὰ κι ἔμαθαν, πὼς αὐτὸς ὁ ρετσινὰς ἔχει τὴν ἄδεια τοῦ δασάρχη νὰ μαζεύη τὸ ρετσίνι.
Ὅταν πλησίασαν, εἶδαν ἀλήθεια μὲ τί μεγάλη προσοχὴ χάραζε τ’ ἀγαπημένα πεῦκα, γιὰ νὰ σταλάζη τὸ ρετσίνι χωρὶς νὰ πάθουν τίποτα. Τοὺς ἔκανε σιγὰ σιγὰ μιὰ πολὺ στενὴ χαραματιά. Ἤξερε πὼς καὶ τὰ δέντρα πονοῦν.