Τα ψηλά βουνά/Τ’ όνειρο του χωριάτη

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη


63. Τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη.

Ὁ Καλογιάννης ἔξαφνα φώναξε:

«Παιδιά! ὁ Λάμπρος!»

Γύρισαν κι εἶδαν ἐκεῖ παρακάτω στὴν πλαγιὰ τὸ μαῦρο κοπάδι, ποὺ ἔβοσκε καὶ προχωροῦσε. Ὁ Λάμπρος εἶχε μείνει πίσω καὶ τ’ ὡδηγοῦσε μὲ τὸ σφύριγμα.

Σφύριζε τόσο ὡραῖα! Νόμιζες πὼς ἀκοῦς χαρούμενη γαλιάντρα.

Τὰ γίδια ἄκουαν τὸ σφύριγμά του, κι ἐπειδὴ καταλάβαιναν πὼς τοὺς ἔλεγε νὰ πᾶνε μπροστά, προχωροῦσαν εὐχαριστημένα.


«Εἶναι τοῦ Γεροθανάση» εἶπαν τὰ παιδιὰ στὸ δασάρχη.

—«Πόσα εἶναι; Μήπως ξέρετε;» ρώτησε ὁ δασάρχης.

—«Ὁ Λάμπρος ποὺ τὰ βόσκει, λέει πὼς εἶναι καμιὰ διακοσαριά».

—«Μὰ πῶς ὁ Γεροθανάσης μὲ τόσες χιλιάδες πρόβατα, ἔχει μόνο διακόσια γίδια! Δὲ σᾶς φαίνεται παράξενο;

»Ἔχει ὁ Γεροθανάσης τὸ λόγο του! Ἔχει ἀκούσει τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη».

—«Καὶ ποιὸ εἶναι τ’ ὄνειρο τοῦ χωριάτη;» ρωτοῦν τὰ παιδιά.


«Ἦταν ἕνας χωριάτης, ἄρχισε νὰ λέη ὁ δασάρχης, κι εἶχε μιὰ γίδα. Τὴν πήγαινε στὸ δάσος κι ἔβοσκε. Μιὰ μέρα ποὺ τὴν ἄρμεγε τί νὰ δῆ; Ἀντὶ γάλα, ἔβγαζε νερό. Τὸ νερὸ γέμισε τὴν καρδάρα, πλημμύρισε τὸν τόπο καὶ κατέβηκε με ὁρμὴ στοὺς κάμπους.

«Ἔλα, γιὰ ὄνομα τοῦ κυρίου» εἶπε ὁ χωριάτης τὴν ὥρα ποὺ πνιγόταν.

Γιατὶ αὐτὰ ὅλα στ’ ὄνειρό του τὰ εἶδε!


Ὅταν ξύπνησε, πῆγε σὲ δυὸ χωριάτες ἑκατὸ χρονῶν νὰ τοῦ ἐξηγήσουν τ’ ὄνειρο.

Ὁ ἕνας γέρος τοῦ εἶπε πὼς τὸ νερὸ θὰ εἶναι γάλα. Ὁ ἄλλος τοῦ εἶπε πὼς θὰ ἔχη νὰ κάμη μὲ δικαστήρια.

«Οἱ γέροι παραγέρασαν» εἶπε· «ἂς πάω νὰ δῶ τὸν ψάλτη, ποὺ διάβασε περισσότερα».

Πῆγε στὸν ἀριστερὸ ψάλτη καὶ τοῦ εἶπε τ’ ὄνειρο. Ἐκεῖνος ἔβαλε τὰ γυαλιά του, πῆρε ἀπὸ τὸ ράφι ἕνα μεγάλο βιβλίο, κι ἀφοῦ τοῦ τίναξε τὴ σκόνη, τὸ ἄνοιξε καὶ διάβασε δυνατά:

«Γίδα. Ἐὰν ἴδῃς εἰς τὸν ὕπνον σου γίδα, ἐὰν μὲν συμβαίνῃ καὶ εἶναι μαύρη ἡ γίδα καὶ ἔχῃ τὰ κέρατα γυριστά, τοῦτο σημαίνει ὅτι θέλεις λάβει ὀγρήγορα γράμμα συστημένον ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου ἀπὸ τὴν Ἀμερική».

Ἡ γίδα ἦταν τέτοια, ὁ χωριάτης ὅμως δὲν εἶχε κανένα συγγενῆ στὴν Ἀμερική.

Ὁ ψάλτης ἔβαλε τὰ γυαλιά του στὴν ἄκρη τῆς μύτης καὶ διάβασε ἄλλη σελίδα.

«Νερόν. Ἐὰν ἴδῃς νερὸν καὶ τρέχῃ ἀπὸ βρύσιν καὶ τὸ νερὸν κάμνῃ βροντὴν πολλὴν εἰς τὸ σταμνίον, τότε εἰς καβγὰν θέλει ἐμπλέξεις. Ἐὰν τὸ νερὸν τοῦτο τρέχῃ ἀπὸ αὐλάκι...»

«Ἀπὸ γίδα! φώναξε ὁ χωριάτης· τί λέει τὸ βιβλίο, ἅμα τρέχει νερὸ ἀπὸ γίδα;»

—«Τὸ βιβλίο, εἶπε ὁ ψάλτης, δὲ λέει τίποτα σὲ τοῦτο τὸ ζήτημα, ἄν καὶ εἶναι χίλιων χρονῶν ὀνειροκρίτης, γραμμένος ἀπὸ τοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου».


Ὁ χωριάτης, ὅταν εἶδε πὼς καὶ τὸ βιβλίο δυσκολεύεται νὰ ἐξηγήση τ’ ὄνειρό του, τοῦ φάνηκε πὼς μεγάλο κακὸ θὰ τοῦ γίνη.

«Συμπέθερε! τοῦ εἶπε τότε κάποιος χωριάτης, τί κάθεσαι καὶ σκοτίζεσαι; Τὸ πρᾶμα εἶναι φανερό.

»Ἡ γίδα τρώει τὸ κλαρί. Τὸ κλαρὶ κρατεῖ τὰ χώματα καὶ τὰ χαλίκια στὶς ράχες. Ἅμα φαγωθῆ τὸ κλαρί, παίρνουν οἱ βροχὲς τὸ χῶμα καὶ τὸ χαλίκι καὶ τὸ πηγαίνουν στὸ χείμαρρο. Ὁ χείμαρρος φουσκώνει, κατεβαίνει στοὺς κάμπους καὶ καταστρέφει. Ἂν τὸ κλαρὶ εἶναι στὴ θέση του, δὲ γίνεται τίποτα ἀπ’ αὐτά. Νὰ λοιπὸν γιατί ἡ γίδα βγάζει νεροποντή. Σωστὰ τὰ εἶδες στὸν ὕπνο σου».


Τί σωστὸ ἦταν αὐτὸ τ’ ὄνειρο τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου! Ὕστερ’ ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ τσεκούρι, ἡ γίδα εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς ποὺ ἔχει τὸ δάσος».

«Ἀλήθεια;» ἔκαμαν τὰ παιδιά.

—«Ἀγαπᾶτε τὴ γίδα» εἶπε ὁ δασάρχης. «Καὶ ποιὸς δὲν ἀγαπᾶ τέτοιο χαριτωμένο ζῶο! Ὅσο ὅμως ζωηρὸ εἶναι, τόσο καταστρέφει τὰ φυτά.

»Γυρεύει τὸ κλαρὶ καὶ διαλέγει πάντα τὴν κορυφή. Κατεβάζει τὸ κλωνάρι γιὰ νὰ τὸ φάη στὴν ἄκρη. Ἅμα δὲν τὸ φτάνει, ἀνεβαίνει στὸ δέντρο.

»Ἡ μανία της νὰ ζητᾶ τὶς τρυφερὲς ἄκρες φέρνει στὰ δέντρα καταστροφή. Γιατὶ στὴν ἄκρη τοῦ κλωναριοῦ εἶναι τὸ μάτι, τὸ μπουμπούκι ποὺ θὰ πετάξη τὸ βλαστάρι. Ἅμα ἡ γίδα τὸ κόψη, τὸ κλωνάρι δὲ μεγαλώνει πιὰ σὲ ὕψος.

»Ἄν τὸν καιρὸ ποὺ αὐτὰ τὰ δέντρα ἦταν μικρά, ἔβοσκε ἐδῶ ἕνα κοπάδι γίδια, δὲ θὰ εἴχαμε ποῦ νὰ καθίσωμε αὐτὴ τὴ στιγμή. Τὸ δάσος θὰ ἦταν ὅλο χαμόκλαδα».


—«Κι ἂν περνοῦσαν πρόβατα;» ρώτησε ὁ Κωστάκης.

—«Καὶ τὰ πρόβατα φέρνουν ζημία. Γιατὶ περνώντας ἀπὸ τὸ δάσος πατοῦν τὰ νέα δεντράκια ποὺ μόλις φυτρώνουν.

»Γι’ αὐτὸ τὰ κοπάδια δὲν πρέπει νὰ τὰ φέρνωμε ποτὲ κοντὰ στὸ δάσος, μὰ νὰ τὰ βόσκωμε στὰ λιβάδια, ὅπως κάνει ὁ Γεροθανάσης, ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινά τὰ δάση. Ποτὲ κατσίκι δικό του δὲ μᾶς ἔφαγε κλαρί».

—«Ὁ Λάμπρος τὰ προσέχει» συλλογίστηκαν τὰ παιδιά.

—«Τόσα χρόνια, καὶ δὲν πῆγε ποτέ του στὸ δικαστήριο.
Νὰ ἦταν ὅλοι οἱ τσοπάνηδες σὰν κι αὐτόν! Πῶς προστατεύει τὰ δέντρα ὁ Γεροθανάσης! Ἄν δῆτε στὸν ὕπνο σας καμιὰ γίδα ποὺ βγάζει νερό, νὰ ξέρετε πὼς δὲν εἶναι δική του. Οἱ δικές του βγάζουν μόνο γάλα».