Τα ρωσσικά ρούβλια
Συγγραφέας:
Ο Νουμάς, τεύχος 75, 20 Δεκεμβρίου 1903


Ίσως είναι κοινοτοπία· μπορεί και να ειπώθηκε πολλές φορές. Είναι όμως αλήθεια μεγάλη. Και μια αλήθεια όσες φορές κι αν ειπωθεί δεν προστυχαίνει. Ποιο; Ότι μπορούμε να δείξουμε ψεύτη το Φαλμεράγερ και όσους άλλους αμφισβήτησαν την καταγωγή μας, μόνον με τις κακίες μας. Τις κακίες μας που είναι όμοιες κι απαράλλαχτες με τις κακίες των σεβαστών μας προγόνων. Θα ειπείτε πως εκείνοι είχαν κι αρετές· —το ξέρω.— Που εμείς δεν τις έχουμε· —κι αυτό το ξέρω. Μα δεν έχει να κάμει. Ο βοτανικός, ο φυσιολόγος, ο χημικός, ο ζωολόγος από ένα παραμικρό στοιχείο που θα εύρει κάπου πλανημένο, οδηγείται να μας ονομάσει το είδος. Έτσι κι εμάς από τα ελαττώματά μας μπορεί να οδηγηθεί ο παρατηρητής για να μας απιθώσει άσφαλτα και άκοπα στην παλιά μας ρίζα.

Παίρνω παράδειγμα την τελευταία συζήτηση που ανοίχτηκε για τη γλώσσα. Λέω συζήτηση για να μην προσβάλω τους θερμούς πατριώτες που ξεσπάθωσαν υπέρμαχοι της καθαρεύουσας. Αν και κάθε άλλο ήταν παρά τέτοια. Η λέξη καβγάς ίσως να ταίριαζε καλύτερα στην προστυχιά της. Και μάλιστα σκυλοκαβγάς, λυκοκαβγάς, γυναικοκαβγάς. Και το αποτέλεσμα; Να το χαίρονται οι καβγατζήδες. Δεν έμεινε στην διαστρεμμένη αντίληψη του όχλου παρά λόγια κούφια και αστόχαστα, τα λόγια προδοσία, αντεθνικός, ρωσσικά ρούβλια, κίνδυνος της πατρίδας, όπως μένουνε σταλαματιές αιμάτου και αφροί και καμιά κοτσίδα, στους καβγάδες που ονόμασα. Βέβαια τίποτε απ’ αυτά δεν επίστευαν. Έκαμαν όμως το σκοπό τους· κερδίσανε τον πόντο τους. Κι έτσι εφάνηκαν γνήσια παιδιά των παππούδων τους. Γιατί κι εκείνοι, οι μακαρίτες, το ίδιο έκαναν. Σε κάθε ζήτημα που έβγαινε στη μέση, πολιτικό, κοινωνικό, πατριωτικό δεν έπρεπε κανείς να έχει δεύτερη γνώμη. Αν την έλεγε, βαφτιζότανε προδότης, πουλημένος. Τώρα Μήδιζε, άλλοτε Φιλίππιζε, άλλοτε δεν ξέρω τι. Και —φωνή λαού – οργή Θεού καταπάνω του. Ούτε γνώμη ούτε απολογία. Τι κι αν άφησαν ν’ απολογηθεί ο Σωκράτης; η καταδίκη του ήταν αποφασισμένη από πριν. Τι κι αν δικαιολογήθηκαν με αφιλονίκητα επιχειρήματα οι δέκα στρατηγοί; Η θανατική εκτέλεση έγινε. Τι κι αν ο Αισχύνης έβλεπε πολύ-πολύ μακρύτερα εθνικότερα από τον κοντοθώρη το Δημοσθένη; Ο Αισχύνης έπασχε αργυράγχη. Τα χρήματα κι οι προδοσίες παίζουνε το μεγαλύτερο ρόλο στην τόσο δοξασμένη μα και πολλές φορές μαύρη ιστορία των ζηλευτών προγόνων μας!

Τα ίδια και σήμερα. Αν δεν είχαμε ανθρωπινότερο είτε πολυπλοκότερο δικαστικό σύστημα, ο Ψυχάρης, ο Πάλλης, ο Παλαμάς, ο Σωτηριάδης θα είχαν πιει το κώνειο ή θα παράδερναν στην εξορία. Πού να γλιτώσουν από τους τόσους Κέρβερους της πατριωτικής ιδέας. Τα ρωσσικά ρούβλια θα ήταν ο θάνατός τους. Ανάθεμά τα για ρούβλια! Μέσα στην τόση φτώχια που μας δέρνει, ήρθανε κι αυτά για να μας χαλάσουν την εθνική ενότητα. Το καμάρι μας! Μια την έχουμε και σταυροχεριασμένοι την ατενίζουμε νυχτόημερα, σαν τους μοναχούς του Θαβώρ. Και όμως μας τη ζηλεύουνε… Τώρα, αν αληθινά ήρθαν αυτά τα ρούβλια και από πού και για ποιο σκοπό, κανείς από τους τόσους καλαμαράδες μας δεν το συζήτησε ακόμη. Ούτε από τους μύριους χάχηδες που ψιλοκοσκινίζουν κάθε συμφεροντάκι τούς έκατσε να το εξετάσει. Το κατάπιε και το ξαναλέει σαν σκολιαρούδι το μάθημά του.

Εγώ βέβαια δε θα ισχυρισθώ ποτέ πως οι καταραμένοι αυτοί μαλλιαροί έχουνε τον ίδιον πατριωτισμό με τον κ. τάδε και με τον κ. δείνα. Ψυχή θα παραδώσω μια ημέρα και δε θα την φορτώσω με τέτοιο αμάρτημα. Μα θα τρανολαλήσω εδώ πως αν η Ρωσσία εξόδευε τα ρούβλια της για να κάνουν οι μαλλιαροί ό,τι κάνουν, είναι άσφαλτα ο μεγαλύτερος καλοθελητής μας. Δεν ζητεί να κάμει παρά εκείνο που έπρεπε να έχει κάμει μια πατριωτική και αληθινά εθνική Κυβέρνηση. Και αν είναι ορισμένο να ζήσει αυτό το κράτος, θα το κάμει μόνη της μίαν ημέρα. Δηλαδή να φωτίσει το λαό μας· να τον ελευθερώσει από τις αλυσίδες του δασκαλισμού· να του αποδώσει τη γλώσσα του, τα εθνικά του όνειρα, τις αγνές συνήθειές του. Όλα όσα του πήρε και του επλαστόγραψε από πλανημένη και άσοφη αντίληψη τόσα χρόνια. Να τον βάλει στον ίσιο δρόμο, τον πλατύ, το φυσικό τον δρόμο και να του ειπεί «εμπρός, βάδιζε!» αντί έως τώρα που του φωνάζει «πίσω!» Αν το κάνει αυτό η Ρωσσία χαρά σ’ εμάς! Όχι να κόψει, παρά να σφιχτοδέσει θέλει την εθνική μας ενότητα. Γιατί αν την έχουμε —και βέβαια την έχουμε αυτήν την ενότητα— δεν είναι όχι από τη γλώσσα του σχολείου παρά από την άλλη, τη σπιτίσια, που κλει μέσα της τις παροιμίες, τις παραδόσεις, τα μετωρίσματα, τους πόθους και τα όνειρα, όλη μας τη συνείδηση. Αυτή είναι που μας σφιχτοδένει απ’ άκρη σ’ άκρη: το Μωραΐτη με τον Κρητικό, το Ρουμελιώτη με τον Τραπεζούντιο, τον Κυπριώτη με το Θεσσαλό. Ενώ η μούμια τόσα χρόνια δεν κάνει άλλο παρά να ξεφτίζει και να χαλά κάθε μας δεσμό και συγγένεια. Αλίμονο αν έφτανε στην εποχή μας να γνωρίζονται οι συντοπίτες μόνον από τη φορεσιά! Και τι άλλο είναι η καθαρεύουσα παρά φορεσιά; Ένδυμα δηλαδή και μάλιστα ένδυμα επίσημο κατά τον κ. Μιστριώτη. Μα τη φορεσιά είτε το ένδυμα παλιώνει και το πετάς οπότε θέλεις· ενώ την ψυχή σου όπου κι αν σταθείς, την παίρνεις μαζί και από κείνη δείχνεσαι στον κόσμο ποιος είσαι. Και ψυχή μας είναι η δημοτική· από κείνη γνωριζόμεθα συνατοί μας και θα συμπολεμήσουμε μια φορά και θα πεθάνουμε για τη μεγάλη πατρίδα. Όλοι ανάκατα· ο Θεσσαλός με τον Κυπριώτη, με το Ρουμελιώτη ο Τραπεζούντιος, ο Μωραΐτης με τον Κρητικό, για να δειχθεί ολοφάνερα η εθνική μας ενότητα.

Μια Δύναμη όμως που θέλει να κάνει ένα τέτοιο καλό, δεν μπορεί να είναι εχθρός παρά φίλος· όχι καταχτητής παρά σωτήρας. Γιατί στην ιστορία όλων των καιρών και των εθνών όλων δεν εγνώρισα καταχτητή, που να επιδιώξει το σκοπό του με τη μόρφωση του λαού, εκείνον που θέλει να καταπατήσει. Τουναντίον μάλιστα· τον γνώρισα φωτοσβήστη· Σφαλεί τα σχολεία, καίει τα βιβλία του, παλουκώνει τους δασκάλους του, με κάθε τρόπο σβήνει κάθε τι που μπορεί να του θυμίσει προγονικά του κατορθώματα, περήφανες ιδέες, παλικαρίσια αισθήματα, εθνικά όνειρα. Θέλει να τον κάμει χτήνος για να πατήσει εύκολα στο σβέρκο του. Και όμως οι πληρωμένοι αυτοί μαλλιαροί φαίνεται πως όλως το αντίθετο γυρεύουν. Αφού είναι αδύνατο να πάει ο λαός προς τους αρχαίους πάνε τους αρχαίους προς το λαό. Πώς; μεταφράζοντας τα βιβλία τους· μιλώντας του τη γλώσσα του. Και μ’ εκείνη βάζοντας στην ψυχή του τα παλικαρίσια αισθήματα, τις περήφανες ιδέες, τα κατορθώματα και τα πλατιά όνειρα εκεινών. Για να ζήσουν εκείνοι; Όχι· για να ξυπνήσει και να δοξασθεί αυτός. Να γνωρίσει εκείνους για να πάρει και τις αρετές τους μαζί με τις κακίες που εκληρονόμησε. Να μάθει πως δεν ήσαν μόνον ιδεολόγοι, όπως τους έδειξε ως τώρα το σχολείο παρά και πραχτικοί· πως δεν ήσαν θεοί μόνον παρά και άνθρωποι με τους αγώνες και τις ανάγκες τους· πως δεν ήσαν λογάδες παρά εργάτες της ιδέας ναι, μα και της ζωής. Ποιοι λοιπόν είναι οι πουλημένοι, ποιοι ανοίγουν πλατύτατο το δρόμο στον καταχτηχή; Οι μαλλιαροί που θέλουνε ν’ ανοίξουν τα μάτια του λαού, να τον κάμουν άνθρωπο της σημερινής εποχής ή όλοι οι άλλοι; Εγώ, εσύ, ένας κύριος καθηγητής, ένας πρώην υπουργός, ένας δημοσιογράφος, ο δείνας και ο τάδες που θέλουμε να βλέπει μόνον σκηνογραφήματα στο θέατρο και λιβανίσματα στην εκκλησιά; Ποίος τα παίρνει τα ρούβλια;

Η αλήθεια είναι πως δεν τα παίρνει κανείς. Γιατί κανείς δεν τα δίνει. Ένας καταχτητής, σαν θελήσει έχει πολλά μέσα για να κάμει τους σκοπούς του. Την αδυναμία μας, τη μωρία μας, την αλαφρoμυαλιά μας, την ξιπασιά μας. Τα παχιά λόγια και τις αχαμνές πράξεις μας. Την ασέβεια στου άλλου τη γνώμη και την προθυμία μας στην κακογλωσσιά. Εκείνα έφαγαν τους αρχαίους· εκείνα είναι φόβος να φάνε κι εμάς. Μα θα έχουμε και τότε μια παρηγοριά. Ποια; Πως και με τη θανή δείξαμε άσφαλτα την καταγωγή μας.

Πεθάναμε όχι από κακοκεφαλιά μας παρά από τα ξένα ρούβλια. Και όχι σα ρωμιοί, σαν Έλληνες.