Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ.


Ὅταν μέσ’ στὸ δρόμ’ ὁ κόσμος τὴν αὐγὴ
πάνου, κάτου,
βιαστικὰ περνᾷ καὶ πγαίνῃ μὲ σιγὴ
στὴν δουλειά του—
Ἂν ἀκούσῃς βῆχ’ ἀπ’ ἔξω σὺ ἀργό,
ἔβγα νὰ σὲ δώσω τ’ ἄνθη: Εἶμ’ ἐγώ.

Κι’ ὅταν δώδεκα χτυπήσῃ, κι’ ἀρχινᾷ
τὸ τραπέζι,
κ’ ἦναι μέσα ὁ πατέρας, ποῦ πεινᾷ
καὶ δὲν παίζει—
Ἂν σκιαχθῇς περνῶντας κάποιον, σὰν λαγό,
ἔβγα νὰ σὲ χαιρετήσω: Εἶμ’ ἐγώ.

Κι’ ὅταν δύσῃ τοῦ ἡλίου πιὰ τὸ φῶς,
καὶ νυχτόνῃ,
καὶ δὲν ἦναι ἢ μάμμὰ ἢ ἀδελφὸς
στὸ μπαλκόνι—
Ἂν ἀκούσῃς βῆμ’ ἀνδρεῖο καὶ γοργό,
ἔβγα, πάρ’ αὐτοὺς τοὺς στίχους: Εἶμ’ ἐγώ.

Κι’ ὅταν, μέσ’ στὸ μεσανύχτι τὸ βαθύ,
ὅλ’ ἡ Πλάση
πέφτῃ πλέον στὰ ζεστὰ νὰ κοιμηθῇ—
Ἂν περάσῃ
καὶ σφυρίξῃ κάποιος, σὰν τὸν κυνηγό,
Ἔβγα τότε νὰ τὰ ’ποῦμε: Εἶμ’ ἐγώ.