Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ.


Τί μ’ ὠφελοῦνε τὰ φλουριά,
τὸ κίτρινο χρυσάφι,
ποῦ μ’ ἐνθυμίζουν τὴν θωριά,
ποῦ καταλυοῦν οἱ τάφοι;

Κι’ ὅλου τοῦ κόσμου ταὶς τιμαὶς
κι’ αὐταὶς τί νὰ ταὶς κάμω,
ποῦ ’μοιάζουν παιδιακαὶς γραμμαὶς
πὰ στοῦ ’γιαλοῦ τὸν ἅμμο;

Προβάλλ’ ἡ θάλασσα μ’ ὁρμή,
μ’ ἀγριωμένη γνώμη,
σβύν’ ἀπ’ τὸν ἅμμο τὴν γραμμὴ
πρὶν τελειώσ’ ἀκόμη.

Προβάλλ’ ὁ Χάρος, στὸν Βοριά,
στὸν Λίβα καβαλλάρης,
καὶ σὲ χωρίζ’ ἀπ’ τὰ φλουριά,
ποῦ ’πάθιαζες νὰ πάρῃς!

Δῶστέ με νιότη περισσὴ
κι’ ἀγάπη σὰν λουλοῦδι·
δῶστέ μ’ ἕνα στυφὸ κρασὶ
κ’ ἕνα γλυκὸ τραγοῦδι·

Κι’ ἄς ἔλθ’ αὐτὸς μὲ τὰς τιμάς,
κι’ αὐτὸς πὤχ’ ἀρχοντέψει,
νὰ φᾶν νὰ πιοῦν μαζί μ’ ἑμᾶς,
νὰ διῶ ποιός θὰ ζηλέψῃ!