Παιδιά, ’γὼ δὲν εἶμαι καλά:
Μιὰ ἀρρώστια μὲ παιδεύει.
Κανεὶς γιατρὸς δὲν μ’ ὠφελᾷ,
κανεὶς δὲν μὲ γιατρεύει.
Μόν’ ἡ Μαριὼ μ’ ἕνα φιλί—
Μ’ αὐτή ’ναι κακιωμένη!
Στὸ σπίτι ’ξώπορτα μὲ κλεῖ,
στὸν δρόμο δὲν μὲ κραίνει!
Κι’ ἀπ’ τὴν πολλὴν ἀπελπισιά,
θὰ πᾶ νὰ ’μβῶ στὸ κρῖμα·
θὰ πᾶ νὰ ’μβῶ στὴν ἐκκλησιά,
ἐμπρὸς εἰς τ’ Ἅγιο-Βῆμα.
Κάμνουν σταυροὺς οἱ Χριστιανοί
καὶ προσκυνοῦν στὴν γύρα.
Μόν’ ἡ Μαριὼ δὲν τὸ κουνεῖ
ἀπ’ τοῦ Ἱεροῦ τὴν θύρα:
Ἐδῶ ὁ παππᾶς κάθε γιορτή,
π’ ἀπόλυση διαβάζει,
’βγάλλει τὸ ’κάθε του βλατὶ
κι’ ὅποιους εὑρῇ σκεπάζει.
Σκεπάζει θρῄσκους στὸ χωριὸ
κι’ ἀρρωστημένους τάχα·
σκεπάζει τ’ ὄμορφο Μαριῶ,
γιὰ ’πίδειξη μονάχα.
Σκύφτω κ’ ἐγὼ ’μπρὸς στὸν παππᾶ,
μὲ χέρια ’σταυρωμένα·
κ’ ἡ Ἁγιωσύνη του σκεπᾷ
μαζὶ μ’ αὐτὴν καὶ ’μένα.
Ἐκεῖνος λέγει καὶ σχωρνᾷ
μ’ εὐλάβεια μεγάλη.
Ἐγὼ κι’ αὐτὴ στὰ σκοτεινὰ
τὰ συμφωνοῦμε πάλι.
Ἐκεῖνος μᾶς ἀποσκεπᾷ,
καὶ παίρνει μιὰ ζολότα.
Ἐμένα ἡ κόρη μ’ ἀγαπᾷ,
κ’ εἶμαι γερὸς σὰν πρῶτα!
|