Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο Ε
←Δ'. Δυο παιδιά | Στα μυστικά του βάλτου Συγγραφέας: Ε'. Κάτω Καλύβες |
ΣΤ'. Η κυρία Ηλέκτρα→ |
- Τις ει;...
Γλυκοχάραζε... Η αντρίκια δυνατή φωνή αντιλάληλε πάνω στο νερό. Κροτάλισμα σκανδάλης όπλου ακούστηκε καθαρά, και, παρακάτω, το νεροβούτημα κάποιου κουπιού σίγησε μεμιάς. Μα κανένας δε φαίνουνταν. Καλάμια παντού, σκιές, βάτοι. Και το τρομαγμένο πέταγμα νερόκοτας κάπου κοντά... Μια αγορίστικη άγουρη φωνή σηκώθηκε από μέσα από τα καλάμια.
- Μην τραβάς, κυρ εύζωνα! Ρωμιός εδώ!... Είμαι ο Αποστόλης ο οδηγός!
- Έβγα από τα καλάμια!... Πού είσαι;...
Μια πλάβα ξεπρόβαλε από πυκνά φυλλώματα, βγήκε στη νερομάνα που κυλούσε αργά, ανατολικά. Όρθιος μες στην πλάβα στέκουνταν ένας άντρας αρματωμένος ως τα δόντια, και άλλος, με κάπα, κάθουνταν στο κουπί. Συνάμα, από το αντικρινό μέρος του νερού, άλλη πλάβα χώρισε και τσάκισε μερικά καλάμια και βγήκε και αυτή στ' ανοιχτά. Μέσα ήταν μόνο δυο παιδιά. Το μικρότερο χλωμό, λιγνό, ξαγρυπνισμένο, μόλις κρατιούνταν με τα δυο του χέρια στην κουπαστή της πλάβας.
- Ποιος είναι ο Αποστόλης ο οδηγός, από τους δυο σας; ρώτησε ο άντρας.
- Εγώ, αποκρίθηκε ο πιο μεγάλος. Ερχόμαστε από τους Αποστόλους. Μας βρήκε η νύχτα στα νερά.
- Και ποιον ζητάτε;
- Τον καπετάν Άγρα.
- Έχεις κανένα συστατικό;
- Όχι. Μα οδήγησα τον καπετάν Νικηφόρο στο Τσέκρι· ήμουν μαζί του τρία μερόνυχτα...
- Και πού το ξέρω πως εσύ οδήγησες τον καπετάν Νικηφόρο;
- Μου χάρισε τούτο το σταυρό, αποκρίθηκε ο Αποστόλης, τραβώντας τον από τον κόρφο του. Να, δες τον!
- Και πώς το ξέρω πως είναι δικός του αυτός ο σταυρός;... Πες το σύνθημα!
Ο Αποστόλης δεν το ήξερε. Μα και δεν τα 'χασε.
- Δεν ξέρω το σύνθημα, αποκρίθηκε, γιατί ήλθα χωρίς να το πω στο Τσέκρι. Μα πήγαινε με στον αρχηγό σου. Έχω σπουδαία να του πω.
- Και ποιος μου λέει πως είσαι αξιόπιστος;... άρχισε ο αρματωλός.
Μα τον διέκοψε ο άλλος με την κάπα.
- Έλα, ντροπή, Νάσο! του είπε. Δε βλέπεις πως είναι βυζανιάρικα; Αν σ' άκουε ο Αρχηγός, θα σου λιάνιζε τ' αφτιά!
Ο πρώτος δίστασε ακόμα μια στιγμή, και αποφασίζοντας είπε:
- Καλά· ακολούθα με την πλάβα σου!
Έβγαλε ένα φώναγμα, και άλλο του αποκρίθηκε από πέρα από τα καλάμια.
- Επίσκεψη εδώ!... φώναξε ο Νάσος.
Αργά κωπηλατώντας ανέβαινε ο πλαβαδόρος το νεκρό σχεδόν ρεύμα του νερού, και ακολουθούσε ο Αποστόλης, πηγαινοφέρνοντας το πλατσί του. Αλλη πλάβα ξεπρόβαλε μπροστά τους, μ' έναν πλαβαδόρο που ήταν και αυτός οπλισμένος, και ο Νάσος και ο σύντροφος του παραμέρισαν τη δική τους πλάβα, να περάσουν τα δυο αγόρια.
- Τον αρχηγό γυρεύουν, εξήγησε ο Νάσος. Έρχονται, λέει, από το Τσέκρι. Οδήγησε τους εσύ, Μιχάλη· εμείς είμαστε βάρδια...
Με περιέργεια κοίταζε ο Μιχάλης τα δυο παιδιά.
- Δεν είσαι συ ο Αποστόλης ο οδηγός; ρώτησε. Χαρούμενος αποκρίθηκε ο Αποστόλης:
- Εγώ είμαι! Πώς με ξέρεις;
- Ε! Δε μας οδήγησες εσύ από τη θάλασσα στο Βάλτο; Δε θυμάσαι τον καπετάν Καψάλη; Ήμουν με το μακαρίτη.
- Και ήσουν μαζί του στη μάχη; ρώτησε αναμμένος ο Αποστόλης...
- Έτυχε να μ' έχει στείλει για μήνυμα, σαν τον χάλασαν. Αλλιώς θα ήμουν κι εγώ μακαρίτης. Τώρα είμαι με τον καπετάν Άγρα. Έλα να σε μπάσω στο πάτωμα.
Θριαμβευτικά χαιρέτισε ο Αποστόλης τον Νάσο, βγάζοντας το καλπάκι του και σκύβοντας ως κάτω. Ο άλλος γέλασε.
- Εγώ κάνω το καθήκον μου να ρωτώ. Βάρδια είμαι, είπε. Να που σε ξέρει ο Μιχάλης, πως είσαι ο οδηγός. Στο καλό!...
Όλη αυτή τη σκηνή την είχε ακολουθήσει σιωπηλά ο Γιωβάν, βαστώντας δεξιά και αριστερά την κουπαστή να στηριχθεί, τρέμοντας μην του απευθύνει κανένας το λόγο και δεν ξέρει ν' αποκριθεί.
Του έγνεψε γελαστά ο Αποστόλης να ησυχάσει, κι έπιασε το πλατσί.
Εμπρός οδηγούσε ο Μιχάλης την πλάβα του, από στενούρια, μονοπάτια κυρτά, στραβοδίβολα, όπου τα καλάμια έκοβαν τη θέα σε κάθε γύρισμα, και πίσω ακολουθούσαν τ' αγόρια, κουρασμένα, αποκαμωμένα από την αγρυπνία και την αφαγιά. Σ' ένα γύρισμα, ξαφνικά, ξεσκεπάστηκε μια καλύβα μεγάλη, καλοχτισμένη, με πρόχωμα ψηλό ολόγυρα στο άσκεπο πάτωμα, που το 'κανε ταμπούρι αληθινό. Πλάβες πολλές ήταν αραγμένες ολόγυρα, και άντρες μπαινόβγαιναν στην καλύβα, ετοίμαζαν σακίδια, όπλα, φυσίγγια, ψωμιά. Η καλύβα όλη ήταν σ' εξέγερση, οι άντρες ανυπόμονοι, βιαστικοί. Ένας ανάμεσα τους, ξεχώριζε ήσυχος, γελαστός. Ήταν μάλλον κοντός, φορούσε κοντοβράκι και μπότες, και πάνω από το ανταρτικό του αμπέχονο ήταν ζωσμένος φυσίγγια σε αράδα από πέτσινες τσέπες. Ένα ζευγάρι κιάλια κρέμουνταν στο στήθος του, και τα μαλλιά του, πυκνά και σγουρά, ήταν ξεσκούφωτα. Στέκουνταν στο πάτωμα, στην άκρη, και ακουμπούσε το χέρι σ' ένα βραχύκανο τουφέκι. Μισοσφάλησε τα μάτια του, ν' αντικρίσει την αντηλιά του νερού καθώς πλησίαζαν οι δυο πλάβες με τον Μιχάλη και τ' αγόρια, και αναγνωρίζοντας τον Γιωβάν ανορθώθηκε.
- Το Βουλγαράκι! αναφώνησε. Βρε μικρέ, πού βρέθηκες πάλι;
Ταραγμένος έσκυψε ο Γιωβάν στο αυτί του Αποστόλη:
- Αυτός είναι ο καπετάν Άγρας! του ψιθύρισε βουλγάρικα. Αμίλητος θαύμαζε ο Αποστόλης.
Πλεύρισαν οι πλάβες, και Μιχάλης και αγόρια ανέβηκαν στο πάτωμα. Ο Άγρας τους σίμωσε.
- Τι μου φέρνεις τέτοια κλωσόπουλα σε ώρα εκστρατείας, βρε Μιχάλη; ρώτησε πρόσχαρα. Ο Μιχάλης δικαιολογήθηκε.
- Το μικρό δεν το ξέρω, αποκρίθηκε. Μα ο μεγάλος δεν είναι κλωσόπουλο. Είναι ο Αποστόλης ο οδηγός, που ξέρει το δρόμο του Βάλτου απέξω και ανακατωτά.
- Εσύ είσαι οδηγός; ρώτησε ο Άγρας μετρώντας με τη ματιά το μπόι του αγοριού.
- Εγώ είμαι! αποκρίθηκε υπερήφανα ο Αποστόλης. Έρχομαι από το Τσέκρι, όπου οδήγησα τον καπετάν Νικηφόρο με το σώμα του.
- Τι μου λες; αναφώνησε ο Άγρας. Ώστε έφθασε επικουρία; Και τούτο το Βουλγαρόπουλο, τι σου είναι; πρόσθεσε δείχνοντας τον Γιωβάν, που μόλις στέκουνταν στα πόδια του.
- Είναι παραγιός μου· είναι βουλγαρόφωνος, μα αφοσιωμένος σε μένα, αποκρίθηκε πάλι ο Αποστόλης. Αυτός ανακάλυψε πως βρίσκεσαι εδώ, στις Κάτω Καλύβες, και ήλθε και μου το είπε, και με οδήγησε εδώ για να σου πω μαντάτα που θα σ' ενδιαφέρουν, καπετάν Άγρα. Ο Αποστόλ Πέτκωφ, που τον νομίζουν στα Κουρφάλια και στο Μπόζετς, κρύβεται στο Ζερβοχώρι.
- Στο Ζερβοχώρι; Εδώ; Κάτω από τη μύτη μας; Κοντοστάθηκε ο Άγρας και ρώτησε:
- Ποιος σου το 'πε;
Ο Αποστόλης με το δάχτυλο έδειξε το χλωμό παιδί πλάγι του.
- Τούτος! αποκρίθηκε. Πήγε και τον ανακάλυψε. Και τον είδε! Και τον έστειλε ο Πέτκωφ να σε βρει εσένα, καπετάν Άγρα, να σε κατασκοπεύσει. Ξέρει πως είσαι στο Βάλτο, και του είπε να του πάγει πληροφορίες.
Ο Αποστόλης κορδώθηκε:
- Μα είναι δικός μου, πρόσθεσε. Ήλθε και μου το είπε μένα, και με οδήγησε στην καλύβα σου. Από το πρωί χθες, κωπηλατούμε. Μας βρήκε η νύχτα στα νερά.
- Γι' αυτό έχει τέτοια χάλια ο μικρός; Με το χέρι έγνεψε ο Άγρας του Γιωβάν:
- Κάτσε μικρέ, του είπε σπρώχνοντας του ένα μάτσο ραγάζι, Καλέ, αυτό μοιάζει ξεψυχισμένο!
- Πεινούμε κιόλα, είπε λίγο ντροπαλά ο Αποστόλης, είμαστε νηστικοί από χθες το μεσημέρι...
Ο Άγρας έκανε νόημα σ' έναν από τους άντρες που είχαν μαζευτεί γύρω του ν' ακούσουν.
- Καφέ ζεστό, και ψωμί, και τυρί, και... και ό,τι άλλο έχετε! πρόσταξε.
Πρόθυμα έτρεξαν δυο τρεις άντρες να φέρουν φαγί. Κι ενόσω καταβρόχθιζαν τα δυο πεινασμένα αγόρια το ψωμοτύρι τους, εξακολουθούσε ο Άγρας την ανάκριση:
- Πού και πώς έμαθε αυτό το νήπιο πως κρύβεται ο Αποστόλ Πέτκωφ στο Ζερβοχώρι; ρώτησε.
Σύντομα του διηγήθηκε ο Αποστόλης όσα ήξερε περί Γιωβάν, και πως τον έστειλε ο θειος του να βρει έναν ανύπαρκτο καπετάν Γιάννη, πως του είπε ο Αποστόλ Πέτκωφ ότι σύγχιζε τα ονόματα Γιάννη με Άγρα, και πως ο καπετάν Άγρας ήταν στο Βάλτο κι έκοβε το δρόμο της Αγια - Μαρίνας, του χωριού όπου είχαν αποθήκες. Ο Άγρας γέλασε καλόκαρδα.
- Ώστε μας πήραν μυρωδιά, παιδιά!... είπε στους άντρες του. Και γυρνώντας πάλι στον Αποστόλη:
- Ξέρει ο μικρός αν γνωρίζει ο Πέτκωφ και τις δυνάμεις μας, και πως πιάσαμε τις καλύβες Αγια - Μαρίνα και Βαγγέλη; ρώτησε. Ο Αποστόλης μετέφρασε το ρώτημα.
- Όχι, αποκρίθηκε ο Γιωβάν, δεν ήξερε καλά. Μου είπε μόνο πως είναι από το μέρος του χωριού.
- Καλά! είπε ο Άγρας σαν άκουσε την απάντηση. Μα πες εσύ, Αποστόλη, μην ξέρεις πού πέφτει ένα πάτωμα που το λεν Κούγκα;
- Ξέρω, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Πέφτει κοντά στο Ζερβοχώρι. Μα το παράτησαν οι ψαράδες που το είχαν, γιατί ήταν πια χάλι...
Ο Αγρας καταχαρούμενος σήκωσε το χέρι κι έγνεψε σ' ένα γέρο που κάθουνταν στο πρόχωμα, πλάγι στην καλύβα.
- Μπάρμπα Πασκάλ, του φώναξε, τελείωσαν τα βάσανα μας! Ξέρει τούτος πού είναι η Κούγκα.
Ο γερο Πασκάλ σηκώθηκε αργά, και σίμωσε χωρίς βία τον αρχηγό. Φορούσε ένα σκούφο που του σκέπαζε όλο το κεφάλι και τ' αυτιά, ως κάτω στο σβέρκο.
- Τι λες; ρώτησε βουλγάρικα.
Ένας νέος λεβέντης, οπλισμένος σαν αστακός, είχε πλησιάσει και αυτός ν' ακούσει.
- Καπετάν Γκόνο, του φώναξε ο Αγρας, πες του εσύ του μπάρμπα πως ξέρει τούτος ο μικρός πού είναι η Κούγκα.
Ο καπετάν Γκόνος κοίταξε τον Αποστόλη χωρίς πολλή πίστη.
- Ξέρεις εσύ πού είναι το Κούγκα; ρώτησε με ξένη προφορά και δυσκολοβρίσκοντας τις λέξεις του.
Λίγο σαστισμένος για τόσα βουλγάρικα που άκουε γύρω του, σώπαινε ο Αποστόλης. Ο Μιχάλης, που έστεκε πλάγι του, του έδωσε μια στην πλάτη.
- Ε, κουτέ, του είπε γελαστά, δεν ξέρεις τον καπετάν Γκόνο, που έχει δώσει τόσες μάχες και που βαστά την καλύβα Πρίσνα; Πως είναι βουλγαρόφωνος δε θα πει και πως είναι Βούλγαρος! Κανένας Βούλγαρος δε σιμώνει εδώ.
Σιωπηλά σήκωσε ο Αποστόλης το βλέμμα του στο γερο - Πασκάλ.
- Και αυτός δικός μας έγινε! είπε χαρωπά ο καπετάν Αγρας, χαϊδεύοντας τον ώμο του γέρου. Εμείς δεν κακομεταχειριζόμαστε κανένα, ε, μπάρμπα - Πασκάλ; Κάτι ξέρεις εσύ από ξύλο και μαχαίρι βουλγάρικο!
Μα ο γέρος δεν είχε καταλάβει. Κοίταζε μια τον αρχηγό, μια τον Αποστόλη. Βουλγάρικα του είπε ο καπετάν Γκόνος, με δυο λόγια, πως αυτό το αγόρι, κι έδειξε τον Αποστόλη, ήξερε πού έπεφτε το πάτωμα Κούγκα. Με δυσπιστία τον κοίταξε και ο γέρος.
- Πού είναι; ρώτησε.
- Κοντά στο Ζερβοχώρι, αποκρίθηκε βουλγάρικα ο Αποστόλης.
- Το ξέρω κι εγώ, χαχάνισε ο γέρος, μα δε βρίσκεται πια.
- Τι λέγει; ρώτησε ο Άγρας.
- Λέγει πως ξέρει πού είναι, μα δε βρίσκεται πια, μετέφρασε κουτσά στραβά ο Γκόνος.
- Δε βρίσκεται πια, γιατί τα καλάμια και τα νούφαρα σκέπασαν τα μονοπάτια, είπε ο Αποστόλης ήσυχα.
Ο Άγρας τον μέτρησε πάλι με το βλέμμα από πάνω ως κάτω, και χαμογέλασε.
- Αν σου 'λεγα να τη βρεις, θα την έβρισκες; ρώτησε.
- Την Κόυγκα; Θα τη βρω, Καπετάνιε. Μα πρέπει να ξανανοίξεις μονοπάτια για να φθάσεις στο Γρουνάντερο.
- Τι είναι αυτό;
- Είναι μια μάνα που στριφογυρίζει σαν φίδι, σαν το έντερο, να πούμε, του γουρουνιού, και πηγαίνει στις βουλγάρικες καλύβες. Πέφτει κοντά στην Κούγκα. Μ' αν ανοίξεις από δω μονοπάτια, τα παλιά τα μονοπάτια των ψαράδων, πας πιο γρήγορα.
- Και ξέρεις να τα ξαναβρείς αυτά τα μονοπάτια;
- Θα τα βρω. Τα καλάμια θα είναι χαμηλότερα και πιο χλωρά.
Ο Άγρας του έδωσε χαϊδευτικά ένα μπάτσο.
- Σε παίρνω οδηγό! είπε γελαστά. Μα κοίταξε, μην παινεθείς του μπάρμπα, γιατί θα σε βάλει μπρος και δε συμφέρει. Είναι και αυτός καλός άνθρωπος και ξέρει πού βρίσκονται οι βουλγάρικες καλύβες. Ξέρει και όλα τα κατατόπια του Βάλτου.
Γύρισε κατά την καλύβα και φώναξε:
- Καπετάν Τυλιγάδη! Έλα δω.
Από την καλύβα βγήκε ένα γερό παιδί ως είκοσι εικοσιπέντε χρόνων. Ήταν οπλισμένος και αυτός σαν όλους.
- Ειδοποίησε, Τυλιγάδη, και την καλύβα Αγια - Μαρίνα, να μας στείλει όλους τους στρατολογημένους μας χωρικούς, πρόσταξε. Θα πάμε ν' ανοίξομε μονοπάτια.
Εκείνη η ημέρα χαράχθηκε στη ζωή του Αποστόλη με χρώματα ανεξίτηλα. Του φάνηκε πως μεγάλωσε μια πήχη. Όλη μέρα ήταν κοντά στον καπετάν Άγρα, στον υπαρχηγό του τον καπετάν Τυλιγάδη, στους διαλεχτούς ευζώνους του Άγρα, που είχε μάθει και τα ονόματα τους: Αντώνης, Νίκος, Παυλής, Γιώργος, Δήμος, Κώστας και άλλους. Είχε μιλήσει με το γερο - Πασκάλ, που αλήθεια ήξερε το Βάλτο σα να 'ταν σπίτι του, και είχε μάθει από τον Μιχάλη το ιστορικό του' πως ήταν Βούλγαρος, μα πως ένα βουλγάρικο κόμμα, που μάλωνε με άλλο, τον είχε πιάσει και δείρει, και πως τους μισούσε όλους, και ήλθε στον καπετάν Άγρα και του πρότεινε να γίνει οδηγός του στο λαβύρινθο της Λίμνης.
Είχε δει όλη μέρα τους χωρικούς, που ποτέ δεν είχαν στρατολογηθεί, και πρώτη φορά πείθουνταν από τον καπετάν Άγρα να δουλέψουν με μεροκάματο, ν' ανοίξουν μονοπάτια που θα χρησίμευαν στα ελληνικά σώματα. Τους είδε, καμιά εικοσαριά, να δουλεύουν όλη μέρα στο πηχτό μπερδεμένο δάσος από καλάμια. Είδε τον ίδιο τον καπετάν Άγρα να πηδά στα ρηχά νερά, και αμάθητος από δρεπάνι, να κόβει όμως αγκαλιές καλάμια, με βία και θέληση και κέφι που ξανάδινε κουράγιο στους κουρασμένους χωρικούς. Είδε και ανέπνευσε ατμόσφαιρα ελληνική, ανάμεσα στα παλικάρια του καπετάν Άγρα, ατμόσφαιρα άφοβη, ελεύθερη, υπερήφανη, που τον έκανε και αυτόν να σηκώνει το κεφάλι, να ρίχνει πίσω τους ώμους, να στέκει σαν λεβέντης. Και όταν το βράδυ γύρισαν όλοι στις Κάτω Καλύβες, και χωρίστηκαν οι μισοί στου Βαγγέλη, και οι άλλοι μισοί στην Αγια - Μαρίνα, όταν κάθισαν οι κουρασμένοι δουλευτάδες να φαν τη φασουλάδα που τους είχαν έτοιμη οι άντρες, όσοι είχαν μείνει να φυλάγουν τις καλύβες, χαρούμενος αποδέχθηκε ο Αποστόλης τα ντροπαλά χάδια του Γιωβάν και άκουσε τα φοβισμένα ψίθυρά του.
- Είπα πως δε θα γυρίσεις ποτέ, πως θα σε σκοτώσει ο Αποστόλ Πέτκωφ...
Και του αποκρίθηκε υπερήφανα:
- Ας δοκιμάσει τώρα! Μου χάρισε ο Αρχηγός ένα πιστόλι.
Και με καμάρι το έδειξε, χωμένο στη ζώνη του, όπως το είχαν οι άντρες του καπετάν Άγρα. Και όταν έπεσαν όλοι να κοιμηθούν, και τα δυο αγόρια βρέθηκαν πλάγι πλάγι στη γωνιά τους, ο Γιωβάν διηγήθηκε ψιθυριστά στο μεγαλύτερο του όλα όσα είχε ακούσει στην καλύβα να λεν οι αντάρτες και οι χωρικοί του καπετάν Άγρα: Ήταν Βούλγαρος ο μπάρμπα - Πασκάλ, αληθινός Βούλγαρος, και ήταν με τους κομιτατζήδες πρώτα. Μα σ' έναν καβγά, τον έδεσαν, τον τρύπησαν με μαχαίρια στα μπράτσα και στις γάμπες, και του έκοψαν τ' αυτιά του. Γι' αυτό φορούσε αυτό τον τσόχινο σκούφο που του σκέπαζε το κεφάλι όλο. Και τότε αυτός έφυγε από τους κομιτατζήδες και πήγε με τους Έλληνες που δε βασάνιζαν, λέει, ποτέ, κι εκείνος θα οδηγούσε, λέει, το σώμα του καπετάν Άγρα, στα πιο κρυφά του Βάλτου. Και ο καπετάν Γκόνος ήταν Μακεδόνας από τα Γιαννιτσά. Τον έλεγαν Γκόνο Ζιώτα. Και όταν είπαν, στην αρχή του Αγώνος, οι Βούλγαροι, πως ήθελαν να ελευθερώσουν τη Μακεδονία από τους Τούρκους, είχε πάγει μαζί τους και είχε πολεμήσει. Μα σαν κατάλαβε πως ήθελαν αυτοί να την υποδουλώσουν και να την κάνουν βουλγάρικη, χωρίστηκε απ' αυτούς, έκανε δικό του σώμα, και όταν πήγε ο καπετάν Άγρας στη Νιάουσα με τους μετρημένους του ευζώνους, πήγε και τον έσμιξε. Και σαν μπήκε ο καπετάν Άγρας στο Βάλτο, μπήκε και αυτός. Κι εγκαταστάθηκε στην Πρίσνα, καλύβα κοντά στους κομιτατζήδες, με μια και μόνη θέληση: να ξετοπίσει τους Βουλγάρους από το Ζερβοχώρι και από ένα σύμπλεγμα καλύβες που τις είχαν χτίσει αυτοί κοντά του, μες στο δασωμένο μέρος της Λίμνης και στην ακρολιμνιά.
- Και σαν φύγατε σεις σήμερα, έφυγε και αυτός και γύρισε στην Πρίσνα, πρόσθεσε ο Γιωβάν.
- Και τα ξέρει όλα αυτά ο καπετάν Άγρας; ρώτησε ο Αποστόλης.
Ναι, τα ήξερε όλα, του είπε ο μικρός. Τα ήξεραν και άλλοι καπεταναίοι. Μα δεν ήξεραν να βρουν τις βουλγάρικες καλύβες. Και οι ψαράδες φοβούνταν να τους οδηγήσουν. Μόνος ο γερο - Πασκάλ, που τον πλήρωναν κιόλας γερά, δέχτηκε να τις δείξει. Τα ήξερε όλα αυτά και ο καπετάν Ματαπάς, όσο ήταν στο Βάλτο. Και πριν φύγει...
- Έφυγε; διέκοψε ο Αποστόλης. Πότε;
- Είναι κανένα δυο μήνες, ίσως και περισσότερο· ήταν καλοκαίρι σαν τον είδα εγώ. Μα έσπασε, λέει, το πόδι του...
- Πώς το 'σπασε;
- Έτσι, περπατώντας. Παραπάτησε κι έσπασε το πόδι του στο καλάμι. Τον πήραν σηκωτό από το Βάλτο...
- Και πού τον πήγαν;
Ο Γιωβάν σήκωσε τα φρύδια του κι έσπρωξε μπρος τα χείλια του.
- Κανένας δεν ξέρει. Σε κάποιου γιατρού κτήμα, λένε. Μα τον ζήτησαν οι Τούρκοι και δεν τον βρήκαν. Τον καπετάν Ματαπά κανένας δεν τον βρίσκει ποτέ. Είναι σαν τον Αποστόλ Πέτκωφ - φάντασμα...
- Και τώρα πού είναι;
- Δεν ξέρω. Λεν πως τώρα πολεμάει στον Όλυμπο.
- Λοιπόν; ρώτησε ο Αποστόλης.
- Λοιπόν, έκαναν αυτοί οι καπεταναίοι - Ματαπάς, Κλάπας, και άλλοι - πολλά γιουρούσια, αποκρίθηκε ο Γιωβάν.
Και διηγήθηκε όσα έλεγαν οι άντρες, πως όλα αυτά ήταν, λέει, λάθη.
- Και μόνος ο καπετάν Άγρας...
Κόλλησε ο μικρός τα χείλια του στο αυτί του μεγάλου και ψιθύρισε, σκεπάζοντας το στόμα του με το χέρι:
- Ξέρεις; Είναι αξιωματικός Έλληνας ο καπετάν Άγρας... Από τον Ελληνικό Στρατό... Μην το λες!
- Όχι. Μα ποιος σου το είπε σένα;
- Είπε ένας από τους άντρες: «Εγώ δεν είμαι μαθημένος να σκύβω τους ώμους· είμαι ελεύθερος πολίτης Έλληνας. Και μόνο από αγάπη για τον αξιωματικό μου...» να δεις, είπε μια δύσκολη λέξη...
Στάθηκε ο μικρός να θυμηθεί και πρόφερε ελληνικά: «Για τον ανθυπολοχαγό μου ήλθα εδώ». Και ύστερα ρώτησα έναν από τους χωρικούς, τον λένε Χρήστο και ήταν, λέει, και αυτός αντάρτης στα βουνά, μ' έναν καπετάν Μπούα2, που πληγώθηκε και αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ελλάδα και ξέρει βουλγάρικα. Λοιπόν τον ρώτησα τι θα πει ανθυπολοχαγός, και μου είπε: «Τίποτα. Γιατί ρωτάς;». Μα εγώ δεν του είπα πως τ' άκουσα και το κατάλαβα. Σου το λέω μόνο σένα. Μα με στραβοκοίταξε κείνος και είπε: «Να την ξεχάσεις αυτή τη λέξη. Δε θα πει τίποτα!». Και ύστερα, σαν νόμιζε πως δεν ακούω, είπε στον άλλο, ελληνικά: «Να προσέχεις σαν μιλάς μπρος στο Βουλγαράκι. Δεν πρέπει να ξέρει ποιος είναι ο Αρχηγός μας, ούτε πως είμαστε από τον Ελληνικό Στρατό». Μα εγώ τον άκουσα, και ξέρω πως ο Αρχηγός είναι αξιωματικός. Αυστηρά του είπε ο Αποστόλης:
- Δεν κάνει να κρυφακούεις. Ποτέ!
- Όχι; έκανε ανήσυχα ο Γιωβάν.
- Όχι, ποτέ! Μου το είπε η κυρία Ηλέκτρα. Λέγει πως είναι πολύ κακό.
Ο Γιωβάν έσκυψε πάλι στο αυτί του άλλου.
- Αν δεν είχα κρυφακούσει, πώς θα ήξερα πως ο Αποστόλ κρύβεται στο Ζερβοχώρι; ρώτησε.
Τα λόγια αυτά στενοχώρεσαν τον Αποστόλη.
- Η κυρία Ηλέκτρα λέγει πως ποτέ δεν πρέπει να κρυφακούς. Μα εγώ νομίζω πως για τους κομιτατζήδες δεν πειράζει, του είπε. Για τους δικούς μας όμως δεν πρέπει.
Και πρόσθεσε:
- Άλλωστε μπορεί και να μην κατάλαβες καλά. Και δεν πρέπει να το μεταπείς.
Ο Γιωβάν σώπασε, μουδιασμένος. Του είπε ο Αποστόλης:
- Τι σου λέγανε οι άντρες; Πώς ήταν ανοησίες τα γιουρούσια; Γιατί;
- Δε μου τα λέγανε μένα' τα λέγαν μεταξύ τους. Είπαν πως πρώτος ο καπετάν Άγρας κατάλαβε πως με γιουρούσια δε γίνεται τίποτα. Πως όσο βαστούν οι κομιτατζήδες το Βάλτο, του κάκου τους χτυπούν απέξω. Και τότε μπήκε κείνος στο Βάλτο, έπιασε τούτες τις δυο καλύβες, και θέλει τώρα να βρει ένα πάτωμα που το λεν Κούγκα, για να είναι πιο κοντά στο Ζερβοχώρι. Το βρήκες Αποστόλη;
- Όχι ακόμα. Πρέπει ν' ανοίξουμε δρόμους. Είναι όλοι σβησμένοι από κείνο το μέρος. Μα ξέρω πού είναι.
Και ρώτησε:
- Έκανε μάχες ο καπετάν Άγρας;
- Δεν καταλάβαινα όλα όσα είπαν, αποκρίθηκε ο Γιωβάν. Μιλούσαν τόσο γρήγορα! Μα φαίνουνταν ν' αγαπούν πολύ τον Καπετάνιο τους. Κι ένας ενθουσιάστηκε και είπε: «Είναι ο πρώτος αξιωματικός του Ελληνικού στρατού!». Και ο Χρήστος πάλι με στραβοκοίταξε και τους είπε κάτι σιγά σιγά.
Ο Αποστόλης έστριψε στο πλάγι προς το μικρό. Ήταν στενοχωρημένος.
- Άκου δω, Γιωβάν, είπε χαμηλόφωνα, αλλ' αυστηρά· εμένα δεν πειράζει που μου τα είπες όλα αυτά. Αλλά, καημένε μου, αν τα μεταπείς!...
Δάκρυα έτρεμαν πάλι στη φωνή του Γιωβάν, που ρώτησε:
- Θες να φιλήσω σταυρό;
- Όχι, είπε σοβαρά ο Αποστόλης. Τον φίλησες χθες και μου υποσχέθηκες να μη μιλήσεις. Κοίταξε να βαστάξεις τον όρκο σου...
Τα δυο παιδιά σώπασαν. Λίγη ώρα ακόμα άκουσε ο Αποστόλης τον Γιωβάν που μουσούνιζε καταπίνοντας τα δάκρυα του. Μα δεν του μίλησε πια. Ο ίδιος ήταν σκοτισμένος με όσα άκουσε, ήταν θυμωμένος με τους άντρες του καπετάν Άγρα, που πετούσαν έτσι αστόχαστα τέτοια λόγια. Μπορούσε να 'ναι και Βούλγαρος απ' έξω και να τ' ακούσει... Ώσπου τον πήρε ο ύπνος, πλάγι στον ήδη κοιμισμένο Γιωβάν.