Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο Δ
←Γ'. Η λίμνη των Γιαννιτσών | Στα μυστικά του βάλτου Συγγραφέας: Δ'. Δυο παιδιά |
Ε'. Κάτω Καλύβες→ |
Το Τσέκρι, χτισμένο πλάγι σ' ένα από τα δύο παραποτάμια του Λουδία, που σχημάτιζε πλωτό δρόμο μπροστά του, ήταν από τις μεγαλύτερες καλύβες, και είχε στεγάσει άλλα σώματα, είτε που έμειναν, είτε που πέρασαν μόνο από τη Λίμνη. Εκεί είχε σταθεί ο Άγρας με το σώμα του, σαν πέρασε στη Μακεδονία από τα Γιουβάρια1 και μπήκε στη Λίμνη από τη σκάλα της Κρυφής, πριν πάγει στη Νιάουσα, απ' όπου ξαναγύρισε στη Λίμνη για να την ξεκαθαρίσει από τους κομιτατζήδες. Στο Τσέκρι, εκτός από τη μεγάλη καλύβα, που το ξέσκεπο πάτωμα της ήταν περιτριγυρισμένο με πρόχωμα, για να φυλάγονται οι άντρες σε ώρα μάχης, είχε παράπλευρα και άλλη μικρότερη καλύβα, με αποθήκη για τρόφιμα και πολεμοφόδια, κι ένα φούρνο όπου ψήνουνταν το ψωμί. Όλα αυτά όμως, σε πρωτόγονη κατάσταση, παραμελημένα, είχαν ανάγκη από επισκευή. Όλη μέρα με φούρια είχαν δουλέψει, άντρες και αρχηγός, να μπαλώσουν τη μεγάλη καλύβα, να κλείσουν τρύπες με ραγάζι και καλάμια, να ισοπεδώσουν το άνισο πάτωμα με χώμα και ραγάζι, να διορθώσουν τη στέγη που έχασκε εδώ κι εκεί, έτσι που να μπορέσουν να κοιμηθούν τη νύχτα πλαγιάζοντας χάμω, πλάγι ο ένας στον άλλο, τυλιγμένοι στις κάπες και στις κουβέρτες τους. Ήταν ψυχρή νύχτα, μέσα Οκτωβρίου. Άναψαν φωτιά οι άντρες στη μέση της καλύβας, στο κέντρο του πατώματος που ήταν αλειμμένο πηλό - μην πιάσουν φωτιά τα ξύλα και τα καλάμια - και αφού έψησαν λίγα όσπρια κι έφαγαν, πλάγιασαν να κοιμηθούν.
Ο αρχηγός είχε βάλει σκοπούς στα ρηχά μέρη, πάνω σε πυκνές φυτείες, μερικά μέτρα πέρα από τη μεγάλη καλύβα, για τη φύλαξη της, μη γίνει από τους Βουλγάρους κανένας αιφνιδιασμός. Και αφού διόρισε τους αναπληρωτές τους, που θα τους διαδέχουνταν κάθε δυο ώρες, έπεσε κι εκείνος να κοιμηθεί. Από την είσοδο, που για πόρτα είχε μόνο ένα μουσαμά, τον κοίταζε ο Αποστόλης, που ηλιοκαμένος, κουρασμένος, αξύριστος, αληθινός αντάρτης, έστρωνε χάμω την κουβέρτα του, τυλίγονταν στην κάπα του, συγύριζε το σκούφο του, βολεύουνταν, αυτός, ο αξιωματικός του ναυτικού, μαθημένος, σαν που έλεγε η Κυρία Ηλέκτρα για τον πατέρα της «στην πάστρα και το συγύριο του καραβιού του», ετοιμάζουνταν να ξαπλωθεί και να κοιμηθεί στο καλαμένιο πάτωμα, στην υγρασία της Λίμνης. Κρεβάτια και στρώματα δεν υπήρχαν στις καλύβες. Ένα στρωσίδι άχυρα ήταν πολυτέλεια στην πρωτόγονη εγκατάσταση των ανταρτών του Βάλτου.
- Καλά εμείς που είμαστε ψημένοι στη σκληρή ζωή του αγώνα. Μ' αυτός; συλλογίζουνταν κι έλεγε μέσα του ο μικρός.
Κι έσβησε ο αρχηγός την πετρελένια λάμπα, και όλοι βουτήχθηκαν στο πυκνό σκοτάδι.
Συλλογίζουνταν... συλλογίζουνταν... ο Αποστόλης. Και ο ύπνος δεν τον έπιανε. Είχε τελειώσει η δουλειά του, και αύριο θα έφευγε. Η αποστολή του ήταν να οδηγήσει τον καπετάν Νικηφόρο στο Τσέκρι. Και τώρα τον οδήγησε, τον πήγε στο σκοπό του. Η δουλειά του τελείωσε. Αύριο, μια πλάβα θα τον πήγαινε στη σκάλα και θα τον έβγαζε στην ακρολιμνιά. Και η ζωή του η περιπλανητική θα συνεχίζουνταν. «Θα πάγω στο Ζορμπά... Και ύστερα;». Είδε μπροστά του το σχολείο του χωριού, τη δασκάλα, τα παιδιά καθισμένα στα θρανία, το μαύρο πίνακα... Άκουσε τη ζεστή φωνή της δασκάλας, που χαμηλόφωνα, (τα καστανά της μάτια, αστράφτοντας από ενθουσιασμό), τους έλεγε: «... Είστε Έλληνες!... να είστε υπερήφανοι!... Η φυλή μας είναι η πιο παλιά, η πιο ένδοξη, η πιο πολιτισμένη, η πιο ποιητική!...».
Η κυρία Ηλέκτρα... Ήταν όμορφη άραγε;... Δεν ήξερε να πει. Καλά καλά, τι θα πει όμορφη δεν ήξερε. Ήταν όλες μαύρες, ξερακιανές και ρουφηγμένες από τον ήλιο και τη δουλειά οι γυναίκες που ήξερε. Η κυρία Ηλέκτρα ήταν άσπρη και είχε μακριά λεπτά δάχτυλα. Δεν ήξερε αν ήταν όμορφη ή άσχημη. Ήξερε μόνο πως σαν πήγαινε μέσα στη ζεσταμένη τάξη και την άκουε να λέγει στα παιδιά, με τη θερμή χαμηλή φωνή της «...Είστε Έλληνες!... Να είστε υπερήφανοι...», μαλάκωνε κάτι μέσα του, βούρκωναν τα μάτια του, κι ένιωθε βαθιά τον πόθο να δώσει και αυτός τη ζωή του, σαν τον Μίκη Ζέζα, σαν τον καπετάν Γιωργάκη, σαν τον καπετάν Καψάλη, σαν τόσους άλλους, γι' αυτούς τους Έλληνες, για την Ελλάδα, για τον Ελληνισμό. Θα πήγαινε στον Ζορμπά, θα έβλεπε την κυρία Ηλέκτρα. Ίσως εκείνη να είχε καμιά παραγγελία γι' αυτόν, καμιάν άλλη αποστολή. Και ησυχασμένος αποκοιμήθηκε.
Ξημερώματα ήταν πάλι όλοι στο πόδι. Ο Αποστόλης πρότεινε να ψήσει καφέ για όλους. Κι ενώ οι άντρες μπαινόβγαιναν, φρόντιζαν ποιος την πλάβα, ποιος τα πυρομαχικά, ποιος τ' όπλο του που ήθελε καθάρισμα, ανακούρκουδα στη μέση του πατώματος, όπου ήταν αλειμμένος ο πηλός, ο Αποστόλης, άναβε κάτι χλωρά ξύλα, κομμένα κείνη την ώρα, και που σκορπούσαν σύννεφα τον καπνό ολόγυρα. Καπνοδόχο δεν είχαν οι καλύβες, ούτε παράθυρο. Και ο καπνός, όταν έκαιε φωτιά, ήταν αποπνικτικός. Έπρεπε οι άντρες να κάθονται ή να ξαπλώνονται, για ν' αναπνέουν χαμηλότερα από τον καπνό που υψώνουνταν κατά τη στέγη.
- Ξερά ξύλα δεν έχει σε τούτο δω το λημέρι; ρώτησε βήχοντας ο καπετάν Παντελής.
- Φρόντισε συ να κόψουν τα παιδιά σήμερα και να τ' απλώσουν στον ήλιο να στεγνώσουν, αποκρίθηκε ο αρχηγός από την είσοδο της καλύβας, όπου χαίρουνταν την οκτωβριάτικη λιακάδα.
Ένας λύκος ούρλιασε μακριά και ύστερα, δεύτερη φορά, πιο κοντά. Και σώπασε!... Κανένας δεν τον πρόσεξε· καθένας καταγίνουνταν με τη δουλειά του. Μόνος ο Αποστόλης, σα λαγωνικό, είχε ορτσώσει τ' αυτιά του στο πρώτο ούρλιασμα. Και πάλι ατάραχος, γύρισε στο μπρίκι του όπου έβραζε ο καφές. Ήταν ψηλά πια ο ήλιος, όταν μπήκε στην πλάβα με δύο νεοδίδακτους πλαβοδόρους, που ήθελαν να γυμναστούν στα πλατσιά πηγαίνοντας τον στη σκάλα του Τσέκρι.
- Στο καλό! Να μας ξανάρθεις! του είχε πει ο αρχηγός. Θέλησε να του δώσει ένα δώρο, «για τον κόπο του», λέγει. Με αγανάκτηση, κατακόκκινος, το αρνήθηκε ο Αποστόλης. Χρήματα, αυτός; Για να οδηγήσει σώμα ελληνικό;
Τότε έβγαλε και του έδωσε ένα ασημένιο σταυρουδάκι, ο καπετάν Νικηφόρος.
- Έτσι, για να με θυμάσαι... του είπε.
Και αυτό το δέχτηκε ο Αποστόλης. Αυτό ήταν ενθύμιο. Αυτό του έκανε χαρά όσο τίποτα. Όχι όμως χρήματα!... Στα ήσυχα νερά, χωρίς κρότο, κατασκοπεύοντας κάθε βάτο ή πυκνοκαλαμιά, μην κρύβει κανέναν εχθρό, πήγαιναν οι δυο άντρες και το αγόρι κατά την ακρολιμνιά. Τα κιτρινισμένα του φθινοπώρου φυλλώματα δεν είχαν πέσει ακόμα από τα δέντρα, τους βάτους και τα καλάμια, κι εδώ κι εκεί, λίγο παντού, πρασίνιζε, χλωρή ακόμα, η πυκνή φυτεία. Κάπου κάπου αντάλλαζαν οι άντρες μεταξύ τους καμιά χαμηλόφωνη παρατήρηση.
- Είμαστε καινούριοι εδώ· δεν ξέρομε τα κατατόπια, πασπατεύομε ακόμα, έλεγαν.
- Τούτο το μέρος του Βάλτου δεν έχει Βουλγάρους, αποκρίθηκε ο Αποστόλης...
- Μήπως ξέρεις ποτέ με δαύτους... μουρμούρισε ο πρώτος.
- Δεν ξέρεις βέβαια ποτέ, είπε ο Αποστόλης. Μα η φωλιά τους είναι πίσω μας, στη δυτική μεριά, όπου έχει δάση που τους κρύβουν. Στ' ανοιχτά, πολύ πολύ αυτοί δε βγαίνουν. Δε μετριούνται με μας. Στα σκοτεινά δουλεύουν, και στα σίγουρα.
Είχαν φθάσει στη νερόσκαλα, κι εκεί χωρίστηκαν. Ο Αποστόλης πήδηξε στο χώμα. Οι άντρες γύρισαν πίσω και ο Αποστόλης τράβηξε δεξιά, κατά τον κάμπο. Παντού μοναξιά. Άνθρωπος δε φαίνουνταν. Αργά πήγαινε ο Αποστόλης, ώσπου απομακρύνθηκε και χάθηκε η πλάβα πίσω από τα καλάμια. Τότε στάθηκε κείνος κι έβγαλε ένα σιγανό ούρλιασμα τσακαλιού. Και κάθισε μπρος σ' ένα βάτο από αγκαθωτά παλιούρια και περίμενε. Έξαφνα, στα πόδια του σχεδόν μπροστά, σηκώθηκε ένα παιδί, και μ' έναν πήδο βρέθηκε πλάγι του κι έπεσε ανακούρκουδα, μαδώντας με την κάπα του μερικά φύλλα της παλιουρίας πίσω του.
- Δεν ήξερα αν μ' άκουσες - άργησες να 'ρθεις!... είπε βουλγάρικα.
Ο Αποστόλης δεν είχε ξαφνιαστεί. Ατάραχα αποκρίθηκε:
- Έπρεπε να ξεκινήσει η πλάβα να με φέρει. Και δεν είναι στη διάθεση μου, Γιωβάν.
Ο Γιωβάν τον κοίταζε - τα μαύρα του μάτια ορθάνοιχτα - και δεν τολμούσε να βγάλει μιλιά. Ο μεγάλος είδε το θαυμασμό που ανακατώνουνταν στο βλέμμα του μικρού, με κάτι σαν φόβο ή σεβασμό. Γέλασε και ρώτησε:
- Έμαθες τίποτα;
Το είχε ρωτήσει χωρίς να περιμένει πολύ πολύ απάντηση. Και ξιπάστηκε σαν του είπε ο μικρός:
- Ναι, έμαθα!
- Για τον Αποστόλ Πέτκωφ; έκανε ταραγμένος ο Αποστόλης.
- Ναι! Κρύβεται στο Ζερβοχώρι. Δεν ήταν στο Ράμελ! Ξαφνιάστηκε πάλι ο Αποστόλης:
- Τι ξέρεις εσύ για το Ράμελ; ρώτησε.
- Δε σκότωσαν εκεί έναν Πατριαρχικό με όλα του τα παιδιά; Και δε βρέθηκε πάλι απάνω του ένα γράμμα του Αποστόλ Πέτκωφ; αντιρώτησε ο Γιωβάν. Ε, το γράμμα ήταν του βοεβόδα Αποστόλ, μα ο βοεβόδας κρύβεται και ξεκουράζεται στο Ζερβοχώρι.
- Και πώς βρέθηκε το γράμμα καρφιτσωμένο στο νεκρό; Ο Γιωβάν σήκωσε τον ένα ώμο του, με τη συνηθισμένη του κίνηση.
- Μοιράζει πολλά τέτοια γράμματα στους κομιτατζήδες του, αποκρίθηκε, και αυτοί τ' αφήνουν με τους σκοτωμένους, έτσι που να φαίνεται παντού ο Αποστόλ και να τρομάζουν οι Πατριαρχικοί.
Τώρα ο Αποστόλης κοίταζε τον Γιωβάν με κάτι σα φόβο και θαυμασμό.
- Πού τα 'μαθες εσύ όλα αυτά, βρε κουτάβι; ρώτησε.
Ο Γιωβάν κοκκίνισε από τη συγκίνηση και τη χαρά που του 'δωσαν τα λόγια του μεγάλου. Τον λοξοκοίταξε δειλά και είπε σιγά:
- Μου είπες να μάθω πού βρίσκεται ο Αποστόλ Πέτκωφ. Το έμαθα. Και ήλθα να σου το πω.
- Μα πώς το έμαθες;
Ο Γιωβάν αγκάλιασε τα γόνατα του με τα δυο του χέρια, και συλλογισμένος κοίταζε τον κάμπο μπροστά του.
- Πώς τα 'μαθες όλα αυτά; ξαναρώτησε ο Αποστόλης.
- Στο Ζερβοχώρι τα 'μαθα. Μ' έστειλε ο Άγγελ Πέιο, αποκρίθηκε ο μικρός.
- Ο θείος σου; Τι σ' έστειλε να κάνεις;
- Του είπα ψέματα, σαν άρχισε να με δέρνει επειδή δεν πήγα δυο μέρες σπίτι. Του είπα πως γύρευα στο Βάλτο κάποιον καπετάν Γιάννη, Πατριαρχικό, που κρύβουνταν μ' ένα σώμα αντάρτες.
- Ποιον καπετάν Γιάννη, μπρε Ιούδα;
Ο Γιωβάν τον κοίταζε με μεγάλα μάτια γεμάτα απορία.
- Είπα πως το 'λεγαν ψαράδες από τα Κουφάλια, που είναι όλοι κομιτατζήδες... Το πίστεψε ο Άγγελ Πέιο, μου 'πε να τον βρω. «Χωρίς πλάβα», του είπα, «πώς να τον βρω;». Και μ' έστειλε στο Ζερβοχώρι.
- Στον Αποστόλ Πέτκωφ;
- Όχι! Σε κάποιον Τόμαν Παζαρέντζε. Είχα ένα γράμμα...
- Και τι έλεγε το γράμμα;
- Ήταν σφραγισμένο.
Ο Αποστόλης του έδωσε μια σπρωξιά.
- Είσαι βλάκας! Σε τέτοιες ώρες τ' ανοίγει κανείς τα γράμματα!
- Και ύστερα; έκανε σοβαρά ο μικρός.
- Να μου το 'φερνες!
- Και τι θα το 'κανες εσύ;
- Τι θα το 'κανα;... Πες πως φοβήθηκες το ξύλο!
Ο Γιωβάν τον κοίταζε όλο και με περισσότερη απορία.
- Δε μου είπες να μάθω πού είναι ο Αποστόλ; ρώτησε.
- Ισως να το 'γραφε στο γράμμα, κουτούλιακα!
Ο Γιωβάν αγκάλιασε πιο σφιχτά τα γόνατα του.
- Εγώ είπα ν' ακούσω και να μάθω, και να πάρω πλάβα να βρω τον Αποστόλ στον Βάλτο. Ο Άγγελ Πέιο με ρώτησε: «Αν σου δώσω πλάβα, θα τον βρεις τον Πατριαρχικό;». Είπα ναι. Κι έγραψε του Τόμαν Παζαρέντζε να μου δώσουν πλάβα.
- Και σου 'δωσαν;
- Στου Τόμαν ήταν πολλοί μαζεμένοι. Ήταν όλοι άγριοι, με γένια. Ήταν κι ένας ξυρισμένος, που φορούσε χρυσό δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο. Διάβασε ο Τόμαν το γράμμα και το έδωσε στον ξυρισμένο με το δαχτυλίδι. Μιλούσαν σιγά. Εγώ τους κοίταζα κρυφά, και με κοίταζε ο ξυρισμένος. Ήλθε κοντά μου, έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και είπε: «Δεν άκουσες καλά τ' όνομα του Πατριαρχικού. Δεν τον λεν καπετάν Γιάννη. Τον λεν καπετάν Άγρα».
Ο Αποστόλης τινάχτηκε.
- Τι; αναφώνησε.
- ...Και μου είπε: «Αν σου δώσω πλάβα, τον βρίσκεις στον Βάλτο;». «Τον βρίσκω», του λέγω. Και είπε να μου δώσουν ρούχα και τσαρούχια.
Ο Αποστόλης αγρίεψε.
- Βρε γουρουνομύτη, για ποιον δουλεύεις; ρώτησε. Για το θειό σου ή για μένα;
Θλιμμένα είπε ο μικρός:
- Για σένα. Μα γιατί με λες γουρουνομύτη;
- Γιατί είσαι Βούλγαρος· και όλοι οι Βούλγαροι είναι χοντρομυτάδες, γουρουνομύτες!
Κοίταξε τον Γιωβάν, κι εμπρός στη θλιμμένη του όψη γλύκανε.
- Η δική σου μύτη είναι ίσια και λιγνή, είπε χαδιάρικα· δε σε βρίζω - έννοια σου. Μα ποιος ήταν ο ξυρισμένος με το δαχτυλίδι;
- Ήταν ο Αποστόλ Πέτκωφ.
- Τι λες; Τον είδες λοιπόν; Πώς το ξέρεις πως ήταν αυτός;
- Τον έλεγαν όλοι βοεβόδα. Και όταν με πήραν σε άλλον οντά, μια γυναίκα μού έφερε ρούχα και μ' έντυσε. Ήταν η γυναίκα του Παζαρέντζε. Έκανα πως ξέρω τον ξυρισμένο, πως είναι ο βοεβόδας Αποστόλ, και μου το βεβαίωσε κι εκείνη, πως αυτός ήταν.
- Τα ρούχα σου είναι δικά του; ρώτησε ο Αποστόλης.
- Εκείνος είπε να μου τα δώσουν. Διστακτικά είπε ο Αποστόλης:
- Δεν έπρεπε να τα πάρεις, αν δε δουλεύεις γι' αυτόν. Ευθύς πετάχθηκε πάνω ο Γιωβάν και άρχισε να γδύνεται. Τον σταμάτησε ο Αποστόλης.
- Άφησε, του είπε· δεν έχω ακόμα άλλα να σου δώσω. Μα θα βρω, και θα τα στείλεις τούτα πίσω. Κάθισε δω, πρόσθεσε τραβώντας τον πάλι σιμά του. Και πες μου παρακάτω. Σου έδωσαν πλάβα;
- Μου έδωσαν.
- Και τι την έκανες;
- Την έφερα.
- Την έχεις εδώ;
- Ναι! Μες στα καλάμια... στους Αποστόλους... στη σκάλα κοντά.
Ο Αποστόλης συλλογίζουνταν...
- Άκου, είπε σε λίγο. Φιλάς σταυρό να μη μιλήσεις;
Έβγαλε από τον κόρφο του το ασημένιο σταυρουδάκι του καπετάν Νικηφόρου, που κρέμουνταν στο λαιμό του μ' ένα σπάγκο, και του το έτεινε. Ο Γιωβάν σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και το φίλησε.
- Άκου δω λοιπόν, είπε ο Αποστόλης. Θα 'ρθεις μαζί μου και θα βρούμε τον καπετάν Άγρα!
- Θα σε πάγω εγώ, διέκοψε ήσυχα ο Γιωβάν.
- Τι! Ξέρεις πού είναι;
- Ξέρω!
- Μπορείς να με πας;
- Μπορώ!
Ο Αποστόλης έτρεμε όλος από συγκίνηση.
- Μη μου πεις πως τον είδες;
- Τον είδα! Από κει έρχομαι! Από την καλύβα του! Ο Αποστόλης ανάσαινε βαριά.
- Πώς τον βρήκες; ρώτησε συγκρατώντας τη συγκίνηση του, που του έκοβε την αναπνοή.
Ο Γιωβάν στάθηκε μια στιγμή, να συγκεντρώσει τις ενθυμήσεις του με τη σειρά.
- Πώς τον βρήκες; επανέλαβε φωναχτά ο Αποστόλης. Φοβισμένα τον κοίταζε ο μικρός.
- Δεν... έπρεπε;... ρώτησε τρεμουλιαστά. Ο Αποστόλης κατέβασε τη γροθιά του, έτοιμη να χτυπήσει, κι έχωσε τα χέρια του κάτω από τα διπλωμένα του γόνατα.
- Πες μου, είπε πιο σιγά. Φίλησες σταυρό. Δεν πρέπει να μου πεις ψέματα.
- Δε θέλω να σου πω ψέματα, Αποστόλη. Γιατί είσαι θυμωμένος;
Σιγά, καθησυχαστικά, βαστώντας νεύρα και υποψίες, είπε ο Αποστόλης:
- Δεν είμαι θυμωμένος· μα δε σε ξέρω καλά. Και είσαι Βούλγαρος... Μην είπες του Αποστόλ πως τον είδες τον Άγρα;
Πάλι βούρκωσαν τα μάτια του μικρού και δυο δάκρυα ξεχείλισαν, χύθηκαν στα λιγνά του μάγουλα.
- Πώς θα του το 'λεγα, που ήλθα ίσια εδώ! μουρμούρισε.
Ο Αποστόλης συγκινήθηκε. Έριξε το χέρι του γύρω στο λαιμό του παιδιού και του είπε χαδιάρικα:
- Μην κλαις· άιντε σε πιστεύω! Πες μου, γιατί πήγες να βρεις τον καπετάν Άγρα; Και πώς τον βρήκες;
- Μου είπε ο βοεβόδας πού να πάγω να τον βρω.
- Το ξέρει αυτός; Πώς το ξέρει;
- Γίνηκαν μάχες, όχι μεγάλες, μα οι κομιτατζήδικες πλάβες δεν περνούν πια από τις μάννες που παν στο χωριό της Αγιας - Μαρίνας όπου έχουν αποθήκες.
- Ποιος σου το 'πε;
- Κουβέντιασα με τη γυναίκα του Τόμαν Παζαρέντζε, που μου 'φερε τα ρούχα. Εκείνη μου τα είπε όλα.
- Τι κουτή! Έτσι, τέτοιες κουβέντες κάνουν με κουτάβια σαν και σένα;
- Έκανα το Βούλγαρο. Είπα ψέματα. Είπα πως είμαι έμπιστο παιδί του Άγγελ Πέιο, που τον ξέρανε άγριο κομιτατζή. Πως είμαι ανίψι του...
- Ε,... και είσαι! Δεν είσαι; διέκοψε ο Αποστόλης.
Ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε. Καημός χύθηκε σε όλο του το χλωμό μουτράκι και τα χείλια του τρεμούλιασαν, έτοιμα να ξεσπάσουν στ' αναφιλητά. Τον ξεκούνησε γελαστά ο Αποστόλης και τον τράβηξε πιο κοντά του.
- Έλα, μην κάνεις έτσι· δε σε πειράζω πια,... του είπε. Το ξέρεις πως είναι κακός, κακούργος ο θειος σου, και πως δεν πρέπει να τον ακούς. Έλα, σε ξέρω δικό μου πιστό. Πες μου: πού σου είπε ο Αποστόλ πως βρίσκεται ο καπετάν Αγρας;
- Δεν ήξερε. Μου είπε κατά την Αγια - Μαρίνα πως έπεσε τουφέκι. Μα εγώ πήγα μες στα καλάμια κι έψαξα και βρήκα.
- Και τον είδες;
- Τον είδα!
- Του είπες πως ξέρει ο Αποστόλ το λημέρι του.
- Όχι! Ήθελα πρώτα εσένα να τα πω!
- Πώς είναι ο καπετάν Αγρας;... Μεγάλος; Μαύρος; Άγριος;
- Όχι! Όλο γελά! Δεν κατάλαβα καλά τι μου 'λεγε, γιατί μιλούσε γρήγορα...
- Βουλγάρικα;
- Όχι, ελληνικά!
- Και καταλαβαίνεις εσύ ελληνικά; Ντροπαλά είπε ο Γιωβάν:
- Δεν τα θυμούμαι καλά...
Ο Αποστόλης έσκυψε και τον κοίταξε στο πρόσωπο.
- Τα μιλούσες δηλαδή;
- Δεν ξέρω... Μα καταλαβαίνω σαν μου μιλούν σιγά.
- Και κατάλαβες τι σου είπε ο καπετάν Αγρας;
- Κατάλαβα πως είπε...
Κι επανέλαβε ο μικρός ελληνικά: «Αυτό το παιδί είναι άρρωστο».
Η προφορά του ήταν ξενική, μα το δ το πρόφερε μαλακά, όχι με το σλαβικό ντ.
- Και τι είπες εσύ;
- Είπα: «Όχι άρρωστο». Κι εκείνος γέλασε πάλι και μου τράβηξε τα μαλλιά. Και είπε κάτι σ' ένα χωρικό, που έκοβε καλάμια με το δρεπάνι για ν' ανοίξει δρόμο στα νερά, και με ρώτησε βουλγάρικα ο χωρικός από πού είμαι. Εγώ δεν ήθελα να πω. Και τότε είπε πάλι κάτι πολύ γρήγορα ο καπετάν Άγρας, κι εγώ δεν κατάλαβα. Κι επέμεινε να μου τα εξηγήσει ο χωρικός και μου τα εξήγησε αυτός.
- Ναι;... Και τι σου είπε;... έκανε ανυπόμονα ο Αποστόλης.
- Μου είπε να πάγω να πω στους κομιτατζήδες που κρύβονται στα δάση τους, πως αυτός, ο καπετάν Άγρας, βρίσκεται στις Κάτω Καλύβες, και τους προκαλεί να έλθουν να μετρηθούν μαζί του.
- Σου τα είπε αυτά; Να παλικάρι μια φορά! αναφώνησε ο Αποστόλης.
Και ρώτησε μαγεμένος:
- Κι εσύ τι είπες;
- Δεν είπα τίποτα. Και αγρίεψε ο καπετάν Άγρας και είπε: «Ακούς; Να τους το πεις!» Κι εγώ είπα ελληνικά: «Δεν το λέω!» Κι εκείνος πάλι γέλασε. Και πήρε μια γαβάθα, κι έβαλε μονάχος μέσα ψητό κρέας, και μου το 'δωσε, και είπε: «Φάγε. Πεινάς».
- Κι έφαγες;
- Ναι! Δεν ήθελα να φύγω. Ήταν ωραία κοντά του. Όλο γελούσε και χωράτευε με τους άντρες του. Και σαν ήταν κουρασμένος κανένας χωρικός που έκοβε καλάμια, πηδούσε αυτός στο νερό, του έπαιρνε το δρεπάνι, κι έκοβε αγκαλιές ολόκληρες. Και είπα να 'ρθω να σου τα πω. Και ήλθα.
Ο Αποστόλης κοίταξε συλλογισμένος τη Λίμνη, που απλώνουνταν ήρεμη μπροστά τους. Μεμιάς πήδηξε στα πόδια του.
- Πάμε! είπε αποφασιστικά. Ο Γιωβάν σηκώθηκε ευθύς.
- Στου καπετάν...
- Σουτ!... ψιθύρισε ο άλλος.
Και οι δυο μαζί πήραν βιαστικά το δρόμο τους, ακολουθώντας την ακρολιμνιά, όπου δυο ψαράδες τους διασταύρωσαν. Περνώντας τούς καλημέρισαν.
- Για πού, παιδιά; ρώτησαν οι χωρικοί στη μακεδονίτικη διάλεκτο.
- Για τον Ζορμπά, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Πάμε σχολειό.
- Σαν αργά δεν είναι; Θα 'χει αρχίσει.
- Γι' αυτό τρέχομε, είπε ο Αποστόλης.
Μα σαν έφθασαν στην καμπύλη της λίμνης, αντί να τραβήξουν αριστερά, για να βρουν το δρόμο που περνά από το χωριό, έστριψαν δεξιά, κατά τους Αποστόλους. Δεν ήταν κανένας στη σκάλα σαν έφθασαν. Λίγο παράπλευρα, μες στα καλάμια, περίμενε η πλάβα του Γιωβάν. Τα δυο αγόρια μπήκαν μέσα, και κάνοντας κοντάρι το πλατσί, βγήκαν από τα καλάμια, βρήκαν μια νερομάνα και τράβηξαν νοτιοδυτικά. Ο Γιωβάν οδηγούσε. Παρατήρησε ο Αποστόλης πως διεύθυνε την πλάβα προς τη νότια ακρολιμνιά.
- Γιατί δεν τραβάς πιο στη μέση; τον ρώτησε. Είναι πιο βαθιά τα νερά, και κόβομε δρόμο για να φθάσομε στις Κάτω Καλύβες.
- Έχει πατώματα μες στους καλαμιώνες· δεν ξέρω τίνος είναι, αποκρίθηκε ο Γιωβάν.
Ο Αποστόλης άφησε το πλατσί του και ανασηκώθηκε να δει.
- Πού; ρώτησε.
- Είναι χαμηλές οι καλύβες τους, δε φαίνονται, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο μικρός. Μα ξέρω ένα καινούριο μονοπάτι, που περνά πλάγι στην Τούμπα. Δε θα μας δουν ούτε οι Πατριαρχικοί, ούτε οι Βούλγαροι - αν τις βαστούν αυτοί.
Τραβούσε κουπί ο Αποστόλης με όλη του τη δύναμη, και με το πίσω πλατσί, κάνοντας το τιμόνι, οδηγούσε ο Γιωβάν ανάμεσα από τα ψηλά καλάμια. Μα ήταν και τα δυο παιδιά, ο ήλιος ψηλά, η απόσταση μεγάλη... Κατάκοπος, βουτημένος στον ιδρώτα, σήκωσε ο Αποστόλης το κουπί του έξω από το νερό.
- Λέω να σταθούμε να μασήσομε κάτι, είπε.
Δεν καταδέχουνταν να ομολογήσει πως κουράστηκε. Μα έριξε μια ματιά κατά την πλώρη της πλάβας, και ύστερα πίσω, και πάλι κατά τον ουρανό...
- Είμαστε ακόμα μακριά; ρώτησε.
- Ναι, αποκρίθηκε ο Γιωβάν. Δεν κάναμε ακόμα ούτε το μισό δρόμο.
- Πού είναι η πρώτη Τούμπα;
- Αριστερά μας.
- Την περάσαμε;
- Όχι ακόμα!
Ο Αποστόλης έβγαλε ένα χεροΰφαντο μαντίλι, όπου ένα πλατύ Α ήταν κεντημένο με κόκκινη κλωστή στη μια γωνιά, και σκούπισε το ιδρωμένο πρόσωπο του.
- Λέω να φάμε, είπε πάλι.
Ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε. Καθισμένος στην πρύμη, με το βρεμένο πλατσί στα γόνατα, κοίταζε τον Αποστόλη.
- Γιατί δε μιλάς; Δεν πεινάς εσύ; ρώτησε πάλι ο μεγάλος.
- Όχι, μουρμούρισε ο μικρός.
Ο Αποστόλης έσκυψε και τον κοίταξε πάλι στο πρόσωπο.
- Εγώ θα 'λεγα πως πεινάς πάντα, είπε. Είσαι πετσί και κόκαλο.
Πάλι δεν αποκρίθηκε ο Γιωβάν. Ο Αποστόλης κατάλαβε.
- Δεν έχεις τι να φας; του είπε. Αυτό είναι;
Ο μικρός τον κοίταζε με θλιμμένα μάτια πεινασμένου σκύλου.
- Έννοια σου, του είπε προστατευτικά ο Αποστόλης· θα μοιράσομε ό,τι έχω εγώ.
Δεν είχε μεγάλα πράματα. Μισό ψωμί, λίγα δράμια πρόβιο τυρί κι ένα δεματάκι σταφίδες στη μακρόστενη σακούλα του· το προσφάγι που του είχαν δώσει στην καλύβα Τσέκρι πριν τον αφήσουν να φύγει. Τα μοίρασε, προσέχοντας να είναι ίσες οι μερίδες, κι έδωσε τη μια του Γιωβάν. Έτρωγε λαίμαργα, πεινασμένος, ο μικρός, και τον έβλεπε ο Αποστόλης με οίκτο.
- Γιατί δε σε τρέφουν καλά οι δικοί σου; ρώτησε.
Ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε.
- Γιατί μένεις στου θειου σου και όχι στους γονείς σου; ξαναρώτησε ο Αποστόλης.
Ήσυχα αποκρίθηκε ο Γιωβάν:
- Δεν έχω γονείς.
- Τι; δεν έχεις μητέρα;
- Όχι!
- Και σε πήρε σπίτι του ο θειος σου; Γιατί λοιπόν σου δίνει τόσο λίγο φαγί, αφού σε πήρε σπίτι του;
- Λέει πως δε δουλεύω αρκετά!
- Μα δε βόσκεις τα πρόβατα του;
- Τα βόσκω. Μα λέει πως αυτό δεν είναι δουλειά και πως δεν είμαι άξιος για τίποτα άλλο.
Ο Αποστόλης άναψε:
- Και θα γίνεις άξιος για βαριές δουλειές, αν σ' αφήνει χωρίς φαγί; αναφώνησε.
Ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε. Και τα δυο αγόρια έφαγαν σιωπηλά το ψωμοτύρι τους. Πρώτος τελείωσε ο Γιωβάν. Με τα χέρια απλωμένα στο κουπί του, που είχε μείνει στα γόνατα του, θαύμαζε τον Αποστόλη που έτρωγε αργά και χαίρουνταν κάθε βούκα. Δειλά είπε τ' όνομα του:
- Αποστόλη...
- Ναι;
- Αποστόλη... εσύ έχεις μητέρα; Σοβαρά αποκρίθηκε ο μεγάλος:
- Όχι. Δεν έχω ούτε μητέρα ούτε πατέρα. Είμαι μονάχος.
- Ούτε θειό δεν έχεις;
- Όχι! Είμαι βρεσιμιό.
- Τι θα πει;
- Να, με βρήκαν!
- Ποιος σε βρήκε;... Πού;
- Αμ θυμούμαι νομίζεις; έκανε ο Αποστόλης, και γέλασε... Ήμουν μωρό. Τα μωρά δε θυμούνται. Και πάλι σώπασαν τ' αγόρια. Και πάλι ντροπαλά ρώτησε ο Γιωβάν:
- Αν δεν έχεις μάνα, ποιος σου κέντησε αυτό το ωραίο γράμμα;
Και με το δάχτυλο έδειξε το χοντροϋφασμένο μαντίλι, απλωμένο στα γόνατα του άλλου, με το κόκκινο Α κεντημένο σε μια γωνιά.
- Αυτό;... Το πήρε και το κοίταξε, ίσως πρώτη φορά με προσοχή ο Αποστόλης...
- ...Αυτό μου το κέντησε και μου το χάρισε η κυρία Ηλέκτρα... αποκρίθηκε.
- Ποια είναι;
- Η δασκάλα του σχολειού, στο Ζορμπά.
- Είναι καλή;
- Πολύ καλή. Εκείνη μου έμαθε να διαβάζω.
Είχε τελειώσει το ψωμοτύρι του κι έχωσε τις σταφίδες πίσω στο μακρόστενο σακούλι, στον κόρφο του. Κοίταξε πάλι κατά τον ήλιο, που έλαμπε κατακόρυφα, και είπε:
- Άιντε, Γιωβάν, κουράγιο τώρα! Πού θα μας βγάλει τούτο το καινούριο μονοπάτι;
- Σε μια μάνα, πέρα από τις καινούριες καλύβες.
- Πέρα από το Νησί;
- Βέβαια· πέρα και από τη δεύτερη Τούμπα.
- Μα ποιος το άνοιξε τούτο το στενό μονοπάτι που κόβει τόσο δρόμο;
Ο Γιωβάν δεν ήξερε. Και τα δυο αγόρια κωπηλάτησαν κάμποση ώρα σιωπηλά. Πάλι έκοψε τη σιωπή ο Γιωβάν:
- Αποστόλη...
- Λέγε!
- Αφού είσαι βρεσιμιό, πού έβρισκες φαγί;
- Αμ ξέρω 'γω καημένε; Πότε δω, πότε κει... Οι ψαράδες, στη θάλασσα, είναι όλοι καλοί άνθρωποι... Όσο θυμούμαι, μου δίνανε πάντα από το φαγί τους. Έπειτα, δούλευα κιόλα.
- Τι δούλευες;
- Να, σαν ψάρευαν με βόλτες, τους έβαζα δόλωμα στ' αγκίστρια, τους βοηθούσα να τραβούν την τράτα, ξεδιάλεγα τα ψάρια σαν έβγαζαν τα δίχτυα... Πάντα βρίσκεις δουλειά, σα θέλεις.
Τον έβλεπε ο Γιωβάν, με μάτια συλλογή γεμάτα.
- Και τα τσαρούχια σου... και την κάπα σου... σου τα 'δωσαν οι ψαράδες; ρώτησε.
Ο Αποστόλης ξαφνίστηκε.
- Ποια; Τούτα που φορώ; Όχι δα, καημένε! Τούτα τ' αγόρασα.
- Με γρόσια; ρώτησε ο Γιωβάν.
- Βέβαια με γρόσια! Αμ με τι; Με βότσαλα;... Εγώ δουλεύω! Είναι χρόνια που δουλεύω!
Ο Γιωβάν δεν τόλμησε να ρωτήσει άλλο. Και σιωπηλά κυλούσε η πλάβα στ' ακίνητα νερά του μονοπατιού, ανάμεσα από τους ψηλούς τοίχους των καλαμιών, που τους έκλειαν τη Λίμνη δεξιά και αριστερά. Συλλογίζουνταν όμως και ο Αποστόλης. Και ρώτησε, αυτός πρώτος, κόβοντας τη σιωπή:
- Μήπως θα ήθελες να δουλέψεις μαζί μου και συ Γιωβάν; Τα μεγάλα μάτια του Γιωβάν πλημμύρισαν χαρούμενα δάκρυα, τα χείλια του έτρεμαν, η ανάσα του κόπηκε.
- Θα μπορούσα;... μουρμούρισε τρέμοντας όλος.
- Και βέβαια θα μπορούσες. Είσαι ξυπνός... και δεν είσαι τεμπέλης... Κόβει το κεφάλι σου!... Μα θα πρέπει να φύγεις από του θειου σου.
Η μιλιά του Γιωβάν είχε κοπεί από τη συγκίνηση.
- Και πρέπει να μάθεις ελληνικά... Πρέπει να μην είσαι πια Βούλγαρος, πρόσθεσε ο Αποστόλης.
Ο Γιωβάν έβγαλε έναν αναστεναγμό, που φούσκωσε το στενό του στήθος. Ο Αποστόλης το παρεξήγησε.
- Δε δουλεύω με Βούλγαρο εγώ, είπε απότομα. Σιγά, χαμηλόφωνα, μουρμούρισε ο μικρός:
- Ούτ' εγώ...
- Μπα; Λοιπόν δέχεσαι;
Τα βασταγμένα δάκρυα του Γιωβάν ξέσπασαν, ξεχείλισαν, πλημμύρισαν.
- Αχ, πάρε με! Πάρε με μαζί σου για πάντα, Αποστόλη!... μουρμούρισε μες στ' αναφιλητά του.
Συγκινήθηκε και ο Αποστόλης. Προστατευτικά άπλωσε το χέρι του, και χάιδεψε το σκυμμένο κεφάλι του μικρού.
- Έννοια σου, του είπε. Αν έρθεις μαζί μου, δε θα σου λείψει ούτε ψωμί ούτε κάπα ούτε τσαρούχια. Και θα στείλεις πίσω του Αποστόλ Πέτκωφ αυτά που φορείς. Βρωμούν βουλγαρίλα!
- Θα κάνω ό,τι μου πεις, αποκρίθηκε ευάγωγα ο Γιωβάν.
- Τούτη η δουλειά... που κάνομε σήμερα... και που έκανες χθες, δεν πληρώνεται - να το ξέρεις! Αυτή τη δουλειά την κάνομε για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Μα κάνω και άλλες δουλειές - όλες τις δουλειές!... Και είμαι μαραγκός. Θα σε πάρω παραγιό.
Μαγεμένος ρώτησε ο μικρός:
- Κι έχεις σφυρί;
- Και σφυρί, και πριόνι, και ροκάνι, και κατσαβίδι, και καρφιά!
- Και πού τα έχεις; θαύμασε ο Γιωβάν.
- Μου τα φυλάγει, σαν έχω άλλη δουλειά, η κυρία Ηλέκτρα.
- Η δασκάλα;
- Ναι. Εγώ διορθώνω όλα τα θρανία του σχολειού της.
Τραβούσαν, τραβούσαν κουπί τα δυο αγόρια και κάποτε στέκουνταν λίγα λεπτά να ξεκουραστούν, και πάλι ξανάπιαναν τα πλατσιά... Είχαν βγει από το στενό μονοπάτι, σε μια μάνα του νερού, όπου τα νερά κυλούσαν πιο βαθιά, και τραβούσαν, όλο τραβούσαν κουπί τα δυο αγόρια - δυνατά, γερά ο Αποστόλης, μαλακά και πιο κουρασμένα ο Γιωβάν. Ώσπου χαμήλωσε ο ήλιος μπροστά τους, και κρύφθηκε πίσω από τα βουνά, και κατέβηκε το σούρουπο, και σκοτείνιασε λίγο λίγο, και νύχτωσε ολότελα.