Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο Γ
←Β'. Προς το Βάλτο | Στα μυστικά του βάλτου Συγγραφέας: Γ'. Η λίμνη των Γιαννιτσών |
Δ'. Δυο παιδιά→ |
Η λίμνη των Γιαννιτσών ήταν τέλειο κρυσφύγετο για κάθε καταδιωγμένο, αντάρτη, ανυπότακτο, κατατρεγμένο, δραπέτη ή ληστή. Λίμνη μεγάλη, ξεχειλισμένη το χειμώνα σαν κατέβαιναν τα νερά από τα βουνά Βέρμιο, Νίτσε και Πάικο, βάλτος το καλοκαίρι που στέρευαν τα ποτάμια. Σκεπασμένη από πυκνή πράσινη φυτεία το καλοκαίρι, δάσος από ξερά καλάμια το χειμώνα, κλεισμένη πυκνοφυτεμένη, απρόσιτη, σχεδόν απόρθητη. Τούρκικος στρατός ποτέ δεν είχε μπει στη Λίμνη, που ήταν γνωστή ως καταφύγιο ληστών.
Όταν, με την πρόφαση να ελευθερώσουν τους Μακεδόνες από τον τουρκικό ζυγό, οι Βούλγαροι άρχισαν τον κατατρεγμό κάθε ελληνικού στοιχείου, με απόφαση να υπερισχύσουν, να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων, και μ' αιφνιδιασμό να κάνουν βουλγάρικη την ελληνική Μακεδονία, όπως το είχαν επιτύχει λίγα χρόνια πρωτύτερα με την ελληνικότατη Ανατολική Ρωμυλία, οι κομιτατζήδες, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, κρύφθηκαν στη Λίμνη. Εκεί κατέλαβαν ψαράδικες καλύβες, χτισμένες από καλάμια και στημένες μες τα νερά, έβγαιναν τη νύχτα, κρύβουνταν μέσα τη μέρα και τρομοκρατούσαν με τα εγκλήματα τους τα ελληνικά χωριά της περιφέρειας και τους πληθυσμούς που έμεναν πιστοί στο Πατριαρχείο και στον Ελληνισμό. Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμούνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων.
Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά κι ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες. Όπως και στα βυζαντινά χρόνια, οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες Έλληνα από Βούλγαρο - τις δυο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν τη μακεδονική μονάχα. Όταν όμως οι Βούλγαροι κήρυξαν την εκκλησιαστική τους ανεξαρτησία, και ανεγνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη αρχηγός της βουλγάρικης εκκλησίας ο Έξαρχος αντί του Πατριάρχη, και όταν η Σύνοδος του 1872 κήρυξε σχισματικούς τους Βουλγάρους, χωρίστηκε η Μακεδονία σε Πατριαρχικούς Έλληνες κι Εξαρχικούς Βουλγάρους, χωρίστηκαν και οι συντοπίτες, οι συγχωρίτες ακόμα και οι οικογένειες. Οι Βούλγαροι, πιο άγριοι και απολίτιστοι, οργάνωσαν κι έστειλαν συμμορίες με στρατιωτικούς αρχηγούς από τη Βουλγαρία. Και με την πρόφαση να ελευθερώσουν τη Μακεδονία από τους Τούρκους, τρομοκρατούσαν κάθε μη Εξαρχικό, έσφαζαν, βασάνιζαν, έκαιαν, κατέστρεφαν, και η τρομοκρατία αυτή επιβάλλουνταν στα χωριά, που από τη μια μέρα στην άλλη γύριζαν από Πατριαρχικά και γίνουνταν Εξαρχικά για να γλιτώσουν.
Οι Τούρκοι αδιαφορούσαν για το αλληλοφάγωμα των Χριστιανών, όχι όμως και για το επαναστατικό κήρυγμα των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Φεύγοντας εμπρός στον τούρκικο στρατό, τα συγκροτημένα βουλγάρικα σώματα κατέφευγαν στους απόρθητους καλαμιώνες του Βάλτου. Και η Λίμνη των Γιαννιτσών είχε γίνει φωλιά κομιτατζήδων. Μερικά ελληνικά σώματα είχαν κατορθώσει να μπουν στη Λίμνη και να εγκατασταθούν και αυτά σε σκόρπιες καλύβες. Ήταν όμως ασήμαντα, χωρίς δύναμη. Επίσης, Έλληνες καπεταναίοι είχαν ζητήσει πολλές φορές να προστατεύσουν τα ελληνικά χωριά της περιφέρειας από τις κομιτατζήδικες επιδρομές, μα πάντα χωρίς αποτέλεσμα. Γιατί εκτός από τη δυτική όχθη της Λίμνης, που είχε δάση και που την κατείχαν οι Βούλγαροι, όλη η άλλη περιφέρεια έξω από τη Λίμνη ήταν κάμπος ανοιχτός, ακατάλληλος να κρυφθεί σώμα ανταρτικό.
Με λύσσα αλληλοσπαράζουνταν Έλληνες και Βούλγαροι, ποιος να εκτοπίσει τον άλλο από το τουρκοκρατημένο έδαφος, όπου έπρεπε ν' αλληλοπολεμούνται και συνάμα να φυλάγονται από τον κοινό εχθρό, τον τακτικό στρατό του Τούρκου, που αμείλικτα κατεδίωκε τ' ανταρτικά σώματα, είτε Έλληνες ήταν είτε Βούλγαροι. Όποιος λοιπόν κατείχε τη Λίμνη των Γιαννιτσών, τον απόρθητο αυτόν κρυψώνα, ήταν κύριος της καταστάσεως. Και όποιος ήθελε απέξω ν' αμυνθεί, ήταν καταδικασμένος εκ των προτέρων σ' αποτυχία. Έτσι, λίγον καιρό πρωτύτερα, ένα σώμα ελληνικό, του καπετάν Γιωργάκη, καταστράφηκε ολόκληρο στο Πέτροβο, ελληνικότατο χωριό, βόρεια της Λίμνης, στην κοιλάδα του Αξιού. Ήταν οπλαρχηγός Μακεδονίας, γενναίο παλικάρι, ο καπετάν Γιωργάκης και γνώριζε καλά την περιφέρεια. Μα τον πρόδωσαν χωρικοί Βούλγαροι, και πήγε ο τούρκικος στρατός, τον περικύκλωσε στο Πέτροβο, κατέστρεψε ολόκληρο το σώμα του, τον σκότωσε και αυτόν και τιμώρησε το χωριό που τον είχε φιλοξενήσει, ρίχνοντας όλους τους προεστούς στα μπουντρούμια των τούρκικων φυλακών.
Πριν από τη θεομηνία της βουλγάρικης δράσεως, που ξεχαλίνωσε τα ελληνοβουλγαρικά μίση, η Λίμνη ήταν αρκετά κατοικημένη, όχι μόνιμα, αλλ' από χωρικούς, που από τα περίχωρα έμπαιναν στα νερά της για ψαρική, κυνήγι ή και για να κόψουν καλάμια και ιδίως ραγάζι, ένα χόρτο που φύτρωνε στον Βάλτο και με το οποίο σκέπαζαν τις στέγες των σπιτιών, γέμιζαν τα σαμάρια, έπλεκαν ψάθες για το πάτωμα, καλάθια και άλλα. Επίσης, η Λίμνη έβριθε από βδέλλες, και οι χωρικοί τις πουλούσαν στο εξωτερικό, προπάντων στην Αυστρία, που προμηθεύουνταν μεγάλες ποσότητες από κει. Η βλάστηση της Λίμνης ήταν πλουσιότατη. Θάμνοι διάφοροι φούντωναν κατά τούφες πυκνές. Πλατύφυλλες νυμφαίες απλώνουνταν, φούντωναν άφθονες όπου ήταν ακίνητα τα νερά, μυστηριώδεις και σιωπηλές. Λαπατιές χοντρόφυλλες, παχιές, με μεγάλα απλωτά σκληρά φύλλα, πλάγι σε ραγάζια που ψιθύριζαν στο κάθε αεράκι, δυο μέτρα και περισσότερο πάνω από τα νερά. Και καλάμια! Καλάμια παντού, που πετάγουνταν ως τέσσερα μέτρα ψηλά, τοίχος πράσινος το καλοκαίρι, κίτρινος και ξερός το χειμώνα, σκεπάζοντας με το σφύριγμα και το μουρμούρισμά του κάθε ύποπτο ψίθυρο.
Εδώ κι εκεί δέντρα ατροφικά, ρακίτα όπως τα 'λεγαν οι ψαράδες, βλάστιζαν αραιά και πού. Κάπου κάπου καμιά ιτιά έγερνε το πένθιμο φύλλωμα της. Ακόμα και οξιές, που στο δυτικό μέρος της Λίμνης δάσωναν την ακρολιμνιά, ασφάλιζαν στους κομιτατζήδες που την είχαν καταλάβει άσυλο και βέβαιη ατιμωρησία. Επίσης, από ζωή έβριθε η Λίμνη. Ψάρια και χέλια, βατράχια και νερόφιδα κατά μυριάδες στα νερά της! Νερόκοτες (κουκλικές, όπως τις λένε οι ντόπιοι), αγριόπαπιες, αγριόχηνες και άλλα πουλερικά, αγρίμια, αλεπούδες, κουνάβια, αγριόχοιροι, ακόμα και λύκοι που κατέβαιναν ως εκεί το χειμώνα, γέμιζαν τη Λίμνη ψίθυρα, κακαρίσματα, πιπίσματα, τσιρίγματα, ουρλιάσματα, σουσουρίσματα, μουρμούρες, κρότους γνωστούς και άγνωστους, που πολλαπλασιάζουνταν στα σιωπηλά νερά της, της έδιναν όψη μυστηριώδικη και φαντασμαγορική.
Εδώ κι εκεί, στα βαθιά νερά, στην καθαυτό Λίμνη των Γιαννιτσών, σχηματίζουνταν πλατείες ανοιχτές, χωρίς καλάμια και ραγάζι και τούφες. Εκεί κούρνιαζαν τη νύχτα τα νεροπούλια και ξανάφευγαν κάθε πρωί για τα χωράφια γύρω στη Λίμνη, όπου έβρισκαν τροφή. Εκτός από τα βαθιά αυτά νερά, όπου φυτό δεν ανέβαινε στην επιφάνεια, παντού αλλού βλάστηση και ζωή. Στην πυκνοκαλαμιά αυτή, ο Λουδίας, κυλώντας τα νερά του, άνοιγε δυο δρόμους φυσικούς, πέντε έξι μέτρα φάρδος ο καθένας. Επίσης, σχηματίζουνταν και μερικά φυσικά δρομάκια, από μικρές διακλαδώσεις του Λουδία, που τις λέγανε οι χωρικοί «μάνες του νερού». Οι μάνες αυτές, με το ρεύμα τους, σχημάτιζαν πλωτά περάσματα όπου χώνουνταν η πλάβα. Αλλά δεν ήταν αρκετά ορμητικό το ρεύμα τους ώστε να εμποδίζει τα καλάμια να παρουσιάζονται κάπου κάπου. Παντού αλλού, και για να επικοινωνούν οι ψαράδες μεταξύ τους και με τις ακρολιμνιές, αναγκάζουνταν ν' ανοίγουν «μονοπάτια» ενός περίπου μέτρου, δηλαδή να κόβουν τα καλάμια όσο μπορούσαν βαθύτερα στο νερό, για να περνούν οι πλάβες τους. Μα τέτοια δύναμη είχε η βλάστηση της Λίμνης, που και αυτά τα μονοπάτια, «αν δεν τα εργάζουνταν», όπως έλεγαν οι χωρικοί της, δηλαδή αν δεν εξακολουθούσαν να κόβουν βαθιά μες στο νερό τα καλάμια, σε λίγο έσβηναν και αυτά, σκεπάζουνταν και πάλι με χόρτα, καλάμια και φύλλα, και τα ίχνη τους χάνουνταν.
Τη Λίμνη λοιπόν, με τα ζωντανά της και τη φυτεία της, την εκμεταλλεύονταν οι χωρικοί της περιφέρειας. Από τότε όμως που κατόρθωσαν να μπουν στο Βάλτο τα μικρά ελληνικά σώματα, οι συχνές συγκρούσεις με τους Βουλγάρους, το τουφεκίδι, οι αγριότητες των Βουλγάρων, που σκότωναν όπου υποψιάζουνταν συμπάθεια προς τους Έλληνες, φόβησαν τους χωρικούς, που ένας ένας εγκατέλειψε την καλύβα του και τη Λίμνη. Κι έτσι έμεινε η δασωμένη δυτική της μεριά στους Βουλγάρους, και η ξεγυμνωμένη, η εκτεθειμένη ανατολική, στους Έλληνες.
Οι κομιτατζήδες ωστόσο, από τη Λίμνη όπου ήταν κύριοι ισχυροί, τρομοκρατούσαν ελεύθερα τον τόπο. Στην περιφέρεια των Γιαννιτσών ήταν και φανατικά ελληνικά χωριά, και βουλγάρικα φανατικά· επίσης και ανακατωμένα. Αλλά κανένας δεν είχε τη δύναμη να εμποδίσει τα βουλγάρικα εγκλήματα, που πολλαπλασιάζουνταν ολοένα. Τότε αποφάσισε το «Κέντρον» του Μακεδονικού Αγώνος, που έδρευε μυστικά στας Αθήνας, να ενεργήσει και να στείλει δυνατά σώματα να καταλάβουν τη Λίμνη. Είχε μπει στη Λίμνη, λίγες μέρες νωρίτερα ο καπετάν Άγρας, νεότατος ανθυπολοχαγός, μόλις βγαλμένος από τη Σχολή των Ευελπίδων. Διαμέρισμα του ήταν η Νάουσα. Μα μόλις πήγε κει και είδε από κοντά την κατάσταση, κατάλαβε πως καμιά δουλειά αποτελεσματική δεν μπορούσε να γίνει αν δεν ξετόπιζε πρώτα τους Βουλγάρους από τη φωλιά τους. Και δε δίστασε ν' αφήσει την ευκολότερη αποστολή του, και να χωθεί με το σώμα του από εκλεκτούς τσολιάδες στη Λίμνη των Γιαννιτσών. Δεκαπέντε μέρες αργότερα έφθανε ο καπετάν Κάλας, υπολοχαγός πεζικού και ο καπετάν Νικηφόρος, νεότατος και αυτός αξιωματικός του ναυτικού. Πρώτη φορά τώρα έπαιρνε ο Νικηφόρος αρχηγία σώματος στην ξηρά.
Ο καπετάν Κάλας, που ήταν γενικός αρχηγός της αποστολής, εγκαταστάθηκε με το σώμα του στην καλύβα Κρυφή, νοτιοανατολικά της Λίμνης, και δυο μέρες αργότερα, τον αποχωρίστηκε ο καπετάν Νικηφόρος και πήγε στο βόρειο μέρος της Λίμνης, σε άλλη καλύβα, το Τσέκρι. Οι καλύβες αυτές, χτισμένες με καλάμια και ξύλα κακής ποιότητος, των δέντρων της Λίμνης, δε διέφεραν πολύ από κείνες των αγρίων της Πολυνησίας. Ένας σκελετός από δοκάρια μπηγμένα στο βυθό, με σχήμα ορθογώνιο στενόμακρο, ήταν η βάση. Ανάμεσα στα δοκάρια, στοιβαγμένα καλάμια και ξύλα, που ακουμπούσαν στο βυθό και υψώνουνταν πάνω από τα ρηχά νερά, σχημάτιζαν το «πάτωμα». Στη μέση, ή λίγο προς τη μιαν άκρη του πατώματος, άλλα δοκάρια υψώνουνταν και γύρω τους, καλάμια πλεγμένα με ψαθί και με ραγάζι σχημάτιζαν τους τοίχους της καλύβας. Τα δοκάρια αυτά της καλύβας υποστήριζαν μια κωνική στέγη, σκεπασμένη και αυτή από καλάμια και ραγάζι, για να κυλά η βροχή και να μη πλημμυρίζει το εσωτερικό. Όπου τα νερά ήταν βαθιά, το «πάτωμα» αυτό θα έπρεπε να είναι πλωτό, δηλαδή πυκνό και λαφρύ, ώστε να επιπλέει και συνάμα αρκετά στερεό για να βαστάζει καλύβα και άντρες. Άπειροι όμως οι δικοί μας στην αρχή, ακουμπούσαν κι έχτιζαν, σαν τους ψαράδες, το πάτωμα στο βυθό. Τις μεταχειρίζουνταν οι ψαράδες τις καλύβες αυτές για να φυλάγουν μέσα τα εργαλεία και τις τροφές τους' επίσης, και να κοιμούνται όταν έμεναν νύχτα στη Λίμνη. Γύρω σ' αυτό το πρωτόγονο στέγασμα, επεκτείνουνταν λίγο το «πάτωμα» - δηλαδή το στρώμα από στοιβαγμένα ξύλα και καλάμια, χωρίς στέγη - ανοιχτό απ' όλες τις μεριές, όπου κάθουνταν κι έπαιρναν τον αέρα τους, ή ψάρευαν, ή δούλευαν οι ψαράδες. Σ' αυτές τις τρώγλες στάθμευσαν τα δυο νεοφερμένα σώματα με τους καπεταναίους τους. Στο Τσέκρι μόλις έφθασε ο καπετάν Νικηφόρος, ήλθε αμέσως σ' επαφή με τ' αγριότερα βουλγαρικά εγκλήματα.
Σ' ένα βουλγαρόφωνο χωριό της Κοιλάδας του Αξιού, βόρεια της Λίμνης, το Ράμελ, όπου από καιρό το τρομοκρατούσαν οι Βούλγαροι, ένας Πατριαρχικός ορθόδοξος, Γιωβάννης, κατόρθωσε με τον πατριωτισμό του να ξυπνήσει την ελληνική συνείδηση των χωρικών, και μεγάλο μέρος του χωριού αποσπάστηκε από το σχίσμα το Εξαρχικό και γύρισε στο Πατριαρχείο. Μ' από κείνη την ώρα, μέρα και νύχτα, ησυχία δεν έβρισκε πια ο Γιωβάννης. Κάθε μέρα του μηνούσαν πως θα τον σκοτώσουν· κάθε λίγο λάμβανε γράμματα, υπογραμμένα «Αποστόλ Πέτκωφ», πως θα τον σφάξουν.
Ο Αποστόλ Πέτκωφ ήταν ο τρομερότερος αρχικομιτατζής, ο πανταχού παρών, ο ανακατωμένος σε όλες τις δολοφονίες. Μα κανένας δεν μπορούσε να τον πιάσει, ούτε καν να τον συναντήσει. Ήταν σαν αόρατος δαίμονας, που τον ένιωθες παντού και δεν τον έβλεπες πουθενά. Είχε καταντήσει σχεδόν μυθικό πρόσωπο, που σκορπούσε τον τρόμο ολόγυρα του. Φοβήθηκαν οι γείτονες του Γιωβάννη και του σύστησαν να κρυφθεί. Ένας προπάντων, νέος, του είπε να φύγει. Και τόσο τον πίεσε, ώστε στο τέλος τον έπεισε. Κι ένα πρωί φόρτωσε ο Γιωβάννης την οικογένεια του σε δυο βοδάμαξες, γυναίκα, πέντε παιδιά, γέρους γονείς, κι έφυγε.
Μισή ώρα έξω από το χωριό του, τους περίμεναν οι κομιτατζήδες και τους έσφαξαν όλους. Πάνω στο σώμα του Γιωβάννη βρέθηκε πάλι καρφιτσωμένο το κλασικό γράμμα του Αποστόλ Πέτκωφ, που έλεγε πως: «Έτσι θα σφάξει όλους όσους δεν υπακούουν στις διαταγές του!». Η προδοσία ήταν φανερή κι έπρεπε να βρεθεί ο προδότης. Κάποιος από μέσα από το χωριό είχε ειδοποιήσει τους κομιτατζήδες πως φεύγει ο Γιωβάννης και πού θα τον βρουν να τον σφάξουν. Μα ποιος είχε προδώσει, κανένας δεν ήξερε.
Μεταξύ στους Έλληνες αντάρτες της Λίμνης, ήταν κι ένας Κρητικός, ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός όπως τον έλεγαν γιατί είχε πολύ σγουρά μαλλιά. Σαν άκουσε το έγκλημα κι έμαθε πως δε βρίσκουνταν ο προδότης, είπε:
- Θα τον βρω εγώ!
Και βγήκε από τον Βάλτο, και πήγε στο Ράμελ, όπου έμεινε ρωτώντας, εξετάζοντας, ανακρίνοντας. Σαν έφτασε στο Τσέκρι, όπου είχαν προηγηθεί μερικοί άντρες του, ο καπετάν Νικηφόρος βρήκε τη καλύβα σε αναβρασμό. Οι άντρες, όλοι οπλισμένοι, έμπαιναν κι έβγαιναν από την καλύβα στο ξέσκεπο πάτωμα, όλοι μιλούσαν και χειρονομούσαν, μερικοί μπήκαν σε πλάβες να προαπαντήσουν τον αρχηγό, ο καθένας ήθελε πρώτος να του πει τα μαντάτα. Μα το κάπως ψυχρό ύφος, με το οποίο ο Νικηφόρος παρακολουθούσε όλη αυτή την ανησυχία, έκοψε τη φόρα και των πιο τολμηρών, και μόνο μουρμουρίσματα ακούουνταν. Πλεύρισε η πλάβα του αρχηγού στο καλαμένιο πάτωμα. Με το συνηθισμένο ατάραχο ύφος του ανέβηκε ο Νικηφόρος, και τους άντρες, που πύκνωναν γύρω του, ρώτησε:
- Τι τρέχει παιδιά; Γιατί αυτή η φασαρία;
Λίγο παράμερα, όλος αυτιά και μάτια, άγρυπνος, περίεργος, κοίταζε και άκουε ο Αποστόλης, που την παραμονή είχε οδηγήσει στο Τσέκρι τους άντρες του Νικηφόρου. Ένα παλικάρι, με σγουρά μαλλιά, που ξεχείλιζαν κάτω από το καλπάκι του, τον σίμωσε.
- Καλώς μας ήλθες, Καπετάνιε μου, του είπε. Είμαι ο Μανόλης ο Κρητικός. Σου 'φερα και μουσαφίρη.
Από την άλλη πλευρά άλλος του έτεινε ένα γράμμα. - Το 'φερε ένα παιδί. Είναι από το Γενικό Προξενείο. Είναι, λέει, για το έγκλημα. Και είναι βιαστικό.
- Ποιο έγκλημα, βρε παιδιά;
- Είναι για τον Γιωβάννη που σκότωσαν! - Είναι για το Ράμελ!
Ο καπετάν Νικηφόρος, που ήρχουνταν από την Κρυφή και δεν είχε ακούσει τίποτα, δεν καταλάβαινε. Άνοιξε το γράμμα. Ήταν του κυρίου Ζώη, από το Κέντρο Θεσσαλονίκης. Όσο προχωρούσε στην ανάγνωση, φρίκη βαθιά ζωγραφίζουνταν στο πρόσωπο του.
- Τι τρομερό... μουρμούρισε. Τι άγριο...
Και βλέποντας τους άντρες του που τον κοίταζαν ταραγμένοι, ανυπόμονοι, τους είπε:
- Έγινε ένα φρικτό έγκλημα εδώ κοντά... Μεμιάς ξέσπασαν δέκα φωνές, λύθηκαν οι γλώσσες:
- Στο Ράμελ!
- Σκότωσαν τον Γιωβάννη!
- Τους σκότωσαν όλους!
- Και τους γέρους του!
- Τους πρόδωσε ο άτιμος...
- Ποιος; ρώτησε ξαφνιασμένος ο καπετάν Νικηφόρος. Το γράμμα δεν το έλεγε.
- Αμ δε σου είπα πως σου έφερα μουσαφίρη; είπε ο καπετάν Μανόλης. Πήγα, έκανα ανάκριση, και σου τον βρήκα!
- Πού είναι;... ρώτησε όλο και πιο ταραγμένος ο αρχηγός. Δέκα άντρες χώθηκαν στην καλύβα και βγήκαν σέρνοντας μαζί τους ένα νέο, πισθάγκωνα δεμένο.
- Στον έφερε ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός, να τον δικάσεις εσύ, κύριε Αρχηγέ! του είπαν.
Και του διηγήθηκε ο καπετάν Μανόλης πώς πήγε στο Ράμελ, πώς εξέτασε έναν ένα τους χωρικούς, πώς τους όρκισε στο Ευαγγέλιο να του πουν την αλήθεια, πώς εξακρίβωσε ότι αυτός, ο γείτονας του Γιωβάννη, που τόσο τον έσπρωξε να φύγει, ήταν ο καταδότης του, πώς, χωρίς να του αποδείξει την ανακάλυψη του, τον κάλεσε ο Κατσαρός, με άλλους χωρικούς, στη σκάλα του Τσέκρι, τάχα να τον οδηγήσουν να βρει τους φονιάδες και πώς εκεί του αποκάλυψε την αλήθεια, τον έδεσε, τον έριξε σε μια πλάβα και τον μετέφερε, την παραμονή το βράδυ, στην καλύβα Τσέκρι. Όσο μιλούσε ο Μανόλης, κοίταζε ο αρχηγός τον αιχμάλωτο. Ήταν τύπος Σλάβου, με μικρά πονηρά μάτια που δεν αντάμωναν ποτέ το βλέμμα του άλλου, με σκληρό άπονο στόμα και κοντό στενό μέτωπο. Ο τρόμος είχε κόψει το χρώμα του. Φοβούνταν μην τον βασανίσουν οι Έλληνες, όπως συνήθιζαν να το κάνουν οι Βούλγαροι, όταν έπιαναν κανέναν αιχμάλωτο, και το βλέμμα του αεικίνητο γύριζε δω κι εκεί, γυρεύοντας πώς να ξεφύγει. Ο Αποστόλης δεν έχανε λέξη απ' όσα έλεγε ο καπετάν Μανόλης, ούτε έβγαζε τα μάτια του από το Βούλγαρο, και ολοένα πλησίαζε τον αιχμάλωτο. Ο καπετάν Νικηφόρος τον εξέταζε:
- Εσύ πρόδωσες τον Γιωβάννη;
Ο Βούλγαρος δεν αποκρίθηκε.
- Μήπως και είχες τίποτα προηγούμενα μαζί του; ρώτησε πάλι ο Νικηφόρος.
Και, βλέποντας πως ο άλλος δεν απαντούσε, ρώτησε:
- Δεν είναι κανένας που να μιλά βουλγάρικα εδώ;
- Εγώ, είπε σηκώνοντας το χέρι, όπως στο σχολείο, ο Αποστόλης.
- Ρώτησε τον λοιπόν: είχε τίποτα εναντίον του Γιωβάννη;... Κανένα καβγά;... Ή παράπονο;...
Ο Αποστόλης μετέφρασε. Μα ο άλλος γύρισε πάνω του ένα βλέμμα μίσος γεμάτο, και πάλι δε μίλησε.
- Ρώτησε τον: αυτός πρόδωσε τον Γιωβάννη πως θα 'φευγε το πρωί; πρόσταξε ο καπετάν Νικηφόρος.
Πάλι μετέφρασε ο Αποστόλης, και πάλι σώπαινε ο Βούλγαρος. Του είπε ο Αποστόλης:
- Πες τι έχεις να πεις! Εδώ σε δικάζουν.
Τα χείλια του Βουλγάρου τεντώθηκαν, ξεσκέπασαν τα δόντια του, σφιγμένα τόσο που έτριζαν, και η όψη του σκλήρανε ακόμα.
- Ρώτησε τον: γιατί δε μιλά; Χειροτερεύει τη θέση του! είπε ο καπετάν Νικηφόρος.
Πάλι μετέφρασε ο Αποστόλης, μα χωρίς αποτέλεσμα.
- Πάρτε τον μες στην καλύβα, πρόσταξε ο αρχηγός. Θα εξετάσω μάρτυρες.
- Τι τους θες τους μάρτυρες, κύριε Αρχηγέ; είπε ο Κατσαρός, ενώ δυο άντρες έσερναν το Βούλγαρο πίσω στην καλύβα. Δέκα ορκίστηκαν στο Βαγγέλιο, πως κείνη τη νύχτα βγήκε κρυφά, και πήγε και πρόδωσε. Και μόνο αφού τους σκότωσαν όλους, γύρισε κείνος στο χωριό...
- Και δε βλέπεις την όψη του, κύριε Αρχηγέ; είπε ο καπετάν Παντελής, ένας από τους νεοφερμένους άντρες του Νικηφόρου, ο υπαρχηγός του, ένα από τα καλύτερα παλικάρια του. Το άτιμο μούτρο του μαρτυρεί όσα δε λέγει!
Κρότος, φωνές σηκώθηκαν από την καλύβα. Και, ξαφνικά, δεμένος όπως ήτανε, πετάχθηκε έξω ο Βούλγαρος, και τρέχοντας στην άκρη του πατώματος, ρίχθηκε στο νερό. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε, το πάτωμα βάφηκε αίμα και τα νερά σκέπασαν το σώμα. Όλ' αυτά είχαν γίνει σε δυο τρία δευτερόλεπτα.
- Ποιος πυροβόλησε; φώναξε ο αρχηγός.
- Εγώ, Αρχηγέ μου! αποκρίθηκε ο Παντελής. Δεν έπρεπε να μας ξεφύγει. Ήταν επικίνδυνος κακούργος.
Άντρες είχαν κατεβεί σε πλάβες, ζητούσαν το σώμα. Το βρήκαν λίγο παρακάτω, μες στα καλάμια, μπρούμυτα, το κεφάλι μες στο νερό. Ήταν πεθαμένος. Τα δόντια του ήταν ακόμα σφιγμένα, τα χείλη τεντωμένα σε μια έκφραση αγριάδας και μίσους. Ο αρχηγός αποπήρε τον Παντελή:
- Τον σκότωσες αδίκαστο! του είπε.
Ο καπετάν Μανόλης, που βρέθηκε κοντά του, γέλασε:
- Είσαι νεοβγαλμένος και αμάθητος, Καπετάνιο μου, και ψυχοπονιέσαι ακόμα, του είπε. Σαν έχεις κόψει πέντε έξι κεφάλια με το χέρι σου, δε θα συχίζεσαι πια για τέτοια.
Ο καπετάν Νικηφόρος ανατρίχιασε.
- Αυτά δεν είναι πολιτισμένου ανθρώπου λόγια, του αποκρίθηκε.
Ο Κατσαρός χαμογέλασε.
- Κι άμε ήλθαμε για πολιτισμό εδώ; ρώτησε.
- Ήλθαμε να τους νουθετήσουμε, να τους εκπολιτίσομε, να τους διδάξομε, είπε ο Νικηφόρος.
Λίγο ντροπιασμένος για το μάλωμα του αρχηγού, είπε ο Παντελής:
- Με το Ευαγγέλιο και το Σταυρό δεν πάμε μπροστά, Καπετάνιε!
- Δε θέλω να χύσω αίμα, είπε αυστηρά ο Νικηφόρος. Ο καπετάν Ζέζας δε σκότωσε κανένα και είναι το παράδειγμα μας.
- Με το χέρι του δε σκότωσε, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε ο Παντελής. Μα δε ρωτάς εδώ τους καπεταναίους αν δεν σκότωσαν και τα παιδιά του;
Ο Νικηφόρος δεν αποκρίθηκε. Και όλοι οι άντρες γύρω του σώπαιναν. Συλλογισμένος είπε ο καπετάν Μανόλης:
- Αγώνας είναι αυτός...
Πάλι δεν αποκρίθηκε ο αρχηγός. Με αργά, βαριά πατήματα, μπήκε στην καλαμοσκέπαστη καλύβα.
- Και είναι σκληρός αγώνας... είπε χαμηλόφωνα ο Παντελής.
- Θα το δει και μόνος του ο Αρχηγός, πρόσθεσε ο Κατσαρός. Νομίζει πως έχει να κάνει με ανθρώπους. Αυτοί είναι θηρία!
- Και χειρότερα από θηρία! Βγάζουν μάτια, κόβουν γλώσσες, φρικτά βασανίζουν όποιον πέσει στα χέρια τους! είπε ο Κατσαρός.
Οι άντρες πλησίαζαν ν' ακούσουν. Κάθισαν ένα γύρο και ο καθένας έλεγε το λόγο του, διηγούνταν ό,τι είχε ακούσει για τα εγκλήματα των κομιτατζήδων.
- Είτε σε βουλγάρικα χέρια πέσεις, είτε σε τούρκικα, δε θα καλοπεράσεις, είπε ο Κατσαρός.
Οι άντρες το 'ριξαν στη συζήτηση.
- Χειρότεροι είναι οι Βούλγαροι. Οι Τούρκοι είναι πιο άνθρωποι, είπε ο καπετάν Παντελής.
- Έτσι λες; έκανε ο Κατσαρός. Αμέ δε με ρωτάς και μένα;
- Εσύ είσαι Κρητικός. Τα χνώτα του Κρητικού δεν παν με του Τούρκου - το ξέρομε δα! είπε ο Ευάγγελος Κουκουδέας, ένα νέο παλικάρι με σκιερά μάτια και μακριά μπουκλωτά μαλλιά, που θύμιζαν τον Θανάση Διάκο.
- Έτσι νομίζεις εσύ, αποκρίθηκε ο Κατσαρός. Αμέ το μαρτύριο του Μπουμπάρα, στην Κρήτη λες έγινε;
- Ποιος είναι ο Μπουμπάρας;
- Έτσι γειά σου! Πες πως δεν τα ξέρεις, πως είσαι νεόβγαλτος στο κλαρί!... Ο Μπουμπάρας ήταν μεγάλος πατριώτης, παλικάρι ατρόμητο, από την Μπάλτσα. Σα βγήκε ο καπετάν Ρούβας και ο καπετάν Βέργας στον αγώνα, τους οδήγησε αυτός στο Μουρίκι. Το Μουρίκι είναι απότομο και άγριο βουνό. Ήταν κάπου εκατό αντάρτες δικοί μας και τους κυνηγούσαν τριακόσιοι Τούρκοι νιζάμηδες. Μα τους είχε οδηγήσει καλά τους καπεταναίους ο Μπουμπάρας, και πιάσανε μια θέση γερή, τις Τρίπες, πάνω από την Μπάλτσα. Τις έφαγαν οι νιζάμηδες και όσοι δε σκοτώθηκαν το 'βαλαν στα πόδια. Μα βγήκε στρατός πολύς, χιλιάδες, και πιάσαν τους δρόμους και τις πηγές, και φύγαν οι δικοί μας. Και στο βουνό πιάσανε τον Μπουμπάρα. Ήταν άοπλος. Αυτοί ήταν χιλιάδες.
- Και τον σκοτώσανε; ρώτησε ο Νικόλαος Ζαφειρίου από τη Χαλκιδική, ο ιδιαίτερος φύλακας του καπετάν Νικηφόρου, που τον ακολουθούσε παντού σαν το πιστό σκυλί. Πες! Τον σκοτώσανε;
- Μακάρι να τον είχαν σκοτώσει! Μπα! Ήθελαν να τον κάνουν να μαρτυρήσει πού πήγαν οι καπεταναίοι Ρούβας και Βέργας. Αυτός το ήξερε. Μα δεν έλεγε. Τον δέσανε σ' ένα δέντρο, του κόψανε τ' αυτιά, του σούβλισαν με ξιφολόγχη ένα πόδι, του ξεριζώσανε ένα μάτι!... Τίποτα αυτός! Του κάνανε πολτό τα δάχτυλα και τα χέρια. «Μαρτυράς;» του έλεγε ο αξιωματικός. «Δε μαρτυρώ!» αποκρίνουνταν. Τον έλυσαν, τον ρίξανε χάμω και κομμάτι κομμάτι, με ξύλο και με τσεκούρι, του σπάσανε όλα του τα κόκαλα, σ' όλο του το σώμα.
- Και μαρτύρησε;
- Αυτός; Μπα!... Ούτε «Ωχ!» δεν έκανε. Τους έβριζε και τους έλεγε: «Το ήξερα πως έτσι θα με κάνετε, άτιμα σκυλιά! Μα Έλληνας γεννήθηκα κι Έλληνας πεθαίνω! Λέξη από μένα δε θα μάθετε!». Ξεψύχησε κάτω από τις κοπανιές και τις τσεκουριές. Και ως το τέλος τούς έλεγε: «Από μένα τίποτα δε θα μάθετε!». Και σαν πέθανε, θαύμασε ο άτιμος ο αξιωματικός και είπε: «Μεγάλος πατριώτης, το σκυλί! Χαρά στα κράτη που έχουν τέτοιους άντρες!».
- Τον σκότωσε όμως! είπε αγριεμένος ο Ζαφειρίου.
- Αμέ τι, θα τον άφηνε; έκανε ο Κατσαρός. Τούρκος σου λέει ο άλλος! Που τους νομίζει ο Παντελής πιο ανθρώπους!
- Γι' αυτό πρέπει ο καθένας μας στη μάχη να φυλάγει ένα φυσίγγι, είπε ο καπετάν Παντελής. Σαν δεις πως πληγώθηκες και χάθηκε η μάχη, σαν δεις πως οι δικοί σου φεύγουν και σ' αφήνουν στα χέρια τους, είτε Βούλγαροι είναι είτε Τούρκοι, τράβα μια πιστολιά στο μηνίγγι σου!
Καθισμένος παράμερα, σιωπηλά, άκουε ο Αποστόλης· τα ξυπνά του μάτια, παρακολουθώντας έναν ένα τους άντρες και τις κουβέντες τους, ατάραχος, ασυγκίνητος, γαλήνιος, απαθής, σαν να είχε ζυμωθεί όλη του τη ζωή μέσα σε αυτές τις αγριότητες.