Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Β'. Προς το Βάλτο


- Αποστόλη! Αποστόλη!

Ο Αποστόλης ανασηκώθηκε από τ' άχυρα όπου ήταν ξαπλωμένος κι έτριψε τα μάτια του. Ονειρεύουνταν άραγε ακόμα, ή άκουσε αλήθεια τ' όνομα του;

- Αποστόλη!... Ξύπνα! Άκου!

Αυτή τη φορά τ' άκουσε καθαρά τα βουλγάρικα λόγια, ψιθυριστά. Και αναγνώρισε την παιδική φωνή.

- Γιωβάν! φώναξε. Πού είσαι;

Στο ψηλό, μακρόστενο, χωρίς γυαλί ή παντζούρια παράθυρο του στάβλου, δίπλα σ' ένα παχνί, είδε ένα παιδικό κεφάλι που ξεκόβουνταν στο φωτισμένο ουρανό πίσω του.

- Γιατί σκαρφάλωσες εκεί, Γιωβάν; Έλα μέσα!... του φώναξε.

Ο μικρός κατρακύλησε από το έξω μέρος του παραθύρου, και τρεχάτος έκανε το γύρο του στάβλου και μπήκε από την πόρτα. Ήταν κατακόκκινος, λαχανιασμένος, και φαίνουνταν πολύ εξημμένος.

- Τι ώρα είναι; Και πώς βρίσκεσαι δω, μέρα μεσημέρι; ρώτησε βουλγάρικα ο Αποστόλης.

- Πέρασε το μεσημέρι! Και βγήκανε στο καφενείο οι άντρες!... αποκρίθηκε βιαστικά ο Γιωβάν.

Και πέφτοντας ανακούρκουδα, πλάγι στο αχυρένιο στρωσίδι, όπου καθιστός ξετεντώνουνταν ο Αποστόλης, πρόσθεσε:

- Άκουσε! Πες του κυρ Θανάση πως... αυτός που ήλθε χθες, γυρνά στο χωριό! Θα τον δει ο μπέης... και τότε...

Ο Αποστόλης πετάχθηκε στα πόδια του κι έκανε κατά την πόρτα. Μα μια ξαφνική σκέψη τον γύρισε πίσω.

- Ποιος ήλθε χθες; ρώτησε υποψιάρικα. Τι ξέρεις; Τι σου είπαν;

Ο Γιωβάν σήκωσε τον ένα του ώμο.

- Τίποτα δε μου είπαν. Κανένας δεν ξέρει. Εγώ ξέρω, αποκρίθηκε.

- Τι ξέρεις;

Ο Γιωβάν έριξε μια ματιά πίσω του, και πλησιάζοντας πιο κοντά ακόμα ψιθύρισε:

- Τον ψηλό αυτόν, με τα γαλανά μάτια... που στέκεται ίσιος σαν κολόνα...

- Πού τον είδες; Τι ξέρεις; ρώτησε ανυπόμονα ο Αποστόλης.

- Χθες τη νύχτα... με πολλούς άλλους... Και τώρα στο δρόμο, μουρμούρισε δειλά ο μικρός.

- Χθες τη νύχτα;... Πού ήσουν; ρώτησε θυμωμένος ο Αποστόλης.

- Εδώ... σε περίμενα... Μη θυμώνεις... ήθελα να σου πω... να σου πω...

Ο θυμός του Αποστόλη έσβησε μεμιάς.

- Τι να μου πεις, μικρέ; ρώτησε.

- Να σου πω πως... πως θέλω να δουλέψω μαζί σου!

Τα μάτια του Γιωβάν είχαν γεμίσει δάκρυα.

- Τι δουλειά να κάνεις; ρώτησε με καλοσύνη ο Αποστόλης.

- Να δείχνω κι εγώ το δρόμο σ' αυτούς που σκοτώνουν τους κομιτατζήδες, αποκρίθηκε ο Γιωβάν.

Ο Αποστόλης τον ατένισε συλλογισμένος, ξύνοντας το κεφάλι του.

- Τι ξέρεις εσύ από κομιτατζήδες; ρώτησε.

Ο μικρός σήκωσε πάλι τον ένα του ώμο, μα δεν αποκρίθηκε.

- Ο θείος σου τι θα σε κάνει που δεν πήγες σπίτι σου τη νύχτα; ρώτησε ο Αποστόλης.

Ο μικρός σήκωσε πάλι τον ένα του ώμο.

- Δεν πονεί... το ξύλο;... ρώτησε κοροϊδευτικά ο Αποστόλης.

Ο Γιωβάν σκάλωσε το χέρι του στη ζώνη του άλλου.

- Πες του κυρ Θανάση... Αν τον δει ο μπέης, θα φωνάξει στρατό!... είπε.

Ο Αποστόλης έκανε τον αδιάφορο. Μέσα του η ανησυχία του φούντωνε.

- Ποιον να δει; έκανε τάχα αστόχαστα.

Ο Γιωβάν άρχισε ν' αδημονεί.

- Γιατί κάνεις πως δεν ξέρεις; είπε, κλαίγοντας σχεδόν. Αν τον δει ο μπέης, θα καταλάβει. Είναι και άλλοι Τούρκοι στο χωριό. Και αυτός δε σκύβει το κεφάλι σαν κι εμάς' περπατά... έτσι!

Έριξε πίσω κεφάλι και πλάτες κι έκανε μερικά βήματα αρειμάνια. Και πάλι, σιμώνοντας τον Αποστόλη, είπε:

- Στείλε τον κυρ Θανάση.

Ο Αποστόλης δίστασε ακόμα μια στιγμή. Μα τέτοια αγωνία ανυπομονησίας μαρτυρούσε το λιγνό πρόσωπο του Γιωβάν, που πείστηκε μονομιάς.

- Καλά! του είπε. Κάθισε δω. Περίμενε με. Θα γυρίσω.

Βγήκε τάχα αμέριμνα από το στάβλο, μ' από κει τρεχάτος ανέβηκε στο σπίτι και μπήκε στη σάλα, που ήταν και κουζίνα.

- Ο κυρ Θανάσης; ρώτησε τη μεσόκοπη γυναίκα, που καθάριζε λάχανα πλάγι σ' έναν τέντζερε.

Η κερα - Θανάσαινα σήκωσε το κεφάλι:

- Καλώς το παιδί μας, είπε καλόβουλα.

- Τον κυρ Θανάση γυρεύω. Πού είναι, μπάμπω; ρώτησε πάλι, όλο και πιο επίμονα ο Αποστόλης.

- Αμ ξέρω 'γω, παιδί μου; Βγήκε έξω. Ισως στο καφενείο; Ο Αποστόλης δεν άκουσε παρακάτω. Τρεχάτος βγήκε έξω κι έτρεξε ίσια στο καφενείο, που ήταν στο γύρισμα του δρόμου. Εκεί τωόντι βρήκε το γερο - Θανάση, που έπαιζε τάβλι μ' έναν άλλο χωρικό. Έσκυψε στο αυτί του και κρύβοντας το στόμα του με το χέρι, κάτι του ψιθύρισε.

Μεμιάς πετάχθηκε πάνω ο γερο - Θανάσης, καταταραγμένος.

- Περίμενε με δω! είπε του συντρόφου του. Κάτι με θέλει η γριά μου!

Και βγήκε όσο γρήγορα τον πήγαιναν τα γέρικα πόδια του.

- Πού; ρώτησε σαν βρέθηκε με τον Αποστόλη στο δρόμο.

- Δεν ξέρω. Είναι στο χωριό, στους δρόμους!... Τράβα εσύ από δω, πάω εγώ από κει, και όποιος τον πρωτοβρεί!

Ανήσυχος, βιαστικός, τρέμοντας στα πόδια του, πήγαινε ο γερο - Θανάσης, ψάχνοντας με τα μάτια του παράθυρα, πόρτες, ρωγμές, σαρώνοντας τους παραδρόμους, γυρεύοντας ανάμεσα στους γνωστούς του χωριού την καινούρια, την άγνωστη στους συντοπίτες του μορφή. Ήταν οκτωβριάτικο απόγεμα και το κρύο έτσουζε. Και όμως ίδρωνε το μέτωπο του, κάτω από το φέσι του ραγιά, από την πολλή τη βία και από τη συγκίνηση. Ένας χωρικός τον σταμάτησε. Ήταν φοβισμένος, ανήσυχος.

- Κυρ Θανάση! του είπε. Ο μουσαφίρης σου γυρνά στην πλατεία! Δε φοβάται λέει. Μα εμάς τι μας κάνει; Τρέξε συμμάζεψε τον!...

- Πού είναι; ρώτησε ανήσυχα ο γερο - Θανάσης.

- Κατά τα περιβόλια! Πρόφτασε τον, πριν ξεσπάσει κεραυνός στο κεφάλι μας!

Και σταυροκοπήθηκε. Ο γερο - Θανάσης τον άφησε βιαστικά και τράβηξε κατά πού του 'δειχνε ο άλλος. Ξεπρόβαλε σ' ένα δρόμο πιο πλατύ, όπου η λιακάδα αποξέραινε κάτι απομεινάρια από τους χθεσινούς νερόλακκους, και μπρος σ' ένα παρεκκλήσι είδε έναν άντρα που κοίταζε αμέριμνος τον πέτρινο σταυρό πάνω από την πόρτα. Βιαστικά τον σίμωσε.

- Για το Θεό, καπετάν Νικηφόρο! Κρύψου! Έλα σπίτι, μη γυρνάς εδώ πέρα, μη σε δει κανένας Τούρκος!...

- Και αν με δει; ρώτησε γελαστά ο άλλος.

- Είσαι νεόβγαλτος, δεν τα ξέρεις αυτά! Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου! είπε λαχανιασμένος ο γερο - Θανάσης.

Ο Νικηφόρος γέλασε πάλι.

- Καλά, είπε· πάμε πίσω. Ήταν τέτοια χαρά Θεού έξω και βαρέθηκα την κάμαρα...

Μια τσούρμα παιδιά, κυνηγώντας το ένα το άλλο, κατέβαιναν τρεχάτα τον κατήφορο.

- Σκύψε τους ώμους σου, Καπετάνιε μου, ψιθύρισε ο γερο - Θανάσης. Δεν κάνει να περπατάς σαν λεβέντης. Θα σε σημειώσει κανένας Τούρκος και θα το πει στον μπέη, και αλίμονο μας πια όλους!

- Έχετε μπέη εδώ;

- Βέβαια! Τον Ραχμήμπεη. Δικό του είναι το χωριό. Μα δε μας πειράζει. Είμαστε όλοι ορθόδοξοι Χριστιανοί και δε μας ζητά παρά να πληρώνομε τακτικά το φόρο. Αλίμονο μας όμως αν το μάθει - έριξε γύρω μια φοβισμένη ματιά - πως είσαστε δω και σας κρύβομε μεις!...

Πήγαιναν τώρα βιαστικά οι δυο άντρες. Ο καπετάν Νικηφόρος ξεχνούσε κάθε λίγο και ορτσώνουνταν και ο άλλος του έγνεφε να σκύβει κεφάλι και ώμους.

- Τι κατάσταση!... μουρμούρισε ο νέος. Ν' ανήκετε σε μπέη... άνθρωποι λέει, σαν αγέλη!...

- Και δε λες καλά και του ανήκομε, Καπετάνιε μου, και μας γλιτώνει τουλάχιστον αυτός από τους κομιτατζήδες!

Μπροστά τους ξεμύτισε ο Αποστόλης από ένα παράδρομο.

- Από δω, γρήγορα τους είπε! Έρχονται από δίπλα δυο Τούρκοι!...

Και όλοι μαζί τρύπωσαν στο στενούρι και τράβηξαν για το σπίτι του γερο - Θανάση. Στη σάλα, πλάγι στο τζάκι, κάθουνταν ο ογκώδης καπετάν Κάλας και ο υπαρχηγός του Ζήκης με τους δυο τους άντρες, και κουβέντιαζαν με τη σπιτονοικοκυρά. Πάνω από ένα μεγάλο κούτσουρο αναμμένο κρέμουνταν μια χύτρα δεμένη μ' ένα σύρμα και σκορπούσε ορεκτική μυρωδιά λαχανόσουπας.

- Θα μας φιλέψεις πάλι, κερα - Θανάσαινα; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος, βγάζοντας με μια κίνηση των ώμων τη βαριά κάπα. Σου παραγίναμε φόρτωμα....

- Τιμή μας... τιμή μας, Καπεταναίοι μου... αποκρίθηκε ντροπαλά η κερα - Θανάσαινα.

Μα τη διέκοψε ο άντρας της:

- Ξεκουραστείτε, παλικάρια, γιατί θα κάνετε πάλι δρόμο απόψε, είπε.

Και ρώτησε:

- Πόση ώρα ως το Βάλτο, Αποστόλη; Μα ο Αποστόλης είχε φύγει.

- Θα ξανάρθει, είπε ο γερο - Θανάσης, κουνώντας πλάγια το ψαρό κεφάλι του. Αυτός θα σας οδηγήσει...

Ο Αποστόλης είχε βγει έξω και είχε πάγει ίσια στο στάβλο. Βρήκε τον Γιωβάν όπως τον είχε αφήσει, καθισμένο σταυροπόδι, στ' άχυρα. Κάθησε πλάγι του ο Αποστόλης και άρχισε να τον ξεμολογά. Δε βρήκε άλλωστε δυσκολία. Ο Γιωβάν απαντούσε σε όλα τα ρωτήματα του.

- Πού μας είδες χθες τη νύχτα; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Εδώ.

Έδειξε την πόρτα του στάβλου.

- Σας περίμενα, κρυμμένος εδώ, μη με δει η κυρά.

- Μας περίμενες; Ποιον περίμενες;

- Το ήξερα πως πας να φέρεις καπεταναίους. Δεν είναι πρώτη φορά.

- Πώς το ξέρεις;

Ο Γιωβάν σήκωσε τον ώμο του.

- Το ξέρω, είπε απλά.

Ο Αποστόλης έσπρωξε πίσω το καλπάκι του κι έξυσε το κεφάλι του. Ήταν ανήσυχος.

- Άκου δω, είπε του μικρού. Αυτά τα λες και σ' άλλους;

- Σε ποιον να τα πω; ρώτησε ο Γιωβάν.

- Σα να πούμε, στο θειό σου!

Ο Γιωβάν τίναξε πίσω τους δυο του ώμους:

- Αυτός είναι κομιτατζής! είπε και μίσος κουδούνισε τη φωνή του.

- Και συ τι είσαι; ρώτησε ο Αποστόλης. Ο Γιωβάν σήκωσε τα μεγάλα μαύρα μάτια του στον άλλο αντίκρυ του, μα δε μίλησε.

Διστακτικά είπε ο Αποστόλης:

- Αυτά... που είδες χθες τη νύχτα... δε θα τα πεις;

- Όχι!

- Σε κανένα;

- Δεν ξέρω κανένα.

- Φιλάς σταυρό πως δε θα τα πεις;

Ο Αποστόλης είχε σηκώσει σταυρωτά τους δυο δείχτες των χεριών του. Ο μικρός σταυροκοπήθηκε και σκύβοντας φίλησε το σταυρό που σχημάτιζαν τα δάχτυλα του μεγάλου. Ήταν και οι δυο συγκινημένοι.

- 'Ακου λοιπόν, Γιωβάν, είπε ο Αποστόλης. Θα σε βάλω να δουλέψεις μαζί μου.

- Θα κάνω ό,τι μου πεις.

- Πες μου πρώτα, πού ήσουν σήμερα και τι είδες;

- Ήμουν εδώ, στο δρόμο, στις γειτονιές. Οι καπεταναίοι κοιμούνταν. Η γριά έψηνε φαγί, σιγά μην τους ξυπνήσει. Ύστερα ξυπνήσανε. Τους στρώσανε το σουφρά και φάγανε...

- Πώς το ξέρεις;

- Τους είδα από το παράθυρο. Ανέβηκα στη στέγη αντίκρυ.

- Πώς ανέβηκες;

- Δεν είναι δύσκολο!... Δεν έχω τσαρούχια. Σκαρφαλώνω.

Ο Αποστόλης κοίταξε τα γυμνά πόδια του μικρού. Ήταν πρησμένα από το κρύο, και παλιά αίματα είχαν ξεραθεί σε άπλυτες πληγές.

- Ήρθε κανείς; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Ήρθαν πολλοί· όλοι οι τσορμπατζήδες. Ζητούσαν ειδήσεις. Ήθελαν να μάθουν για τον πόλεμο.

- Ποιον πόλεμο;

- Εκείνον που κάνουν οι καπεταναίοι που σκοτώνουν τους κομιτατζήδες. Τον λένε... τον λένε... - στάθηκε να θυμηθεί, και είπε ελληνικά, με ξενική προφορά, δυο λέξεις: «Αγώνα μας;». Και πρόσθεσε βουλγάρικα: Έτσι τον είπαν, πολλές φορές!

Σαστισμένος ρώτησε ο Αποστόλης:

- Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;

- Τ' άκουσα. Είχαν κλείσει το παράθυρο. Μπήκα στον πλαγινό οντά, κρύφθηκα και άκουσα.

Υποψιάρικα τον κοίταζε ο Αποστόλης.

- Είσαι επικίνδυνος! του είπε ξαφνικά.

Ο Γιωβάν δεν ταράχθηκε. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του, συλλογή γεμάτα και απορία, ήταν στυλωμένα στο πρόσωπο του μεγαλύτερου του. Μα δεν αποκρίθηκε. Τον ρώτησε ο Αποστόλης:

- Γιατί στάθηκες και τα είδες και τ' άκουσες όλα αυτά;

Του αποκρίθηκε ο μικρός:

- Για να σου τα πω. Ήσουν κουρασμένος και κοιμούσουν. Είπα πως θα θέλεις να ξέρεις. Και κοίταξα και άκουσα.

Αυθόρμητα άπλωσε ο Αποστόλης το χέρι του και αγκάλιασε τους λιγνούς ώμους του μικρού. Τα μάτια του Γιωβάν πλημμύρισαν δάκρυα. Έσκυψε πλάγια και φίλησε το χέρι του μεγάλου, που ακουμπούσε στον ώμο του.

- Άκου, Γιωβάν, είπε ο Αποστόλης· θα σου δώσω δουλειά... Θα κάνεις ό,τι σου πω - τ' ακούς;

Ο μικρός έγνεψε καταφατικά, κουνώντας δεξιά και αριστερά το κεφάλι.

- Λοιπόν πήγαινε πίσω... Πήγαινε στη στάνη του θειου σου. Θα φας ξύλο - σε πειράζει; Ο Γιωβάν έγνεψε «όχι».

- Πες του... πες του πως έχασες το δρόμο σου... Πες πως κοιμήθηκες στου γείτονα...

Ο Γιωβάν σήκωσε πάλι τον ένα του ώμο.

- Τι θέλεις να του πω; ρώτησε.

- Αυτουνού τίποτα. Απ' αυτόν να μάθεις.

- Τι να μάθω;

- Κατάφερε να μάθεις πού είναι ο κομιτατζής ο Αποστόλ Πέτκωφ. Μάθε αν είναι στο Βάλτο... Τον ξέρεις τον Βάλτο; Αν σου πω, ξέρεις πού να 'ρθεις να με βρεις;

- Ξέρω!

- Έχεις ξαναπάγει;

- Πολλές φορές!

Ξαφνιασμένος ρώτησε ο Αποστόλης:

- Τι πήγες να κάνεις;

- Μ' έχει στείλει δυο φορές ο Άγγελ Πέιο... Κι εγώ βρήκα και την καλύβα του καπετάν Ματαπά.

- Τι λες; αναφώνησε ο Αποστόλης. Και το είπες του θείου σου;

Μίσος πάλι γέμισε τα μάτια του Γιωβάν. Περιφρονητικά πέταξε έξω τα χείλια του.

- Όχι! είπε. Μα θα σου τη δείξω σένα, αν θέλεις.

- Να μου τη δείξεις. Μα πες μου: ξέρεις μια σκάλα που τη λεν Τσέκρι;

- Ξέρω!

- Ξέρεις να κάνεις το λύκο; Πώς φωνάζει;

- Ναι. Ξέρω!

- Λοιπόν πήγαινε στο θειό σου. Κάνε τις δουλειές του, βόσκε τα πρόβατα του. Μα μάθε πού κρύβεται ο Αποστόλ Πέτκωφ κι έλα στο Τσέκρι, κάνε το λύκο και θα 'ρθω να σε βρω.

- Θά 'ρθω!

- Φύγε τώρα. Σε λίγο θα φύγουμε κι εμείς.

- Στο καλό, Αποστόλη.

- Στο καλό, Γιωβάν.

Και τα δυο παιδιά χωρίστηκαν. Ο μικρός βγήκε κρυφά, ξεγλιστρώντας πλάγι στον τοίχο. Ο μεγάλος, συλλογισμένος, μπήκε στο σπίτι και χώθηκε σε μια γωνιά της σάλας, απαρατήρητος. Ο γερο - Θανάσης διηγούνταν ιστορίες της ζωής του και οι καπεταναίοι άκουαν. Λίγο παράμερα, συγυρίζοντας πιάτα και ποτήρια σ' ένα ντολάπι με ράφια, η κερα - Θανάσαινα αργοκουνούσε το κεφάλι της και κάθε λίγο σταυροκοπιούνταν. Κι έλεγε ο γερο - Θανάσης:

- Φανταστείτε μας, εμάς τους ορθοδόξους, τους Έλληνες, να λιώνομε τα πόδια μας για να φτιάνομε δρόμους, να περάσει, λέει, το τούρκικο πυροβολικό, να χτυπήσει, λέει, ποιους; Τον Ελληνικό Στρατό!

- Μα εσύ δεν ήσουνα πια νιος, κυρ Θανάση, στα '97. Πώς σ' αγγαρέψανε οι Τούρκοι; ρώτησε ένας από τους άντρες.

- Ναι, κοιτάζανε αυτοί νέους και γέρους! Δεν τους ξέρεις εσύ, που 'σαι από την Κρήτη; αποκρίθηκε ο γερο - Θανάσης. Αυτοί εργάτες θέλανε. Και σαν δεν πήγαινε αρκετά γρήγορα η δουλειά, δος του κοπανιές στη ράχη! Και ύστερα, σαν ήρθε η καταστροφή, σαν υποχωρούσε ο στρατός μας κι εμείς οι Έλληνες τ' ακούαμε - τι απελπισία! Τι καημός!

- Πες στους άρχοντες πως μια φορά σου σπάσανε το κεφάλι γιατί έγνεψες να νερώσουν τη λάσπη!... τόλμησε να πει η κερα - Θανάσαινα από τα βάθη της ντολάπας της. Μα ο γέρος τής έκοψε τη φόρα:

- Δεν τους νοιάζει τους καπεταναίους· κοίταζε συ τη δουλειά σου, της είπε χωρίς θυμό, μα με τρόπο που δε σήκωνε αντίρρηση... Ναι! Μας σκοτίζουν τώρα σπασμένα κεφάλια! Τώρα κοιτάμε ποιος θα φάγει ποιον!

Και γυρνώντας στον καπετάν Νικηφόρο, ρώτησε:

- Ξέρεις κανέναν από τους καπεταναίους του Βάλτου;

- Όχι... Εγώ είχα άλλη δουλειά... Είμαι στο ναυτικό, αποκρίθηκε επιφυλακτικά ο Νικηφόρος.

- Δούλεψες δηλαδή για τον αγώνα μας;

- Όχι. Εγώ ήμουν στο πολεμικό ναυτικό. Μα έμαθα πόση ανάγκη είχε η Μακεδονία από βοήθεια και ήλθα... Πρώτη φορά αναλαμβάνω αγώνα... Μα εσύ τους ξέρεις;

- Τους ξέρω. Όλοι πέρασαν από δω. Ο καπετάν Πετρίλιος, ο καπετάν Καψάλης, ο καπετάν Καβοντόρος, ο καπετάν Κλάπας... Όλοι κοιμήθηκαν εδώ, σαν πήγαν και σα φύγαν... Μόνος ο καπετάν Καψάλης, ο κακομοίρης, αυτός δε γύρισε. Αυτόν τον σκοτώσανε οι Βούλγαροι, στον Βάλτο μέσα. Παλικάρια όλοι! Αυτός ο καπετάν Καψάλης πιάστηκε μαζί τους..., τον σκοτώσανε στη συμπλοκή.

- Εσένα; Πώς σε ήξεραν αυτοί; ρώτησε ο καπετάν Κάλας.

- Εμένα;... πέταξε ο γέρος το χέρι του και το κατέβασε στο μερί του, ξεσπάζοντας στα γέλια. Εμένα, πώς με ξέρανε, το γερο - Θανάση; Αμ εγώ είμαι από τους πρώτους που ορκίστηκαν στον Αγώνα! Αμ, πριν ακόμα σκοτώσουν τον καπετάν Ζέζα, με είχε μυήσει εμένα το Ελληνικό Κομιτάτο. Και πολλές φορές πήγα στη Θεσσαλονίκη και είδα το Δεσπότη.

Έκλεισε το ένα του μάτι κι έγνεψε κατά την ανατολή.

- Τον ξέρετε σεις το Δεσπότη; ρώτησε πονηρά τους αρχηγούς.

- Τον ξέρω, αποκρίθηκε ο καπετάν Νικηφόρος. Πριν έλθω εδώ, πέρασα από τη Θεσσαλονίκη. Ο καπετάν Νικηφόρος σηκώθηκε.

- Και τι σου είπε ο Δεσπότης; ρώτησε ο γερο - Θανάσης.

- Όλοι μας απ' αυτόν παίρνομε τις διαταγές μας, είπε καλόβουλα, μα δεν κάνει να τις ματαλέμε.

Έριξε γύρω μια ματιά:

- Δεν είναι ώρα να ξεκινήσομε; ρώτησε. Πού είναι ο Αποστόλης;

- Εδώ είμαι, Καπετάνιε! αποκρίθηκε ο οδηγός, βγαίνοντας από τη γωνιά του. Καλό είναι να ετοιμαστείτε. Βασίλεψε ο ήλιος, από δω και μιάμιση ώρα. Πριν από μισή ώρα όμως δεν πρέπει να ξεκινήσομε.

- Γιατί; Νύχτωσε πια.

- Ναι, μα μπορεί να λάχει να βρίσκεται ακόμα κανένας Τούρκος στα σοκάκια. Σαν βγούμε, θα βγούμε στα σίγουρα.

Χαμογέλασαν οι αρχηγοί για το αποφασιστικό ύφος του αγοριού. Τους είδε ο γερο - Θανάσης και μάντεψε κάποιο δισταγμό πίσω από το χαμόγελο τους. Τους έκανε νόημα να μη βιαστούν.

- Μπορείτε να πιστέψετε ό,τι σας λέει ο Αποστόλης, τους είπε καθησυχαστικά. Το δρόμο του Βάλτου δεν τον ξέρει κανένας σαν τον Αποστόλη. Έχετε πίστη σ' αυτόν, κι έννοια σας, Καπεταναίοι μου.

Η νύχτα ήταν σκοτεινή, και φυσούσε δυνατός βαρδάρης. Μπροστά, υπερήφανος, προπορεύονταν ο Αποστόλης, μ' ένα βραχύκαννο μάνλιχερ στο χέρι και σταυρωτές φυσιγγιοθήκες στο στήθος και ύστερα, ο ένας πίσω από τον άλλο, πήγαιναν οι αρχηγοί και οι άντρες, σειρά μακριά από σκιές που πορεύονταν σιωπηλά. Ο Αποστόλης οδηγούσε. Πήγαινε στα σίγουρα, πατώντας σιγανά, χωρίς κρότο, αποφεύγοντας τα κατοικημένα μέρη και τις κισλάδες, όπου προπάντων Αλβανοί, εχθρικά διατεθειμένοι για τους Έλληνες, έβοσκαν τα πρόβατα τους. Έτσι προχώρησαν για ώρες. Έξαφνα, σήκωσε ο Αποστόλης το χέρι, σταμάτησε ο Νικηφόρος επίσης ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, κι έτσι ως το τέλος της γραμμής.

- Περνά εδώ ο σιδερόδρομος, μουρμούρισε ο Αποστόλης στο αφτί του Νικηφόρου. Δώστε μου ένα από τα παιδιά σας, να πάμε να δούμε μη φυλάγει καραούλι τούρκικο. Εσείς κρυφθείτε, ξαπλωθείτε. Θα σας βρω πάλι εδώ.

Σαν γάτα, πότε στα τέσσερα, πότε σερνόμενος στην κοιλιά, προχωρούσε τώρα μόνος ο Αποστόλης, και πίσω του, σε μικρή απόσταση, με τις ίδιες κινήσεις, ακολουθούσε ένας από τους άντρες που του είχε δώσει ο καπετάν Νικηφόρος. Σε λίγο τον σταμάτησε κι εκείνον ο Αποστόλης.

- Περίμενε και φύλαγε, του είπε. Πάω μόνος ως εκεί. Ήταν αλήθεια επιτήδειος ο Αποστόλης. Σβέλτος και λαφρύς προχωρούσε στο σκοτάδι, μια σκιά, ένα με το χώμα, κι έφθασε στα σίδερα της γραμμής. Σαν τη γάτα προχωρούσε και σαν τη γάτα έβλεπε, διασχίζοντας το σκοτάδι με τα διαπεραστικά του μάτια, που έβλεπαν τη νύχτα όπως και τη μέρα, πάνω κάτω στη γραμμή, όπου μπορούσε να φαίνεται ανθρώπινη μορφή.

Τίποτα. Κανένας... Μοναξιά παντού... Πήδηξε στα πόδια του και γύρισε τρεχάτος.

- Ελεύθερα! Γρήγορα! Περνούμε!...

Και πέρασαν... Σκυφτή, σιγανά, ολόκληρη η ανθρώπινη αλυσίδα προχώρησε, διασταύρωσε τη σιδερένια γραμμή, πέρασε τον πρώτο σκόπελο.

- Θα περάσομε αλάργα από το Πλατύ, είπε ψιθυριστά στον Νικηφόρο ο Αποστόλης. Μα εκεί έχομε τη γέφυρα του Καρά - Αζμάκ. Και πάλι θα πάγω μπροστά, να δω μην είναι στρατός τούρκικος.

- Δεν έχει άλλο δρόμο; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος.

- Δεν έχει, Καπετάνιε μου. Έξω από το στενούρι όπου πατούμε, είναι όλο βάλτος, λάσπη, νερά. Από τη γέφυρα θα περάσομε. Μα θα τα καταφέρομε, έννοια σου! Και τα κατάφερε.

Ο Λουδίας, που βγαίνει από τη Λίμνη των Γιαννιτσών και χύνεται στη θάλασσα, στον Θερμαϊκό, δεν έχει παρά δυο γέφυρες: μια όπου περνά ο σιδερόδρομος και μια του αμαξωτού δρόμου, που από τη Θεσσαλονίκη πάγει στη Βέρροια. Αυτή τη δεύτερη προτίμησε ο Αποστόλης, γέφυρα πιο αφύλαχτη και που τους έβγαζε πιο κοντά στη Λίμνη των Γιαννιτσών. Με τις ίδιες προφυλάξεις που είχε πάρει για να περάσει τη σιδεροδρομική γραμμή, ξαναπήγε μπρος ο Αποστόλης, κατασκόπευσε τα τριγυρινά, και αφού βεβαιώθηκε πως άνθρωπος δε βρίσκουνταν κοντά, πέρασε τα σώματα των δυο καπεταναίων από τον τελευταίο αυτόν σκόπελο και τους έβγαλε όλους, γερούς και ασφαλισμένους, κοντά πια στη Λίμνη.

Το Βάλτο τον σκέπαζε πυκνή καταχνιά. Ο αέρας ήταν βαρύς από αναθυμιάσεις και αποφορά σαπισμένων χόρτων. Το χώμα υγρό, λασπιασμένο, κολλούσε στα πόδια. Η υγρασία και το κρύο έπιανε στα κόκαλα. Οι άντρες προχωρούσαν αργά, κάπως αποθαρρημένοι. Φυτά χαμηλά και καλαμιές τους έκοβαν το δρόμο. Οι αρχηγοί σώπαιναν και πήγαιναν σφίγγοντας τα δόντια τους. Αυτή ήταν λοιπόν η Λίμνη των Γιαννιτσών; Αυτός ο υγρός και σκοτεινός βάλτος, όπου θα κατοικούσαν, αμφίβια και αυτοί, για μέρες, κι εβδομάδες, και μήνες... ίσως και να πέθαιναν εκεί μέσα; Λυγερός και λαφροπάτητος ξεγλιστρούσε ο Αποστόλης μέσα σε φυτά και καλαμιές, πατώντας όπου ήταν μια σπιθαμή ξερή και τον ακολουθούσαν οι άντρες, σιωπηλοί και σκυθρωποί. Σκιές σηκώθηκαν μπροστά τους, ξεχώρισαν στο λυκόφως της αυγής. Ήταν αντάρτες, από τα Ελληνικά σώματα τα κλεισμένα στη Λίμνη. Ειδοποιημένοι είχαν βγει να παραλάβουν τους νεοφερμένους και να τους οδηγήσουν στην πιο κοντινή σκάλα του Βάλτου. Χαρούμενοι άπλωναν κι έσφιγγαν χέρια, αντάλλαζαν καλωσορίσματα, πρόσφερναν να ξεφορτώσουν τους κουρασμένους άντρες. Τους κοίταζαν οι αρχηγοί αμίλητοι. Αυτοί ήταν οι πολεμιστές του Βάλτου; Αυτές οι ισχνές, κιτρινιάρικες ανθρώπινες σκιές; Με αυτούς θα πολεμούσαν τους Βουλγάρους; Έτσι θα γίνουνταν σε λίγο και αυτοί; Ο Αποστόλης είχε πιάσει κιόλα κουβέντα μ' έναν από τους άντρες.

- Δεν ήλθε ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός;... Γιατί;

- Δεν είναι δω. Πήγε στο Ράμελ.

- Τι πήγε να κάνει; Έπρεπε να 'ναι δω!

- Πήγε για ανάκριση. Μα θα σας πάμε μεις. Μας περιμένουν παιδιά με τις πλάβες μας, στη σκάλα της Κρυφής.

Πηγαίνοντας, ρωτούσαν οι αρχηγοί, ζητούσαν πληροφορίες. Έγινε κανένα έγκλημα αυτές τις μέρες;

- Για έγκλημα τώρα ρωτάτε, Καπεταναίοι μου;... έκανε γελαστός ο αντάρτης που φαίνονταν να διευθύνει τους άλλους, ένας ψηλός χλωμός τριαντάρης, λιωμένος από τους πυρετούς του Βάλτου... Αμ κάθε μέρα έχομε τέτοια! Γι' αυτό είμαστε δω.

- Εσύ από πού είσαι; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος. Πώς σε λεν;

- Με λεν Βλαντή Παναγιώτη, και είμαι από τη Ρούμελη.

- Πώς έγινες έτσι; Φαίνεσαι γερό σκαρί. Αρρώστησες εδώ; Ο Παναγιώτης χαμογέλασε.

- Ε, όλοι μας όσοι περάσαμε εδώ το καλοκαίρι, πάθαμε. Μας τινάζουν κάθε λίγο οι θέρμες. Κουνούπια, βλέπεις, μπόλικα, Καπετάνιε μου. Εσείς όμως έρχεστε σε καλή ώρα. Το χειμώνα δεν πιάνεις πυρετούς, χαμογέλασε εγκαρδιωτικά. Θα δεις! Θα βολευθείτε, μισοί εδώ, μισοί εκεί... Θα ξεπαστρέψουμε τους Βουλγάρους.

Είχαν φθάσει στη σκάλα της Κρυφής. Οι σκάλες αυτές ήταν κρυφοί κολπίσκοι, ανοιγμένοι ανάμεσα στους πυκνούς καλαμιώνες της ακρολιμνιάς, με βυθό ανηφορικό προς την όχθη. Οι πλάβες ανέβαιναν την κλίση με την πλώρη εμπρός - οι μισές έξω στο χώμα, έτσι που να μπαινοβγαίνουν οι άντρες στα στεγνά. Χωρίς τα μυστικά αυτά ανοίγματα, τα μονόξυλα μπορούσαν να ταλαιπωρούνται για ώρες ανάμεσα στα πυκνά καλάμια, χωρίς να βρίσκουν την ακρολιμνιά. Η σκάλα της Κρυφής ήταν στο μέρος ακριβώς που βγαίνει ο Λουδίας από τη Λίμνη. Εκεί βρήκαν τις πλάβες, μονόξυλες βάρκες πλατιές από κάτω, για να κυκλοφορούν στα πιο ρηχά νερά, ανάμεσα στα καλάμια και άλλα νερόφυτα. Η καθεμιά είχε από ένα ή δυο «πλατσιά» - κουπιά χωρίς σκαρμούς. Το πίσω πλατσί, που χρησίμευε για τιμόνι, αρκούσε και για να σπρώχνει την πλάβα στα ρηχά νερά, όπου μπήγουνταν σαν κοντάρι στον πάτο. Αχαμνές, χλωμές σκιές ανθρώπινες τους περίμεναν κι εκεί, με βαθουλωμένα μάτια, μα με το χαμόγελο στο στόμα.

- Καλώς μας ήλθατε! Μείναμε πια λίγοι - χρειαζόμασταν ενίσχυση. Οι θέρμες, βλέπετε, μας μαράζωσαν με τις ζέστες!...

Ο καθένας προθυμοποιούνταν να καλοδεχθεί, να περιποιηθεί, να ξεφορτώσει το νεοφερμένο, να κουβαλήσει όπλα και πολεμοφόδια στις βάρκες. Μελαγχολικά τους ακολούθησαν οι άλλοι και όλοι μαζί, παλιοί και καινούριοι πολεμιστές, στοιβάχθηκαν σε είκοσι εικοσιπέντε πλάβες και μακριά σειρά ανέβηκαν το ρεύμα του Λουδία, που ξεχώριζε στ' ακίνητα νερά της Λίμνης και άνοιγε δρόμο πλωτό ανάμεσα στους πυκνούς καλαμιώνες. Και όλοι μαζί τράβηξαν για την Κρυφή, την καλύβα την κρυμμένη ανάμεσα στα ψηλά καλάμια, όπου υπερήφανη κυμάτιζε η κυανόλευκη.