Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Α'. Ο κάμπος του Ρουμλουκιού


Ο ήλιος, χαμηλώνοντας, ρόδιζε τις χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου, χρύσιζε τους νερόλακκους που είχε αφήσει εδώ κι εκεί η χθεσινή βροχή στο λασπωμένο κάμπο, που απλώνονταν ως πέρα, σταχτής, άχαρος, έρημος. Πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, σηκώνοντας κάθε φορά από ένα σβώλο λάσπη στο κάθε του τσαρούχι, γοργά προχωρούσε ένα νέο αγόρι, μόνο ζωντανό πλάσμα στην πλατιά αυτή ερημιά, άφοβα, αμέριμνα, περιφρονώντας τον κάματο του δρόμου, μέσα στο μαλακό λασπιασμένο χώμα. Κάπου κάπου σήκωνε το κεφάλι, και κάτω από το γουνίσιο του καλπάκι έριχνε μια διαπεραστική ματιά ολόγυρα. Και πάλι χαμήλωνε το μέτωπο, ξανάπιανε το γλοιώδη του δρόμο. Μα έξαφνα στάθηκε.

Λίγο παραπέρα, πλάγι σ' ένα τσουρουφλισμένο από τον άνεμο θάμνο, ένα κεφάλι παιδιού ξεκόβουνταν στη σταχτεράδα του κάμπου. Ήταν ξεσκούφωτο, ισχνό, και τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μάτια ξεχώριζαν κατάμαυρα στο χλωμό του πρόσωπο.

- Γιωβάν!... Το ήξερα πως θα σε βρω κάπου εδώ! είπε βουλγάρικα ο μεγάλος· μα τι περιμένεις;

Ο μικρός δεν αποκρίθηκε. Σιωπηλά, με κάτι σα σεβασμό σε όλο του το μουτράκι, κοίταζε το μεγαλύτερο του.

- Γιατί δεν απαντάς; ρώτησε πάλι ο μεγάλος. Τι κάνεις εδώ; Έχεις δουλειά;

Ο μικρός αργοκούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ήταν ως επτά οκτώ χρόνων, αδύνατο κακοθρεμμένο παιδί, φτωχοντυμένο και ξιπόλητο. Τα μαλλιά του αχτένιστα και πυκνά, έπεφταν στο μέτωπο του, σκίαζαν ακόμα περισσότερο τα σκιερά του μάτια.

- Δεν έχεις δουλειά; Άκου δω, εγώ έχω να σου δώσω μια δουλειά. Θα μου την κάνεις;

Ο Γιωβάν πάλι δεν αποκρίθηκε. Ο άλλος άνοιξε το ρούχο του και τράβηξε από τον κόρφο του μια μακρόστενη σακούλα.

- Κοίτα δω!... Θες ψωμί; Θες τυρί; Έλα! Θα φας καλά!... είπε γελαστά.

Τα πεινασμένα μάτια του Γιωβάν πήγαιναν από το ψωμοτύρι στο πρόσωπο του άλλου, και πάλι στο ψωμοτύρι. Μα δεν αποκρίνουνταν.

- Έλα, θα σου το δώσω όλο το τυρί μου. Έχω και τρία ζαχαράτα· τα θέλεις; έκανε δελεαστικά ο μεγάλος.

Ο Γιωβάν πέταξε μπρος, ακατάδεχτα, το κάτω του χείλι.

- Δεν το κάνω για τα ζαχαράτα σου, ούτε για το άσπρο σου τυρί! αποκρίθηκε. Το κάνω για σένα, Αποστόλη.

- Γεια σου Γιωβάν! Το ήξερα πως είσαι χρυσό παιδί, είπε γελαστά ο Αποστόλης. Μα πάρε και το ψωμί και το τυρί. Εγώ έφαγα, δεν πεινώ. Να, πάρε και τα ζαχαράτα. Μα άκουσε: Έχεις κουράγιο να πας ως το Κλειδί;

- Πώς! έκανε ο Γιωβάν. Είναι μισή ώρα από δω, αν τρέξω.

- Μα θα πας απόψε!

- Θα πάγω αμέσως!

Ο Αποστόλης τον κοίταξε με οίκτο.

- Μοιάζεις πεινασμένος, του είπε. Γιατί δε σου δίνει να φας ο θείος σου;

Ο Γιωβάν σήκωσε τον ένα ώμο χωρίς ν' αποκριθεί.

- Τι θες από το Κλειδί; ρώτησε.

- Θα πας τρεχάτος εκεί.

Έριξε μια ματιά κατά τη δύση ο Αποστόλης και είπε:

- Δεν το κάνεις σε μισή ώρα' θέλεις ώρα γεμάτη. Μα έχεις καιρό πριν νυχτώσει. Μη σε δείρει όμως ο θείος σου, αν αργήσεις;

Ο Γιωβάν σήκωσε πάλι τον ώμο του.

- Τι θες από το Κλειδί; ξαναρώτησε.

- Θα πας στο μπάρμπα - Θανάση... ξέρεις... αυτουνού που έχει το μεγάλο αλέτρι. Και θα του πεις: «Ο Αποστόλης σού μηνά να του ετοιμάσεις στρωματσάδα». Κατάλαβες;

- Κατάλαβα, αποκρίθηκε ο Γιωβάν, κι έκανε να φύγει.

- Άκου δω! του φώναξε ο Αποστόλης. Πες του να σου δώσει καμιά φασουλάδα!...

Μα ο Γιωβάν ήταν κιόλας μακριά. Τον ακολούθησε ο Αποστόλης με τα μάτια, ένα τόσο δα πραματάκι που πηδούσε τους νερόλακκους, δαγκάνοντας βούκες βιαστικές από το ψωμί και το τυρί που κρατούσε σε κάθε χέρι. «Το κακόμοιρο...», μουρμούρισε ο Αποστόλης ελληνικά. «Το κακόμοιρο το λιμασμένο... το φτωχό...». Και ξανάφυγε τρεχάτος, πηδώντας και αυτός πάνω από τους νερόλακκους, μέσα στην πηχτή λάσπη, τραβώντας κατά τη θάλασσα. Αργά κατέβαινε το σούρουπο στον κάμπο. Άνεμος λαφρύς είχε σηκωθεί και ολοένα πιο γρήγορα έτρεχε ο Αποστόλης κατά τις εκβολές του Αξιού. «Να 'πιανε βαρδάρης...», μουρμούρισε, «να ξέραινε λίγο το βάλτο... Θα ήταν πιο εύκολη η επιστροφή... γι' αυτούς...». Έριξε μια ματιά στο βούρκο πίσω του, όπου στο μούχρωμα γυάλιζαν οι νερόλακκοι και τα νερομαζώματα. «Παλιονοτιάς...», μουρμούρισε. «Δε φελάει και αν φυσήξει...». Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε σε μια καλύβα ψαράδων, όπου έκαιε μια πετρελένια λάμπα μπρος σ' ένα γυάλινο παράθυρο. Γύρω σε μια φωτιά, αναμμένη στη μέση του πατώματος, πέντε έξι ψαράδες, καθισμένοι ανακούρκουδα, ξέσταιναν τα χέρια τους στη φλόγα. Δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, πηγαινοέρχουνταν, έριχναν κρεμμύδια σε μια χύτρα που κρέμουνταν από τη στέγη πάνω στη φωτιά, όπου έβραζε μια ορεκτική ψαρόσουπα.

- Καλώς το παιδί μας, είπε η μεγαλύτερη γυναίκα, με την κουλακιώτική της προφορά που τρώγει τα φωνήεντα, και χαμογελώντας στο αγόρι που έφθανε.

- Σε περιμέναμ, του είπε ο ένας, ο γεροντότερος, με μακριές άσπρες μουστάκες, που έπεφταν ίσια κάτω και ανακατώνουνταν με τα γένια του. Κοντεύν μεσάνυχτα.

- Μην άργησα; ρώτησε ο Αποστόλης. Δεν πρόφθασα να ξεκινήσω νωρίτερα, μπάρμπα - Λάμπρο. Περίμενα τον Δήμο. Μα δε φάνηκε.

- Ο Δημς ξκίνσε με τς αλλς βαρκς, αποκρίθηκε ο μπάρμπα - Λάμπρος, βαριά προφέροντας το σ και καταπίνοντας κι εκείνος τις συλλαβές του. Ηρθ' νρις κι έφυγ με τα πδγιά μας.

- Έφυγαν μόλις βράδιασε, τάχα πως παν για ψάρια, πρόσθεσε η κόρη του μπάρμπα - Λάμπρου, ρίχνοντας μια φούχτα αλάτι στη χύτρα. Μου είπαν να πας - πως θα τους ανταμώσεις.

Οι ψαράδες είχαν σηκωθεί και φορούσαν τη ζιάκα και το καλπάκι τους.

- Παμ! είπε ο γερο - Λάμπρος. Κοίταξ γναικ ναν καλή η κακαβιά!

Και όλοι μαζί, αργοί στις κινήσεις τους, με ώμους σκυφτούς, τράβηξαν κατά τη θάλασσα. Δυο βάρκες, με πλατιές καρένες, περίμεναν στην ακρογιαλιά. Μπήκαν μέσα οι ψαράδες και τράβηξαν κατά το πέλαγος.

- Βλεπς τιπτ Αποστόλ; ρώτησε ο μπάρμπα - Λάμπρος. Σκυφτός στην πλώρη, ζητώντας με το βλέμμα να τρυπήσει τη μαυρίλα μπροστά του, ο Αποστόλης αποκρίθηκε:

- Τίποτα... Θα πάει χαμένη και τούτη η νύχτα.

Αλλα ψαράδκ δε βλεπς; ρώτησε ένας από τους άντρες στα κουπιά.

- Κανένα... Μόνος ακούγεται ο Μήτρος, εδώ κοντά μας... μα ουτ' αυτός δε φαίνεται. Σκοτάδι, μαθές...

- Ε, καημέν, κριμς στα μάτια σ, που εχν κι όνομ πως βλεπν στο σκοτάδ!... κορόιδεψε ο μπάρμπα - Λάμπρος.

- Σα δεν έχει τίποτα, πώς να δουν κάτι; αποκρίθηκε ήσυχα ο Αποστόλης. Ο Δεσπότης θα γελάστηκε.

- Αμ δε γελιέτ ο Δεσπότς! έκανε ο μπάρμπα - Λάμπρος. Τραβάτ μπροστά πδγιά!...

Και σιωπηλά προχώρησε η βάρκα στο σκοτάδι. Και πέρασε η ώρα.

- Τα τρία μας ψαράδικα... ψιθύρισε ο Αποστόλης.

- Κατά πού; ρώτησε ο κοντινότερος, σηκώνοντας έξω από το νερό το κουπί του.

- Κατάπρωρα... και τα τρία... Και, κάνοντας χωνί τα χέρια του, ό Αποστόλης ρώτησε χαμηλόφωνα: Ρε Δήμο... βρήκατε ψάρι;

Από το σκοτάδι βγήκε μια φωνή, χαμηλή και αυτή.

- Τιπτ ακόμ...

Και απ' αλλού, μακρύτερα, άλλη φωνή σηκώθηκε:

- Μην 'σαι συ, ρε Λάμπρο;

- Εγώ ειμ, αποκρίθηκε ο ψαράς. Παμ αντάμ απ' δω κι εμπρός.

Και πάλι βούτηξαν τα κουπιά στο νερό, αργά, σιωπηλά. Λίγην ώρα πήγαιναν. Έξαφνα ο Αποστόλης ρίχθηκε πίσω και σήκωσε το πρώτο κουπί.

- Τσιμουδιά! μουρμούρισε.

Η διαταγή του πέρασε πίσω σαν αστραπή από στόμα σε στόμα, και σιωπή τέλεια χύθηκε στα νερά. Με το χέρι χωνί πίσω από το αυτί του, τα διαπεραστικά μάτια του καρφωμένα μπροστά του, ακροάζονταν ο Αποστόλης και κοίταζε.

Πέρασαν δευτερόλεπτα γεμάτα αγωνία. Και ξαφνικά, από τη μαυρίλα μπροστά τους, μια αντρίκια φωνή, κόβοντας το μυστήριο της σιωπής, άφοβα ρώτησε:

- Ποιοι είστε εκεί; Είστε ψαράδες Κουλακιώτες; Τρεις τέσσερις φωνές μεμιάς αποκρίθηκαν:

- Μεις είμαστε! Καλώς ορίστ!...

Ένας ψίθυρος χαρούμενος έτρεξε στη σκοτεινή επιφάνεια του νερού.

- Κουλακιώτικη προφορά! Δικοί μας είναι!...

Οι ψαράδες τώρα βουτούσαν με ορμή τα κουπιά τους, σίμωναν μια βάρκα που ξεπρόβαλε σαν φάντασμα από το σκοτάδι, και χέρια απλώθηκαν από τις δυο μεριές, πιάστηκαν, σφίχθηκαν. Κάνες γυάλισαν στη θαμπή αστροφεγγιά, και φυσίγγια, σειρές σταυρωτές, ξεχώρισαν στα στήθη. Αλλα τέσσερα ψαράδικα σίμωσαν την ξένη βάρκα.

- Καλώς ορίστ!

- Καλώς σας βρήκαμε!

- Σας περμένμ μερς τωρ...

- Μας καντ μαυρ μάτια...

Η αντρίκια φωνή ξανακούστηκε, άφοβη, προστακτική από την ξένη βάρκα.

- Πόσες είστε βάρκες;

- Πεντ ολς μαζί, αποκρίθηκε ο μπάρμπα - Λάμπρος.

- Πέντε; Μια λοιπόν να μας οδηγήσει στην παραλία, και οι άλλες τέσσερις να παν στο καΐκι.

- Πού ν τ' καΐκ, Καπτάν μ; ρώτησε ο μπάρμπα - Λάμπρος.

- Ως ένα μίλι από δω, ίσια μπροστά σας. Θα ξεφορτώσετε άντρες, όπλα και πολεμοφόδια. Ζητήσετε τον Καπετάνιο του καϊκιού, τον καπετάν Τάσο...

Παραγγελίες χαμηλόφωνες ανταλλάχθηκαν, διατάγματα, εξηγήσεις. Και η ξένη βάρκα, ακολουθώντας από κοντά το μπάρμπα - Λάμπρο, βγήκε στην ξηρά. Τρεις άντρες, οπλισμένοι σαν αστακοί, ξεμπαρκάρησαν.

- Κλως μς ηρθτ, παλκάρ! είπε πάλι χαρούμενος ο μπάρμπα - Λάμπρος, ξανασφίγγοντας χέρια... Ποιος ειν' ο καπτα Νικφόρς;

- Εγώ είμαι, είπε ο ένας, ο ψηλότερος, με την άφοβη φωνή που είχε ακουστεί στο σκοτάδι. Κι εδώ, ο καπετάν Κάλας και ο υπαρχηγός του ο καπετάν Ζήκης! Θα περιμένομε δω τις βάρκες;

- Λατ στν κλυβ μ, να ζστθειτ, να φατ, και θαρθν τ' πραμτ σς!...

- Λέγω καλύτερα να περιμένομε δω τους άντρες μας, πρότεινε ο καπετάν Νικηφόρος στους συντρόφους του.

Συμφώνησαν και οι δύο. Ένας ναύτης του καϊκιού και δυο άλλοι οπλισμένοι άντρες που περίμεναν μες στην ξένη βάρκα, ξεφόρτωσαν λίγα τουφέκια και δυο τρεις βαριές κασούλες και ξαναμπήκαν στη βάρκα να πάνε να ξεφορτώσουν το καΐκι.

- Φηστ τα τφεκ σς, πρότεινε ένας ψαράς.

- Το ντουφέκι δεν το 'ποχωρίζεται ο Κρητικός, αποκρίθηκε ένας από τους αρματωμένους άντρες, με χαρακτηριστική κρητική προφορά.

- Κλα κανς, είπε ο μπάρμπα - Λάμπρος. Και πγαιντ βα, μ' σας παρ μρωδιά κανένς Τουρκς τσαούσς...

Ο ναύτης μπήκε στα κουπιά και η βάρκα χάθηκε πάλι στο σκοτάδι. Στο μεταξύ, οι τρεις καπεταναίοι ζητούσαν πληροφορίες από το μπάρμπα - Λάμπρο, χαμηλόφωνα, ενώ δυο ψαράδες έστηναν καραούλι μακρύτερα.

- Οδηγούς για τη λίμνη των Γιαννιτσών έχετε; ρώτησε ο καπετάν Κάλας.

- Αμ δν εχμ; έκανε ο μπάρμπα - Λάμπρος, σείοντας το κεφάλι του πλάγια, κατά τον καταφατικό τρόπο των χωρικών της Μακεδονίας. Εχμ δω τον Αποστόλ, κι εχμ και τον Δημ!

- Και αυτός ο μικρός ποιος είναι; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος με μια κίνηση του χεριού κατά τον Αποστόλη, που τον κοίταζε μαγεμένος.

Μα μεμιάς, ντροπιασμένο, υποχώρησε το αγόρι και χάθηκε στο σκοτάδι.

- Αυτός είν' ο Αποστόλς που σ' λέω.

- Αυτό το παιδί; αναφώνησε ο καπετάν Κάλας.

- Φτο τ' πδι; Δοκίμσ τ και βλεπς, αποκρίθηκε γελώντας ο ψαράς. Είν' ο καλύτερος δγος τουτς τς μριάς του Βρδαρ. Και ξερ' τ' Ρουμλούκ οπς κανένς!

Και χαμηλόφωνα τον κάλεσε:

- Αποστόλ, ελ δω!

Σίμωσε ο Αποστόλης, ντροπαλά, σκύβοντας το κεφάλι από το βάρος της χαράς και της υπερηφάνειας που θ' αποκρίνουνταν στα ρωτήματα των καπεταναίων.

- Μη φοβάσαι, του είπε με καλοσύνη ο καπετάν Νικηφόρος, και πες μας: Ξέρεις να μας οδηγήσεις στη Λίμνη των Γιαννιτσών;

- Ξέρω, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

- Κι εκεί, στην περιφέρεια της, έχει χωριά ελληνικά;

- Έχει. Μα είναι φοβισμένα· σκοτώσανε πολλούς οι Βούλγαροι. Τώρα ήλθε ο καπετάν Αγρας στον Βάλτο.

- Ήλθε;... Πού; Πότε;

- Είναι κανένα δυο βδομάδες. Μπήκε στον Βάλτο...

- Στη Λίμνη των Γιαννιτσών;

- Ναι. Τη λέμε Βάλτο εδώ. Μπήκε ο καπετάν Αγρας και τώρα θα σηκώσομε κι εμείς κεφάλι!...

- Και σε ποιο μέρος του Βάλτου; Ξέρεις;

- Όχι, δεν ξέρω. Μα τ' άκουσα.

Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε κατά τον Αξιό.

- Μα πρέπει να φεύγομε, πρόσθεσε. Έχει δρόμο πολύ, και πρέπει να φθάσομε στο χωριό πριν ξημερώσει.

- Σε ποιο χωριό;

- Στο Κλειδί. Έχω στείλει μήνυμα. Σας περιμένουν.

Οι πρώτες βάρκες έφθαναν. Άντρες και όπλα ξεφορτώθηκαν. Σε λιγότερο από μισή ώρα, όλα ήταν φορτωμένα στις πλάτες των αντρών. Ο μπάρμπα - Λάμπρος πήρε τους τρεις καπεταναίους στην καλύβα του. Κι ενώ βιαστικά και χαρούμενα οι δυο γυναίκες τους σερβίριζαν ψάρια και σούπα σε γαβάθες, ζέσταιναν εκείνοι χέρια και πόδια στη φωτιά, που αναμμένη στη μέση της καλύβας σκορπούσε τον καπνό ολόγυρα. Ήταν και οι δυο καπεταναίοι πρωτόβγαλτοι, άπειροι. Ζητούσαν ολοένα πληροφορίες.

- Έννοια σας, Καπεταναίοι μου, είπε γελαστά η κόρη του ψαρά, ξαναγεμίζοντας τις γαβάθες τους. Θα σας τα πει όλα ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός. Τα φρόντισε όλα ο Δεσπότης.

- Ποιος Δεσπότης; Δεν είδαμε κανένα Δεσπότη, είπε ο καπετάν Κάλας.

Το κορίτσι γέλασε.

- Έτσι τον λεν τα παλικάρια μας τον Αρχηγό, αποκρίθηκε. Ο μπάρμπα - Λάμπρος έγνεψε με το κεφάλι κατά τον ποταμό κι έκλεισε το ένα μάτι.

- Δεσπότ λεν το Γενκό Προξν, οι πολεμστάδς, είπε.

- Ποιον; Τον Κορομηλά; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος.

- Σσσ.. μη λες τ' όνομα! ψιθύρισε η κόρη του ψαρά. Ναι, αυτός είναι ο Δεσπότης.

Οι δυο οδηγοί, ο Δήμος και ο Αποστόλης, παρόντες σ' όλη αυτή την κουβέντα, τους βίαζαν να φύγουν.

- Έχομε δρόμο. Πρέπει να φθάσομε πριν ξημερώσει. Πήρε ο καθένας τον οπλισμό του, αποχαιρέτησαν τους φιλόξενους ψαράδες και ξεκίνησαν.

Το σώμα ολόκληρο πήγαινε στα σκοτεινά, μια μακρινή σειρά από άντρες οπλισμένους, ο ένας πίσω από τον άλλο. Πρώτος προπορεύουνταν ο Αποστόλης. Του είχαν δώσει ένα βραχύκανο τουφέκι στο χέρι και σιωπηλά, πατώντας χωρίς κρότο, διαλέγοντας με έμφυτη διαίσθηση στο λασπιασμένο κάμπο τα πιο ξερά μονοπάτια, οδηγούσε ο μικρός, χωρίς δισταγμό ούτε αμφιβολία. Από κοντά ακολουθούσαν, ο ένας πίσω από τον άλλο, οι αρχηγοί και οι άντρες, με το δεύτερο οδηγό προς τη μέση, μην αποπλανηθεί κανένας και χαθεί στο βούρκο και στα νερομαζώματα.

Κανένας δε μιλούσε και κανένας δεν κάπνιζε. Στον έρημο εκείνον κάμπο, κάθε κρότος μεταδίδουνταν, κάθε σπίθα πρόδιδε την παρουσία ανθρώπου. Ο Αποστόλης με γνεψίματα ειδοποιούσε τον ακόλουθο του, αν ήταν να σταθεί ή να πέσει μπρούμυτα ή να γυρίσει πίσω. Και αυτός με τον ίδιο τρόπο μετέδιδε τη διαταγή στον τρίτο, ο τρίτος στον τέταρτο κι έτσι ως το τέλος της γραμμής. Πήγαιναν τα σώματα των δύο καπεταναίων, καμιά πενηνταριά άντρες όλοι μαζί, σε απόλυτη σιωπή και σκοτάδι. Δύο ώρες πορεύονταν. Και τότε σταμάτησαν να ξεκουραστούν λίγα λεπτά, και κάθισαν χάμω. Ο καθένας είχε κρεμασμένο στη ράχη του από ένα σάκο εκστρατείας, όπου φύλαγε τα χρειαζούμενα: τροφές, ρουχισμός κ.τ.λ. Πίσω από τις κάπες τους, μη φανεί φως, ο ένας άναβε το πρόχειρο καμινέτο του κι έψηνε στο μπρικάκι του - ποιος έναν καφέ, ποιος λίγο τσάι να ζεσταθεί - , άλλος κάπνιζε ένα τσιγάρο... Και πάλι σηκώθηκαν και τράβηξαν το δρόμο τους στο σκοτάδι, με την ίδια παράταξη, ακολουθώντας πάντα τον οδηγό. Από μακριά κάτι φάνηκε ν' ασπρίζει. Ο Αποστόλης σήκωσε το χέρι και όλη η γραμμή στάθηκε. Σάλιωσε το δάχτυλο του και το σήκωσε να βεβαιωθεί από που φυσά ο άνεμος. Ο καπετάν Νικηφόρος, που βρίσκουνταν αμέσως πίσω του, έσκυψε στο αυτί του.

- Τι τρέχει; ρώτησε.

- Μπροστά μας τα Καλύβια. Μα δε θα σταθούμε. Έχει Τούρκους, ψιθύρισε ο μικρός.

- Και γιατί ψάχνεις τον άνεμο;

- Μη φέρει τη μυρωδιά μας στο χωριό και μας προδώσουν τα σκυλιά με τα γαβγίσματα τους. Θα περάσομε δεξιά. Ο άνεμος φυσά πουνέντης.

Ο Νικηφόρος χαμογέλασε.

- Σε καλό σου! ψιθύρισε. Ξέρεις και τους ανέμους, παλιόπαιδο; Αν βγούμε ζωντανοί από δω, θα σε πάρω στο καράβι μου.

- Είσαι του ναυτικού, Καπετάνιε; ρώτησε μαγεμένος ο Αποστόλης.

Ο Νικηφόρος έγνεψε καταφατικά. Κι εξακολούθησαν το δρόμο τους. Έξαφνα, μια σκιά ορτσώθηκε μπροστά τους. Αυτόματα πρόβαλε ο καπετάν Νικηφόρος το τουφέκι του. Μα γελώντας το παραμέρισε ο Αποστόλης.

- Είναι δικοί μας, είπε· είναι οι βάρδιες που φυλάγουν το διάβα μας. Να και ο άλλος.

Δεύτερη σκιά σίμωνε την πρώτη. Βαστούσαν και οι δυο από ένα τουφέκι γκρα στο χέρι.

- Καλώς ορίσατε, ψιθύρισαν καταχαρούμενοι. Γιατί αργήσατε τόσο; Σας περιμένομε μέρες τώρα...

- Κι εμείς μέρες αρμενίζαμε απέξω, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Η μπουνάτσα κόντεψε να μας εξουδετερώσει.

Ανήσυχοι ατένιζαν οι σκοποί κατά το χωριό, όσο μαζεύουνταν περίεργοι οι άντρες γύρω τους.

- Έχετε ακόμα δρόμο για να φθάσετε στο Κλειδί, είπε ο πρώτος. Μη χασομερνάς, Καπετάνιε.

Με φιλικούς χαιρετισμούς αποχωρίστηκαν και παίρνοντας πάλι τη σειρά του, μπήκε ο καθένας στη γραμμή. Και στα σκοτεινά, σιωπηλά, ξανάρχισε να πορεύεται η ανθρώπινη αλυσίδα.

Άρχιζε ν' ασπρίζει η ανατολή, όταν τέλος έφθασαν στα πρώτα σπίτια του Κλειδιού. Κι εκεί σκοποί φύλαγαν. Σιωπηλά δόθηκε το σύνθημα πως σώμα Ελληνικό πλησιάζει, και βγήκαν δυο τρεις χωρικοί να τους υποδεχθούν και να τους οδηγήσουν. Ο πρώτος, που φαίνουνταν αρχηγός τους, ένας γέρος, με λαμπερά μάτια και τρεμάμενα από τη συγκίνηση χείλια, έκανε να φιλήσει τα χέρια του καπετάν Νικηφόρου, που παρουσιάζουνταν πρώτος μετά τον Αποστόλη.

- Ο κυρ Θανάσης, μουρμούρισε ο Αποστόλης, συστήνοντας τον. Σας έχει ετοιμάσει καταυλισμούς...

Σιωπηλά, με νοήματα, χώρισε ο γερο - Θανάσης τους άντρες, και τους παρέδωσε στους άλλους χωρικούς, να τους κρύψουν σε τρία σπίτια ελληνικά και να τους φιλέψουν. Ο ίδιος οδήγησε τους δυο αρχηγούς, Νικηφόρο και Κάλα, μαζί με τον υπαρχηγό Ζήκη, με άλλους δυο άντρες, στο δικό του σπίτι, όπου είχε στρώσει το σοφρά - χαμηλό, στρογγυλό τραπέζι των χωρικών της Μακεδονίας. Ήταν καταχαρούμενος· δονούνταν όλος από ενθουσιασμό.

- Μέρες σας περιμένομε, τους είπε. Γιατί αργήσατε έτσι;

- Μας έκοψε χέρια και πόδια η μπουνάτσα, αποκρίθηκε ο καπετάν Νικηφόρος. Αν δε σηκώνουνταν ο πουνέντες απόψε, θα γυρίζαμε μπρος πίσω. Μας είχε σωθεί το φαγί και το νερό...

Ο γερο - Θανάσης έγνεψε χαμογελώντας κατά το μεγαλόσωμο καπετάν Κάλα, που είχε ακουμπήσει στον τοίχο και είχε μισοκοιμηθεί.

- Ναι, είπε ο Νικηφόρος, όλοι είμαστε κατάκοποι. Μόνο να κοιμηθούμε θέμε...

Ο γερο - Θανάσης χτύπησε τα χέρια, και αμέσως μπήκε μέσα μια γυναίκα μεσόκοπη, ντροπαλή, πρόθυμη.

- Σας στρώσαμε, Καπεταναίοι μου. Η Παναγιά να σας φυλάγει. Περάστε στον οντά!

Όταν βρέθηκε μόνος ο γερο - Θανάσης, άνοιξε μια πόρτα που έβγαινε στην αυλή, κι έμπασε μέσα τον Αποστόλη.

- Πες μου τα τώρα, του είπε.

- Εγώ να σε ρωτήσω, κυρ Θανάση, είπε ο Αποστόλης. Ήλθε ο Γιωβάν;

- Ήλθε, βέβαια. Ήλθε τσακισμένος από την κούραση και το τρεχιό. Πού τον βρήκες αυτόν το μικρό; Είναι πολύτιμος!

- Τι μήνυμα σου είπε;

- Μου είπε πως ο Αποστόλης μού μηνά να ετοιμάσω στρωματσάδα. Κατάλαβα. Μα πού το 'ξερες πως θα φτάσουν σήμερα;

- Είδα πως σηκώνεται νοτιάς. Είπα: «Ή σήμερα ή ποτέ!» Και σου τον έστειλα. Του έδωσες να φάγει;

- Όχι!... Γιατί; Δε μου ζήτησε φαγί.

- Του είπα να σου ζητήσει. Μα είναι φιλότιμος. Και ήταν πεινασμένο το δύστυχο! Τι ώρα ήλθε;

- Κατά το σούρουπο.

- Τι λες! Πρέπει να 'κανε τρεχάτος όλο το δρόμο!

- Μα πού τον βρήκες; Ποιος είναι;

- Είναι βουλγαρόπαιδο. Κάθεται μ' ένα θειό του, σε μια στάνη, κάπου στα Καλύβια κοντά.

- Και τον εμπιστεύεσαι;

- Τον γλίτωσα μια μέρα από κάποιον Τούρκο, που ήθελε να τον δείρει, γιατί, λέει, έβοσκε τα πρόβατα του θειου του σε ξένη βοσκή. Τον γλίτωσα και από το θειό του, τον Άγγελ Πέιο, ένα κτήνος που τον έστειλε στη βοσκή και ύστερα το αρνήθηκε. Από τότε μου είναι σκυλί αφοσιωμένο. Και τον μεταχειρίζομαι. Αν του πω «Πέσε στο Βαρδάρη να πνιγείς!» θα πέσει στο Βαρδάρη να πνιγεί!

- Καλά. Τώρα πήγαινε να πέσεις και συ να κοιμηθείς... Να, πλάγιασε δω στη βελέντζα, κοντά στο τζάκι. Γιατί αύριο πάλι θα κάνεις δρόμο πολύ ως το Βάλτο...

- Ευχαριστώ, κυρ Θανάση, προτιμώ το στάβλο, όπου δε θα με ξυπνήσει η κυρά σου με τα συγυρίσματα της, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

- Το κέφι σου!... είπε καλόκαρδα ο γερο - Θανάσης.

Και του άνοιξε την πόρτα της αυλής και βγήκε έξω ο οδηγός.