Ἡ καρδιά μου ταξιδεύει
μὲ τῶν πόθων τὰ φτερά:
Νὰ σὲ ξαναδιῇ γυρεύει,
νὰ σὲ εὕρῃ λαχταρᾷ.
Ὅλα τ’ ἄνθη ἐρωτάει
καὶ τὰ πράσινα φυτά,
τὰ τριαντάφυλλα τοῦ Μάη
μὴ σὲ εἶδαν ἐρωτᾷ.
Ὅλ’ ἀκοῦν καὶ σιωποῦνε
καὶ στενάζουν λυπηρά:
Νὰ προφέρουν δὲν ’μποροῦνε
πῶς σὲ εἴδανε, σκληρά.
Ὅμως μιὰ γρῃὰ τσικνίδα
ἀποκρίνεται βιαστή:
—Χά! Ἐκείν’ ἐγὼ τὴν εἶδα
μ’ ἕναν ἄλλον ἐραστή!
Τοὺς ἐφώτιζε τ’ ἀστέρι,
τὸ φεγγάρι σιγηλό,
καὶ πιασμένοι χέρι χέρι
κατεβαῖναν στὸν γιαλό.—
Κ’ ἡ καρδιά μου, σὰν τρυγόνι
ποῦ ’ματόφυρτο πετᾷ,
’ως τὰ κύματα ζυγόνει,
καὶ μή σ’ εἶδαν ἐρωτᾷ.
Ὅλ’ ἀκοῦν καὶ σιωποῦνε
καὶ στενὰζουν θλιβερά:
Νὰ προφέρουν δὲν ’μποροῦνε
πῶς σὲ εἴδαν μιὰ φορά.
Ὅμως ἕνας γέρο βράχος,
μὲ ἀλύπητη καρδιά,
—Χά! Ἐγώ, λαλεῖ, μονάχος,
’γὼ τὴν εἶδα μιὰ βραδιά.
Τὴν ἐφώτιζε τ’ ἀστέρι,
τὸ φεγγάρι σιγηλό,
ὄχι πλέον μ’ ἕνα ταῖρι,
ἀλλὰ μόνη στὸν γιαλό.
Μόνη, στὴν ἀκτὴ τὴν πρώτη,
βάρκα ’θώρει μακρυά,
κ’ ἔκλαιε γιὰ τὸν προδότη,
ποῦ τῆς ἔκραζ “Ἔχε ’γειά!”—
|