Ο φανός του Κοιμητηρίου Αθηνών
←Το άγαλμα της Παρθένου | Ο φανός του Κοιμητηρίου Αθηνών Συγγραφέας: |
Ανία→ |
Εν μέσω πένθους οιωνοί γλυκειάς ευτυχίας,
φάροι τον νουν ευθύνοντες προς την αθανασίαν,
Διάδημα επικοσμούν το φάσμα της σκοτίας,
Τα άστρα, την ατέρμονα βαδίζουσι πορείαν.
Αλλά ιδέ, εκεί μακράν, εις το νεκροταφείον,
Φανόν με του ορίζοντος συμπίπτοντα τό πέρας·
Δεν είναι μέγας ως αστήρ και πλήρης μυστηρίων,
Αλλ' έχει τας ακτίνας του πολύ συμπαθεστέρας.
Φανέ φυλάσσων τούς νεκρούς, τον θάνατον φωτίζων,
Σε, φως, ζωήν, τις έρριψεν εντός κοιμητηρίου;
Δεν είναι ως μειδίαμα χείλος νεκρού στολίζον;
Σε βλέπουν οι υπνώττοντες κάτωθεν τού φορείου;
Σχίζε το σκότος της νυκτός και, απειλών τους ζώντας,
Ρίπτε το φώς σου όπου χους υπάρχει και σκοτία,
Μέτρει τους λίθους των νεκρών και τους αποθανόντας·
Ω! πόσοι είναι! φρικιά και τρέμει ή καρδία.
Μη αν μετρήται η ζωή, ο θάνατος μετρείται;
Στιγμήν εις τον ωκεανόν ριφθείσα των αιώνων,
Πριν καν υπάρξη σβέννυται, πριν πέση λησμονείται.
Ο χρόνος προς τον θάνατον καταμετρείται μόνον.
Ζης ως ανάμνησις, εκεί, φανέ, μεμονωμένη,
Διπλήν φωτίζων νέκρωσιν, τους τάφους των θανόντων,
Την λήθην, άλλον θάνατον όστις αυτούς προσμένει,
την λήθην, κοιμητήριον εν τη ψυχή των ζώντων.
Ναι! λησμονούσι· και αυτούς τους ζώντας λησμονούσι,
Το παρελθόν, ως σάβανον η λήθη περιβάλλει.
Οι επιζώντες τους νεκρούς επί μικρόν θρηνούσι,
και μόνη η κυπάρισσος επί των τάφων θάλλει.
Ω φως, ω φως ταλαίπωρον! ενώ οι αδελφοί σου
Φωτίζουσι συμπόσια χαράς και ευθυμίας,
Αλλ' έρημος διέρχεται εις τάφους η ακτίς σου
Φωτίζουσα του Χάρωνος ωχράς τας ευωχίας.
Παράδοξον συμπόσιον! απλούνται εσπαρμέναι
Αι τράπεζαι μαρμάρινοι και ο σταυρός πλησίον,
Επιγραφαί δεικνύονται επάνω εστρωμέναι,
Κιρνά τήν λήθην η σιγή εις το νεκροταφείον.
Το φως σου πίπτει επ' αυτών ως νεκρική ωχρότης·
Τίς εφαντάσθη εορτήν με τόση ηρεμίαν;
Και που και που εγείρεται μαρμάρινος συμπότης·
Ω! πάντες θά καθίσωμεν εις τράπεζαν ομοίαν.
Θώπευε, θώπευε, φανέ, την πλάκα των θανόντων.
Οπόσοι εκοιμήθηκαν χωρίς τίνος θωπείας
Πόσοι θα ήσαν σήμερον, εδώ, εν μέσω ζώντων,
εάν εθώπευσεν αυτούς εν βλέμμα συμπαθείας!
Αστήρ των τάφων θλιβερός το φως εκείνο, τρέμον
Φωτίζει την υστερινήν οδόν του διαβάτου,
Και πνευστιά εις την πνοήν την κρύαν των ανέμων.
Ω φώς, τί με παρατηρείς ως οφθαλμός θανάτου;
Δεν τον φοβάμαι όρθιος προ του θανάτου βαίνων
Δεν ψάλλω την ισχύν αυτού αιτών αθανασίαν,
Το φίλημα του το ψυχρόν ατάραχος προσμένω·
Τίς την γαλήνην δεν ποθεί μετά την τρικυμίαν;
Πόσον ωραία μειδιά η όψις της πρωϊας!
είναι γλυκύς ο ήλιος τό πρώτον φως του στέλλων .
Α! πανταχού απήντησα έν φάσμα ευτυχίας,
Την ευτυχίαν ουδαμού, ουδ’ εις αυτό το μέλλον.
Μέλλον, της τύχης παίγνιον, του βίου ειρωνεία,
Λέξις ουδέν σημαίνουσα η πάροδον του χρόνου,
Και φάρμακον όπερ ροφά παρούσα η πικρία,
Όπως επέλθη αύριον μετά ομοίου πόνου.
Μέλλον, λέξις σημαίνουσα την έλλειψιν παρόντος,
Ηχώ των πόθων οίτινες βλαστάνουσι λαθραίως,
Πολλάκις αντανάκλασις ωχρά του παρελθόντος,
Πλην πάντοτε κατοπτρισμός δεικνύμενος ματαίως.
Μέλλον, καθώς η αστραπή το σκότος επεκτείνον,
Της συμφοράς ο εμπαιγμός, ισχύς αδυναμίας,
Το σκοτεινόν του πρόσωπο επί του τάφου κλίνον
Κ’ εκείθεν θάλλον ως ελπίς κενή αθανασίας.
Ιδού τό μέλλον· ή ρυτίς, θωπεία τού θανάτου·
Εν δάκρυ σπείρον έτερον· κραυγή απελπισίας.
Έως ου έπειτα εντός μακρού νεκροκραββάτου,
Σταυρώσης τους βραχίονας επί νεκράς καρδίας;
Μόνος, καθώς αυτό τό φώς εις τό νεκροταφείον,
Φωτίζων πόθων μνήματα και πτώματα ονείρων,
Αγνώστου πόνου έρμαιον, διέρχομαι τόν βίον
Τα ράκη σύρων της ζωής, το παρελθόν μου σύρων.
Φανέ, όταν τό έλειον σέ λείψη, τί θά γίνης;
Τί; θα σβεσθής. Καλλίτερον. Αφού η μοιρ' αγρίως
Προώρισε τήν λάμψιν σού επί σποδού νά χύνης,
Τί ωφελεί εις σε το φώς και εις εμέ ο βίος;