Ανία
Συγγραφέας:


    Ησθάνθητε την άμετρον εκείνην αθυμίαν,
Ήν η ανία προξενεί και ήτις, δολοφόνος,
Προσέρπει ένδον της ψυχής και δάκνει την καρδίαν,
Ότε λαμβάνει η ψυχή διάρκειαν αιώνος;

    Ησθάνθητε το φοβερόν κενόν το περιβάλλον,
Ως τις σινδόνη νεκρική σφριγώντα έτι βίον,
Ότε βαρύ αγωνιά το στήθος το χθες πάλλον,
Και ήδη μόνον έρωτος ερείπια εγκλείον;

    Ησθάνθητε εν τη ψυχή την άζωον γαλήνην
Την επομένην εις δεινήν παθών ανεμοζάλην,
Ότε κορέσαντες αυτήν την άπληστον οδύνην
Σιγώντες των ονείρων μας μετρούμεν την αιθάλην;

    Βαρύθυμος και σύνοφρυς εις την οδόν του βίου
Βαδίζει ο χθες ζωηρός και χαίρων νεανίας•
Περί αυτόν επικρατεί σιγή κοιμητηρίου,
Και την οδύνην θεωρεί μετ' αδιαφορίας.

    Ώ κόρος, συ με έσταξες ρανίδα προς ρανίδα
Εν τη ψυχή τον θάνατον• οποία ερημία!
Κατέστρεψες τον έρωτα, τους πόθους, την ελπίδα,
Και πάλλει ως χρονόμετρον θανάτου η καρδία.

    Το χείλος σου το πελιδνόν τα πάντα μυκτηρίζει•
Ψυχρός, καθώς της ηδονής η νυξ εν τη πρωία!
Ο κόρος σπείρων πανταχού ερήμωσιν βαδίζει,
Κ' εις των βημάτων του τον θρουν πετά η ευτυχία.

    Όπισθεν πάσης ηδονής καραδοκεί λανθάνων,
Και εις το πρώτον φίλημα ως γίγας ανυψούται•
Και όπου ήν συμπόσιον δεικνύει των λειψάνων
Τον σκελετώδη ορμαθόν, και νυξ πυκνή απλούται.

    Ουδέν μοι έμεινεν• αυτή η μνήμη αφηρέθη,
Το πτώμα τούτο της χαράς εν μέσω της οδύνης•
Παρήλθεν ανεπιστρεπτεί του έρωτος η μέθη•
Απογοήτευσις, αυτό το παρελθόν μολύνεις;

    Ώ φύσις, ήτις ανθηρά αναγεννάσαι πάλιν,
Πού είναι ήδη αι στιγμαί αι ευτυχείς εκείναι;
Απεκοιμήθην ασφαλής παρά την σην αγκάλην,
Πού είναι η καρδία μου, ο έρως μου πού είναι,

    Και η ελπίς, ο σύντροφος της εποχής εκείνης,
Αφού απενεκρώθησαν και όνειρα και πόθοι,
Ως η Νιόβη, έκπληκτος, βωβή εκ της οδύνης,
Εκάλυψε το πρόσωπον αυτής, απελιθώθη.