Το άγαλμα της Παρθένου
←Το Αρκάδι | Το άγαλμα της Παρθένου Συγγραφέας: |
Στιγμαί Μελαγχολίας→ |
«Άπαντα» |
Την θέσιν είδον την κενήν εντός του Παρθενώνος,
όπου υψούτο η Παλλάς, η κόρη του Φειδίου.
παρέσυρε το άγαλμα ο διαρρέων χρόνος
και τίποτε δεν σώζεται, ούτ΄ ίχνος του μνημείου,
Καλύτερον! Δεν αγαπώ ρυτίδας εις το κάλλος.
δεν αγαπώ ερείπια και όγκον συντριμμάτων·
γλυκύτερος ο θάνατος ή των ετών ο σάλος,
αργά ροφών την ύπαρξιν και ράκη αναπλάττων.
Εξευτελίζει των ετών η σαρακώδης πάλη
παραμορφούσα, φθείρουσα, αθάνατα μνημεία·
δεν είναι πλέον άγαλμα του λίθου η σκυτάλη,
και νικωμένη φαίνεται η μεγαλοφυΐα.
Τι έγινε το άγαλμα, ουδείς γνωρίζει πλέον!
Ουδείς το είδεν άμορφον, παλαίον προς τον χρόνον·
ακμαίον το απήλαυσαν, το έχασαν ακμαίον
και μένει ζώσα η εικών της καλλονής του μόνον.