Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Ο κισσός


Ο ΚΙΣΣΟΣ

Ο ΜΑΥΡΟΣ κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ’ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποῦ ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσὸς τὸ περιζώνει.

Μυριόριζος μυριόκλωνος - ὁ πόνος ποῦ πονῶ,
στείρα ζωὴ βυζαίνει ἀπὸ τὸν τοῖχο
καὶ δὲν τοῦ παίρνει πνέοντας γλυκὰ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ
ἕναν ἡ αὔρα ἢ στεναγμὸν ἢ χαρᾶς ἦχο.

Τοὺς δρόμους του ἀπόσωσε τὸ Φῶς τοὺς μακρυνούς,
ὥρα καὶ θἄβγουνε τὰ νυχτοπούλια
καὶ ρόδα ἡ δύση ἁπλόχερα σκορπᾷ στοὺς οὐρανοὺς
καὶ στῶν βουνῶν τὶς κορυφὲς σκορπάει ζεμπούλια.

Καὶ φτάνουν στὰ φυλλώματα τοῦ πένθιμου κισσοῦ
κοπαδιαστοὶ οἱ σπουργίτες νὰ κουρνιάσουν
κι ἀπὸ τὴ μέθη τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἥλιου τοῦ χρυσοῦ
μὲς σ’ ἀτρικύμιστη ἀγκαλιὰ νὰ ξαποστάσουν.

Καὶ τὰ ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τὰ στερνά,
τρελλά, ὡς ποῦ ὁ ὕπνος φτάνει καὶ τὰ πνίγει,
ἐνῶ ὡς τὶς ρίζες τοῦ κισσοῦ τὶς τρίσβαθες περνᾷ
μιὰ ἀνατριχίλα ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴ μέθη ὀλίγη.

Φουντώνει ἡ νύχτα· κ’ ἔρχουνται τριγύρω μου μιὰ μιὰ
κι ὅλες μαζὶ ἀπ’ ἀλάργου ἀρμενισμένες
σκιῶν σκιὲς οἱ ἀνάμνησες, στὴν ἄχαρή μου ἐρμιὰ
νὰ φέρουν ψεύτικια παρηγοριὰ οἱ θλιμμένες.

Μάταια! ζῇ ποτὲ ἡ ζωὴ μ’ ἀνάμνησες ποῦ ζῇ,
ποῦ θὰ ξυπνήσῃ καὶ μ’ αὐτὲς θὰ γύρῃ,
ἐνῶ ὁλοτρόγυρα βροντᾷ ἡ μέθη ὅλη μαζὶ
ἀπ’ τῆς ζωῆς, ποῦ ζῇ, τὸ πανηγύρι;

Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ’ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποῦ ὁ μαῦρος κι ἄχαρός κισσὸς τὸ περιζώνει.