Το απόβροχο
Τὸ ἀπόβροχο Συγγραφέας: |
Τη νύχτ’ ἀπόψε—ἡ θλίψη της μ’ ἀνάστησε ἡ τρανή,
τὴ θλίψη μας σὰ νά εἶχε μελετήσῃ—
τὴ νύχτ’ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδομοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσμὸς τὴ χτίση.
Στὰ σκοτεινὰ ἐξεχείλισαν τῶν θλίψεων οἱ πηγὲς
καὶ χύθηκαν οἱ κρατημένοι οἱ θρῆνοι
κ’ ἐλπίδα πιὰ δὲν ἔμεινε γιὰ νέες πάλι αὐγὲς
τὴ νύχτα, ποῦ εἶπες ἡ στερνὴ πῶς θά εἶχε μείνῃ.
Μὰ ἔδωκε καὶ ξημέρωσε ἡ ἀνέλπιστη ἡ αὐγὴ
καὶ στὴ δροσιὰ τοῦ ἀπόβροχου λουσμένη
σὰ θᾶμα νέο πεντοβολᾷ κι ἀναγαλλιάζ’ ἡ γῆ,
ὅσ’ ὁ χρυσὸς ὁ θρίαμβος τοῦ Ἥλιου προβαίνει.
Στὸ μυριοθορυβούμενο κ’ ἡλιόβολο γιαλὸ
οἱ ναῦτες τὰ πανιὰ τῶν πλοίων ἀνοίγουν
καὶ ἰδές! φαντάζουν τ’ ἄρμενα στὸ κῦμα τὸ ψηλὸ
πῶς πρίμα καρτεροῦνε τὸν καιρὸ νὰ φύγουν.
Πῶς μᾶς πλανεύει τὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας ξανὰ
σὰν νά ἦταν μιὰ φορὰ νὰ μᾶς γελάσῃ!
σὲ νέα ταξείδια μᾶς καλοῦν τὰ πλοῖα στὰ γαλανὰ
τὰ κύματα, ποῦ ὡς νά ἤπιαν φῶς κ’ ἔχουν χορτάσῃ.
Κι ἂν τὰ κρατοῦνε οἱ ἄγκυρες τ’ ἄρμενα ἐκεῖ στὴ γῆς
κι ἂν τὰ τιμόνια στὴ στεριὰ βγαλμένα,
κρυφὴ λαχτάρα ἐπέρασε τὰ βάθη μιᾶς ψυχῆς
κι ἀνατριχιάζουν τὰ φτερὰ τὰ διπλωμένα.
Κ’ ἦρθε κ’ ἐστάθη ἡ μιὰ ψυχὴ σ’ ἀπόψηλη κορφὴ
καὶ τὶς ζυγὲς φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας ποῦ τὶς λάβωσε—ψυχή, πικρὴ ἀδερφή!
τ’ ἀστροπελέκι τὸ παλιὸ καὶ τὸ χαλάζι.